Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
η εγγυτητα της αποστασης
Στειλτο μου να το καπνισουμε μαζι
Η αποσταση μας μυθοποιει
Σαν να χασαμε τον μεταξυ μας παραδεισο
Σαν η ποιηση να θελει να τρεφεται με το πετσι του δρομου
Στων 2.000 χιλιομετρων που μας χωριζουν
Κι αυτή η μανια για υπερβολη κι εμεις που αγαπησαμε την υπερβολη
Όχι δεν είναι ποζα, πληρωνουμε καλα γι αυτή
Μεθυσμενοι ολων των χωρων ενωθειται
Στου ξυραφιου τη μυτη το χερι να κοπει
Το χερι που χει μαθει ολο να δειχνει κι ολο να ζητα
Πολλα χερακια φαγουρα τα χει πιασει
Πολλα κερακια τρεμουλα τα χει πιασει
Κι εμεις που κατεχουμε το νομο της φθορας
Σου λεω εμεις μοναχα πρεπει να σωθουμε
Του θανατου οι γιοι και της ζωουλας οι κορες
Κυβερνουν , αλλα και παντα ετσι ηταν και το ξερεις
Το ξερεις πως για μας ο κοσμος είναι ένα δοχειο
Για να φτυνουμε τα κουκουτσια απ τις ελιες
Για να ριχνουμε το βλεμμα μας στον ασπρο πατο
να μην φοβομαστε να μπουμε μεσα εκει
οι ηρωες μας πεθαναν τωρα οι ηρωες μας πρεπει να γινουμε εμεις
σε οριζω ηρωα μου εαυτε
σε οριζω Μινα ηρωιδα του εαυτου σου
κανε ότι μπορεις, κανω ότι μπορω
να τρως καλα ν αντεχεις
να πινεις μοναχα οσο αντεχεις
όταν κανεις ποδηλατο να σκεφτεσαι ότι εισαι κοντα στη γειτονια μου
όταν πινω θα ριχνω το βλεμμα μου μηπως και σε δω
Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011
Οκτώβριος 2011,Μάαστριχ,Αθήνα ή όπου αλλού.
ΠΕΡΑΣΑ
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου, 1971