Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Μεσημεριανή αποκάλυψη


Μεσημέρι
και τι ωραία λέξη!
κι ο ήλιος αμέσως χιμάει
απάνω μου
σαν δυο φίλοι που ν’ανταμώσουν είχαν για καιρό.
Πόσο ξεχάσαμε το μεσημέρι
στην κυκλική σιγή της μέρας
κανείς δεν το αναφέρει
έγινε απλά μια λέξη
μεσημέρι.
Μεσημέρι του χρόνου το καλέμι
που κόβεις της μέρας τα ποδάρια
στα δυο
εσύ που σβήνεις το φως
σαν έρχεται το δειλινό.
Σαν χρώμα είσαι πορτοκαλί
Σαν σώμα πλαδαρό
Σαν σκέψη ακαθόριστη
χαοτική
αόριστη.
Μεσημέρι
που κρατάς την ενότητα
του κόσμου
πάση θυσιά
κάθε μέρα
με μανία
σταθερή.
στον ίσκιο σου
βασιλεύει ο ύπνος ο ηδύς
και στα βλέφαρά σου
δίκαια μοιράζεις το
ημεροστάσιο της ζωής.
Σκυλί του χρόνου δεν σκούζεις
Δεν παραπονιέσαι
Δεν ζητάς.
Μεσημέρι
λουλούδι ξερικό
συ που αντέχεις και βάστας
τον ήλιο κει ψηλά
απλά μια λέξη
έγινες
στης ζωής τα λεξικά.
απλά μια λέξη.
Σε ξεχάσαμε οι διαβάτες
κανείς δεν κατεβαίνει να θαυμάσει
σε εκτόπισε η πρώτη γέννα της ημέρας
και το τελευταίο φως.
Μα εσύ θα συνεχίζεις τις μέρες μας
στα δυο να σχίζεις
Καρφάκι δεν σου καίγεται
σου χρωστάω κι αν δεν σε νοιάζει
Ένα ευχαριστώ.
Μεσημέρι που γινες
Ξερονήσι ερημικό
Κατεβαίνω
κάνω στάση μόνος μου
μένω σε εσένα
και μαγεύομαι από της ανεξαρτησίας σου το φως

[moth-man].

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Ανδρέας Εμπειρικος Πάλι και Πάλι και Πάλι


απόσπασμα απο το Μέγα Ανατολικό

"... Εις την μεγάλην και απλέτως φωτισμένην αίθουσαν των εορτών του υπερωκεανείου, η ορχήστρα έπαιζε και αναρίθμητα ζεύγη εστροβιλίζοντο επί του στιλπνού δαπέδου.
Απαντες σχεδόν οι άνδρες και πάντως όλοι οι Βρεταννοί έφερον φράκα, πλην ολίγων αξιωματικών, των οποίων τα ερυθρά χιτώνια και αι χρυσαί επωμίδες εξεχώριζαν κατά τρόπον όχι μόνον αρειμάνιον αλλά και πανηγυρικόν, εις την ομοιομορφίαν και την μονοτονίαν των άλλων ανδρικών ενδυμάτων.

Αι κυρίαι έφεραν πολυτελείς και όλων των χρωμάτων εξώμους εσθήτας, που άφηναν να φαίνωνται προκλητικώς και εις μέγαν βαθμόν αι άνω στρογγυλότητες των περιπαθώς συνθλιβομένων υπό την πίεσιν των κορσέδων ωραίων των μαστών (...)
Γαλάζια, πράσινα, λευκά, και, πού και πού, μερικά κατάμαυρα ή ζινζολινόχρωμα, τα κρινολίνα και τα άλλα φορέματα διέγραφαν τόξα και εκυμάτιζαν, διογκούμενα και κολπούμενα εις τα πτυχάς και τας πτυχώσεις των, και ανασηκωνόμενα από την φυγόκεντρον ζωηρότητα των στροβίλων του βαλλισμού, αποκαλύπτοντα δια της ούτω προκαλουμένης συχνά σημαντικής ανυψώσεως των ποδογύρων, τους αστραγάλους, και ενίοτε και μέρος των κνημών των χορευτριών, των οποίων τα αστράπτοντα μάτια έδειχναν, άλλα μεν τον βαθμόν της ρομαντικής των νοσταλγίας, άλλα δε, την γεννωμένην ή προκεχωρημένην αισθησιακήν διέγερσιν, ενώ άλλα πάλιν, βελούδινα και δύοντα ηδυπαθώς υπό τα βλέφαρα, έδειχναν έντονον έξαρσιν ιμερικήν, προδίδοντα ραγδαίως προσεγγίζουσαν ή επικειμένην, ή εν τω γίγνεσθαι ήδη ευρισκομένην, υγράν οργαστικήν έκβασιν εις τας αγκάλας των ανδρών.Και ενώ εξηκολούθει ο βαλλισμός, άλλοι μεν άνδρες εκοίταζαν με περιπάθειαν, ή με βλέμμα οξύ τας ντάμας των εις τα μάτια, άλλοι κάτι ψιθυρίζοντες και άλλοι σιωπηλοί. Τινές εξ αυτών είχαν μερικάς ή πλήρεις στύσεις, αι οποίαι έκαμναν τας περισκελίδας των να εξογκούνται εις ποικίλους βαθμούς και τας οποίας, άλλοι μεν προσεπάθουν να δαμάσουν, ή, τουλάχιστον, να αποκρύψουν, άλλοι δε - οι πλέον φιλήδονοι ή θαρραλέοι - προσεπάθουν, αντιθέτως, να τας καταστήσουν όσον το δυνατόν πλέον εκδήλους και πλέον αισθητάς, εις τα ωραίας ντάμας των.Η Φλώσσυ, ισταμένη από ημισείας περίπου ώρας προ της παραφωτίδος που είχε εκλέξει, εις το κατάστρωμα, επί μιας μικράς βαθμίδος που εσχημάτιζαν εις την βάσιν του ξυλίνου τοιχώματος, καθ' όλον το μήκος της αιθούσης δύο κεκαλυμμένοι σωλήνες ατμού, παρετήρει έκθαμβος τον μεγάλον χορόν, από τον οποίον την εχώριζαν το τοίχωμα, το παχύ κρύσταλλον του φινιστρινίου και αι σκληραί απαγορεύσεις των προνομιούχων ενηλίκων.Ω, τι ωραία που ήτο η μαμά της! Τι ωραία που ήσαν τα αναδυόμενα από την σύνθλιψιν του σφικτού κορσέ της, μέσα από το ευρύ άνοιγμα του ντεκολτέ της μαύρης εσθήτος της, λευκά, λευκότατα βυζιά της! Παρά τα 35 χρόνια της, τι ευκαμψίαν και τι σβελτέτσαν που είχε το σώμα της! Τι ωραία που εχόρευε με τον Σκώτον κύριον, εις τον οποίον την είχε συστήσει, το απόγευμα, εις το κατάστρωμα. Και τι συμπαθής που ήτο αυτός ο κύριος Μακ Γκρέγκορ! Και πώς, ως πώς, εκοίταζε την μητέρα της συνεχώς, καθώς εστροβιλίζετο μαζύ της! Θα ήτο άνδρας περίπου 48 ετών ο κύριος Μακ Γκρέγκορ, και έμοιαζε αρκετά με τον πατέρα της. Τί ήθελε αυτός ο στιβαρός και δυνατός άνδρας από την μαμά της; Διότι ήτο βεβαία η Φλώσσυ, ότι κάτι ήθελε ο Σκώτος συγγραφεύς από την Γερτρούδην...Κάτι που της το έλεγε, όχι μόνον με τα χείλη του, που εφαίνοντο να σαλεύουν, αλλά και με τα μάτια του, και με το ύφος του και, προ πάντων, με την μεγάλην πούτσαν του, που, εις ωρισμένας στιγμάς του βαλλισμού, εφαίνετο καθαρά πόσο είχε μακρύνει και φουσκώσει...Αλήθεια, τί ήθελε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ από την μητέρα της; Μήπως ήθελε να της το κάμη; Μήπως ήθελε να την γαμήση, να την πλακώση; Τί θα έλεγε άραγε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ, εάν εμάνθανε ότι προ μιάς και ημισείας ώρας, η μαμά της, αυτή η σοβαρή και ευγενική κυρία, είχε κάμει και αυτή μαλακίαν, όπως τα μικρά καυλιάρικα κορίτσια;Τοιουτοτρόπως σκεπτομένη, η Φλώσσυ ερρίγησε από την ζωηράν συγκίνησίν της. Όμως, παρ' όλον ότι ησθάνετο σφοδράν ζηλοτυπίαν, παρ' όλον ότι θα ήθελε αυτήν να ποθή ο κύριος Μακ Γκρέγκορ και όχι την Γερτρούδην, δεν κακοήθελε πλέον καθόλου την μητέρα της. Τώρα πλέον τα καταλάβαινε όλα, όλα τα εννοούσε, και παρά την ζήλειαν της, ησθάνετο αλληλέγγυος με την ωραίαν γυναίκα, με την οποία εχόρευε ο Σκώτος.

Αλλωστε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ θα ημπορούσε κάλλιστα, ωσαύτως, να γαμήση πρώτα την μάνα της και έπειτα και αυτήν..."

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ποίηση: Κώστας Μόντης (18 Φεβρουαρίου 1914 - 1η Μαρτίου 2004)


ΝΥΧΤΕΣ

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρο ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα,
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν
και πουν οι φίλοι καληνύχτα
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότε θα λογαριαστείτε,
θες ή δεν θες θα μπουν κάτω όλα να λογαριαστείτε.
Θα ‘ σαι μονάχος.
Κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα
κι απ’ τη δουλειά σου και άλλες φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό και σε περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Μέγας Ανατολικός, Ανδρέας Εμπειρίκος

... "... όμως και εις τας άλλας, μεταξύ του θαλαμηπόλου και της Φλώσσυ ερωτικάς παιδιάς, υπήρχαν ποικίλοι τρόποι απολαύσεως. Εκτός από τους συνήθεις αυνανισμούς τούς εκτελούμενους ταυτοχρόνως, των δύο συναιτέρων καθημένων έναντι του μεγάλου κατόπτρου της πολυτελούς τουαλέττας...

... ο υπηρέτης εκάθητο έναντι του λαμπρού κρυστάλλου και ηυνάνιζε την παίδα, ορθίαν ή καθημένην καταλλήλως, ώστε να βλέπη και αυτή και αυτός το αιδοίον της και την ψωλήν του...

... η Φλώσσυ τον ηυνάνιζε με την σειρά της, ή και οι δύο ηυνάνιζαν αλλήλους συγχρόνως, παρατηρούντες με άκρως τεταμένην προσοχήν εις τον καθρέπτην, ουχί μόνον την πρόστριψιν των ερωτικών οργάνων των, αλλά και όλους τους σπασμούς, τας αναπάλσεις και τους κλονώδεις ωθισμούς των σωμάτων των, καθώς και τας περιπαθείς εκφράσεις, τας άκρως λαγνικάς, που έφερνε εις τα πρόσωπά των η βαθμιαία αύξησις και έντασις της ηδονής που ο ένας προσέφερε εις τον άλλον, μέχρι της τελικής αναπηδήσεως του σπέρματος και της ολοκληρώσεως του θηλυκού οργασμού..."

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Το blues των ξενοδοχείων




Τα σεντόνια των ξενοδοχείων
ήταν
Είναι
και θα είναι
ένα καλοσιδερωμένο άσπρο πουκάμισο
όπου ξαπλωμένος νιώθεις ότι κωπηλατείς
πάνω στα τεντωμένα μανίκια του
που φαντάζουν σαν όχθες λίμνης
Τα δωμάτια των ξενοδοχείων
Ήταν
Είναι
Και θα είναι
Χώροι λευκοί με καφέ αντανακλάσεις επίπλων
Όπου καθώς μπαίνεις με τα μάτια κλειστά
Μπορείς να προβλέψεις το καθετί
Καμία έκπληξη, καμία προσδοκία.
Γεμάτα με ανταύγειες διάφανων φωτιστικών
Ποτέ να μην φθάνουν, να μην αρκούν.
Τα δωμάτια των ξενοδοχείων είναι ένα τίποτα
Γίνονται ότι είσαι εσύ
Άλλα γίνονται ανάσες
Άλλα ουρλιαχτά
Άλλα ροχαλητά
Άλλα βογκητά
Άλλα μουγγά κι άλλα πολύβοα και τρελά.
Τα κρεβάτια των ξενοδοχείων
Ήταν
Είναι
Και θα είναι
Πάντα κοντά
Κι ο ύπνος σ’αυτά ποτέ βαθύς
Ποτέ ικανός καθώς
προσπαθούν να γνωριστούν τα πόδια σου
και το κεφάλι σου με την απόσταση απ'τον τοίχο

Τα δωμάτια των ξενοδοχείων γίνονται
Ότι κι εσύ
Από μόνα τους δεν είναι τίποτα
Και δεν είναι τίποτα
Επειδή συνήθως είναι μόνα τους
Ή επειδή σε κεινα μένουν
Τόσοι
Και τόσοι
Διαφορετικοί
Ώσπου δεν προλαβαίνουν
Να γίνουν κάτι
Κάθε που γεμίζουν
Με κάποιο εσύ.

[moth-man].

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Ποίηση Πάντα Ποίηση, Μόνο Ποίηση: Νίκος Εγγονόπουλος



ο Μαθητευόμενος της Οδύνης

ξεκίνησε αυγή
-χαράματα-
να κλέψη
τ΄'αστρα
ξεκίνησε
νύχτα
και σκότωσε
όλα τα
όνειρα
αυτό το άγαλμα

-και μπλέχονταν
ως βάδιζε
τα γυμνά πόδια του
στους βάτους
και μάτωναν στ' αγκάθια

και τα ευγενικά ευλογημένα χέρια του
ίδια πουλιά της Άνοιξης χάιδευαν
τα γεράνια π'όνομάτιζε μια νύχτα αγάπης
και του παρθενικού ονειροκρίτη της
τις βαθειές πόρπες
και των βυζιών της τις κραυγές
τις κόκκινες
και τους κρυφούς
θυσάνους

μελωποιημένο από Πουλικάκο-Socos στο http://www.youtube.com/watch?v=2L617GT9weU&feature=related

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Προσωπογραφίες: Ουίλιαμ Μπάροουζ


αναδημοσίευση από το blog la vie est belle et facile
κείμενο-παρουσίαση Γ.Ι.Μπαμπασάκης.

Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ: Ο Παππούς Όλων Μας

Στη μνήμη του φίλου μου, Νίκου Μπαλή


Υπάρχουν επαναστάτες που από μόνοι τους αποτέλεσαν μιαν ολόκληρη Κεντρική Επιτροπή (κλασικό παράδειγμα: ο Γκυ Ντεμπόρ). Υπάρχουν συγγραφείς που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη σχολή (κλασικό παράδειγμα ο Μπόρχες). Υπάρχουν καλλιτέχνες που από μόνοι τους αποτέλεσαν ένα ολόκληρο κίνημα (κλασικό παράδειγμα: ο Μαρσέλ Ντυσάν). Υπάρχει μία προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή του Εικοστού Αιώνα που υπήρξε και τα τρία, και όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο: επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης, και, συνάμα, κεντρική επιτροπή, σχολή, κίνημα. Άκουγε στο όνομα Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Επηρέασε το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο, το ροκ. Ανακάτεψε την τράπουλα ξανά. Ανέτρεψε τα δεδομένα. Ήταν από εκείνους που δεν παίζουν με τους κανόνες αλλά τους αναδημιουργούν, τους επινοούν, και τους επιβάλλουν – όχι με τη βία, αλλά με μια σπάνια μειλιχιότητα, με μια καταλυτική και ακαταμάχητη ηδύτητα. Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ.

Και τι δεν ήταν; Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, λαμπρός φοιτητής, ένας απ’ τους γενάρχες του κινήματος των Μπιτ, ακούσιος φονιάς της συζύγου του, ποιητής, περιπλανώμενος, ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, αέναος πειραματιστής, ανατρεπτικός μελετητής της γλωσσικής λειτουργίας, εικαστικός καλλιτέχνης, και τόσα άλλα. Σωστά, πολύ σωστά, η ιέρεια του αμερικανικού πανκ, η Πάτι Σμιθ, λέει: «Ήταν ο παππούς όλων μας». Χώθηκε στο λαβύρινθο των τεχνητών παραδείσων αλλά δεν χάθηκε. Βρήκε την Αριάδνη του, το γράψιμο, και βγήκε από κει. Φαίνεται ότι για τα δημιουργικά πνεύματα ο λαβύρινθος της Τέχνης είναι πιο θελκτικός, πιο απαιτητικός, πιο περίπλοκος. Έως το θάνατό του, ο Ουίλιαμ Σιούαρντ, όπως και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο λατρεμένος του, παρέμεινε σ’ αυτόν το λαβύρινθο, στο Λαβύρινθο της Στρατιάς των Είκοσι Τεσσάρων Γραμμάτων. Αυτοί οι δύο Ουίλιαμ Σ. είχαν πολλά κοινά (να ποια θα ήταν η υπέρτατη φιλοφρόνηση για τον πρώτο Ουίλιαμ Σ. – μια τέτοια συσχέτιση με τον Μεγάλο Βάρδο θα τον έκανε πάντα ευτυχή). Το κυριότερο κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η επίγνωση ότι γράφοντας αλλάζουν την τάξη του κόσμου, κινούν τον κόσμο έστω κατά ένα εκατομμυριοστό της ίνστας, όπως έλεγε ένας άλλος ποιητής. Λιγότερο από ένα χρόνο προτού πάρει τα χειρόγραφά του παραμάσχαλα και πάει να συναντήσει στις Βιβλιοθήκες του Ουρανού τον Τζέιμς Τζόυς και τον Τζόζεφ Κόνραντ, ο συγγραφέας του «Τόπου των Νεκρών Δρόμων» σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ναι, για όλους εμάς της Συμμορίας Σαίξπηρ, το γράψιμο είναι αυτό ακριβώς: όχι μια φυγή από την πραγματικότητα, αλλά μια απόπειρα να αλλάζουμε την πραγματικότητα». Γι’ αυτό και ο Μπάροουζ δεν ακολούθησε πορεία γραμμική, προβλέψιμη, βατή. Αλλά τεθλασμένη, όλο ποιοτικά άλματα, γεμάτη απρόβλεπτα, με αλλεπάλληλους ελιγμούς και σχεδόν πολεμικού τύπου τακτικές και στρατηγικές. Ήταν κάτι πέρα από συγγραφέας, μολονότι θεωρούσε ύψιστη τιμή αυτό που είχε δηλώσει ο Μπέκετ για τον Μπάροουζ: «Ναι, είναι ένας συγγραφέας».

Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ ο Δεύτερος, γεννήθηκε στο Σαιντ Λούις του Μισούρι, στις 15 Φεβρουαρίου του 1914. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σ’ ένα παλιό τρίπατο τούβλινο σπίτι, με πρασιά στην πρόσοψη, με πίσω αυλή, με κήπο, μια μικρή λιμνούλα με ψάρια, αλλά και ανάμεσα στην αδιάκοπη ταραχή που προκαλούν οι αλλεπάλληλοι εφιάλτες και την μαγεία των καλών ονείρων που είναι, όπως ξέρουμε, «η αστρόσκονη της ύλης». Την ύστερη ωριμότητά του, και σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία του, στις «Πόλεις της κόκκινης Νύχτας» (εκδ. Απόπειρα, μτφρ. Νίκος Ρέγκας και Δημήτρης Κουμανιώτης), απολαμβάνουμε ένα πορτρέτο του μικρού Ουίλιαμ των αρχών του αιώνα: «Κανείς δεν τον ήθελε για πολύ, παρ’ όλο που ήταν ένα όμορφο αγόρι με ξανθά μαλλιά και τεράστια γαλάζια μάτια σαν βαθιές λίμνες. Έκανε τους ανθρώπους να μην αισθάνονται άνετα. Υπήρχε πάνω του μια νωθρή ζωώδης ηρεμία. Άνοιγε το στόμα του μονάχα για να απαντήσει σε μιαν ερώτηση ή για να εκφράσει μιαν ανάγκη. Η σιωπή του έμοιαζε να κρύβει μιαν απειλή ή μιαν επίκριση. Κι αυτό δεν άρεσε στους ανθρώπους».

Όπως πολλοί συγγραφείς που σέβονται τον εαυτό τους, ο Μπάροουζ επέδειξε από μικρός μιαν αδιαφορία για τις αθλήσεις, τα ομαδικά παιχνίδια, τους εφηβικούς κομπασμούς. Του άρεσε να παίζει σκάκι, του άρεσε να απομονώνεται, του άρεσε να διαβάζει. Και πάνω απ’ όλα ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Αντρέ Ζιντ, θα είναι απ’ τους πρώτους αγαπημένους του μάστορες του λόγου. Παρατηρούμε ότι κανένας δεν είναι Αμερικανός. Ήδη από τότε. Αλλά και αργότερα, ο Μπάροουζ, ένας συγγραφέας πάντα πρόθυμος να επιδαψιλεύσει φιλοφρονήσεις σε όσους καλλιτέχνες, φίλους και ανθρώπους εκτιμούσε, φρόντιζε να είναι στα γραπτά του παρόντες ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ζαν Ζενέ, ο Σάμιουελ Κόλεριτζ, ο Τόμας ντε Κουίνσι, και, κυρίως (και σχεδόν σε όλα του τα βιβλία) ο Μεγάλος Βάρδος, ο άλλος Ουίλιαμ Σ., ο Σαίξπηρ. Ελάχιστοι Αμερικανοί, συνήθως συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών ή επιστημονικής φαντασίας δευτεροκλασάτοι, αγνοημένοι, λησμονημένοι, εμφανίζονται στο έργο του Μπάροουζ. Μία εξαίρεση (αλλά τι εξαίρεση!): ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Πάπα Χεμ, ο απόλυτος Άνθρωπος και Συγγραφέας, η κολοσσιαία προσωπικότητα που στοιχειώνει το μυαλό κάθε άντρα που έπιασε κάποτε χαρτί και μολύβι αποφασίζοντας να αφιερώσει τη ζωή του στο γράψιμο.
Ο Μπάροουζ θα σπουδάσει φιλολογία στο Χάρβαρντ, όπου θα διακριθεί. Συνεχίζει με σπουδές ιατρικής στη Βιέννη, ενώ μετέπειτα θα παρακολουθήσει σεμινάρια εθνολογίας και αρχαιολογίας. Θα ταξιδέψει. Πολύ. Στην Ευρώπη. Στη Νότιο Αμερική. Στη Βόρειο Αφρική. Θα καταγράφει διαρκώς τις εμπειρίες του, σε σημειωματάρια που με τον καιρό έγιναν μικρά εικαστικά έργα και που έμελλε να αποτελέσουν πολλές φορές το πρώτο υλικό για τα πρωτότυπα αφηγήματά του. Και είναι μία από τις χαρακτηριστικές μεθόδους του: η καταγραφή όσων βλέπει σε συνδυασμό με την καταγραφή όσων αισθάνεται βαθιά μέσα του, και όσων συνειρμών διεξάγονται εκείνη την ώρα στον εγκέφαλό του. «Είμαι ένα όργανο καταγραφής», θα πει ο Μπάροουζ. «Ένας χαρτογράφος, ένας εξερευνητής των περιοχών της ψυχής, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του κυρίου Αλεξάντερ Τρόκκι, ένας κοσμοναύτης του εσωτερικού Διαστήματος».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Μπάροουζ θα συνδεθεί φιλικά με τους Άλεν Γκίνσμπεργκ και Τζακ Κέρουακ, με τους οποίους θα αποτελέσει τον αρχικό και κεντρικό πυρήνα της περιλάλητης Γενιάς Μπιτ, εκείνου του κινήματος που έμελλε να συγκλονίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αλλά και του 1960, όχι μόνο με τα έργα όσο με τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές που προπαγάνδιζαν αυτά τα έργα. Ο αντικομφορμισμός, η παραβίαση κάθε λογοτεχνικού κανόνα χάριν της ανεμπόδιστης έκρηξης των δημιουργικών δυνατοτήτων, η διαρκής περιπλάνηση από τόπο σε τόπο, ένας ιδιότυπος νομαδισμός, η λατρεία της τζαζ και ο εκθειασμός της παραβατικότητας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής αποτελούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά του κινήματος. Ο Μπάροουζ θα είναι η πιο σεβαστή προσωπικότητα ανάμεσα στους άλλους μπιτ συγγραφείς και ποιητές, ο αδιαφιλονίκητος αντι-ηγέτης και κρυφός καθοδηγητής τους.
Είναι γνωστές οι περιπέτειές του με την ηρωίνη, με την πρέζα ¬ και ίσως συζητημένες περισσότερο από το τόσο ακραία πρωτότυπο και αιχμηρά κριτικό έργο του. Τις παρακάμπτουμε, λοιπόν, λέγοντας απλώς ότι αποτέλεσαν κι αυτές μια πρώτη ύλη που χειρίστηκε με θαυμαστή μεθοδικότητα και διαύγεια. Έγραψε το «Junky» (1953), αυτήν την παγωμένη αναφορά στον εφιαλτικό κόσμο της βελόνας και της σιωπής, της γυμνότητας των αισθημάτων και των αλλεπάλληλων χειραψιών με τον θάνατο, της τεχνητής υπνοβασίας και της άλγεβρας της ανάγκης. «Χρειάζομαι την πρέζα για να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, για να ξυριστώ και να φάω πρωινό. Τη χρειάζομαι για να μείνω ζωντανός». Ταξιδεύει εν τω μεταξύ: στον χώρο αλλά και στον χρόνο, στους τόπους του πλανήτη αλλά και στα τοπία του πνεύματος. Νέα Ορλεάνη, Μεξικό, Ταγγέρη, Παναμάς, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού. Μια άτυχη, τραγική στιγμή: στο Μεξικό ο Μπάροουζ, παίζοντας τον Γουλιέλμο Τέλλο, στήνει ένα ποτήρι στο κεφάλι της γυναίκας του, της Τζόαν Βόλμερ Άνταμς, σημαδεύει και πυροβολεί• αλλά η σφαίρα δεν βρίσκει το ποτήρι. Ο συγγραφέας θα ταλαιπωρηθεί για λίγο στις φυλακές και στα ψυχιατρεία. Μετά θα απελαθεί.
Ο Μπάροουζ θα είναι πια ένα εκκεντρικό εκκρεμές, ένας οδοιπόρος και εξερευνητής, κινούμενος ανάμεσα σε κοσμοβριθείς μεγαλουπόλεις, ερήμους και ζούγκλες. Γράφει, γράφει και γράφει. Το αχανές, αταξινόμητο, χαοτικό υλικό θα λάβει, με τον καιρό, μορφή. Ο Τζακ Κέρουακ θα επιχειρήσει μια κρίσιμη τακτοποίηση όλων εκείνων των εκρηκτικών σελίδων και θα τους προσφέρει το όνομα που τις έκαναν τόσο γνωστές: «Naked Lunch». Δεν είναι άλλο από το εφιαλτικό, πρωτότυπο, εκρηκτικό μυθιστόρημα «Γυμνό γεύμα» (1959), που μόλις κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (εκδόσεις Απόπειρα, μτφρ. Γιώργος Γούτας, 2003). Ένα έργο τέχνης που αναγορεύτηκε σε οδόσημο της πρωτοπορίας του εικοστού αιώνα, εξίσου σημαντικό πια με το «Άσπρο Τετράγωνο σε Άσπρο Φόντο» του Καζιμίρ Μάλεβιτς, με τη σιωπή στη μουσική του Τζον Κέιτζ, με το μουστάκι στην Τζοκόντα του Μαρσέλ Ντυσάν, με το πειραματικό φιλμ χωρίς εικόνες «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ» του Γκυ Ντεμπόρ. Όπως θα έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, εδώ ο Μπάροουζ επιχειρεί «να γυμνάσει τη σκέψη σε απογύμνωση». Ο λόγος στο «Γυμνό Γεύμα» είναι φαινομενικά τραχύς, άμεσος, ωμός, ακαριαίος. Ο εφιάλτης είναι πάντα παρών, απαλλαγμένος από καρυκεύματα, γυμνός. Το χιούμορ αγγίζει τα όρια ενός αχαλίνωτου, αλλά μεθοδευμένου τελικά, σαδισμού. Ο Μπάροουζ εκθέτει φριχτά τις συνθήκες στις οποίες ζει ο σύγχρονος άνθρωπος. Τις εκθέτει με βάναυση ειλικρίνεια, με μιαν αμεσότητα που προκαλεί αλλεπάλληλα αφυπνιστικά σοκ. Τα ωμά γεγονότα περιγράφονται με ωμό τρόπο, απλώνονται στις σελίδες εντελώς γυμνά. Με έναν σχεδόν διεστραμμένο καταιγισμό αλλόκοτων εικόνων και περιστατικών, ο Μπάροουζ εξαπολύει το «κατηγορώ» του σε μια παραπαίουσα κουλτούρα και θέτει τα θεμέλια μιας διευρυμένης κοσμοαντίληψης που θέλει να καταργήσει τις πεπαλαιωμένες σχέσεις πνεύματος/σώματος, γλώσσας/επικοινωνίας, τέχνης/επιστήμης. Στο «Γυμνό Γεύμα» καταγγέλλονται ρητά οι υπερεξουσίες της ιατρικής, των αυταρχικών πολιτικών συστημάτων, της θρησκείας. Όπως και άλλα έργα του Μπάροουζ, αυτό το εμπρηστικό μυθιστόρημα είναι ένα θορυβώδες ελεγείο για τις χαμένες αξίες, μια αδυσώπητη καταγγελία για τα δεινά που σωρεύουν τα συστήματα ελέγχου και καταστολής, καθώς και μια προφητική δυστοπία.
Επί μία καθοριστική επταετία, ανάμεσα στο 1957 και το 1963, στρατηγείο του Μπάροουζ, και του κινήματος, θα είναι ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι, ένα τότε άσημο, ρυπαρό, φτωχικό αλλά φιλόξενο καταφύγιο κάθε λογής εκπατρισμένων, ημιπαράνομων, μποέμ, κακόφημων, ψευτοκαλλιτεχνών. Η Μαντάμ Ρασού, η ιδιοκτήτρια, έμεινε στην ιστορία για την ευγένεια, την ανεκτικότητα, και την καλοσύνη με την οποία περιποιόταν την διόλου αξιοπρεπή και μάλλον θορυβώδη πελατεία της. Το ξενοδοχείο έμεινε στην ιστορία ως The Beat Hotel. Βρισκόταν σ’ ένα πολύ όμορφο σοκάκι, στη rue Git-le-Coeur, κοντά στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, στο Pointe du Vert-Galant, στο Σηκουάνα. Εκεί θα συνεργαστεί με τον ιδιόρρυθμο συγγραφέα, ζωγράφο, καλλιγράφο και μουσικό Μπράιον Γκάιζιν, και θα επεξεργαστεί τις φημισμένες πια μεθόδους του cut-up και του fold-in.
Ακολουθούν οι γόνιμοι πειραματισμοί με τη μορφή ακριβώς για να μπορέσει να εκφρασθεί όπως αρμόζει το συνταρακτικό περιεχόμενο. Αρχίζουν να συντίθεται τα έργα εκείνα που είναι μυθιστορίες και συνάμα κοινωνιολογικές έρευνες, γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος της εποχής μας, αδιάλλακτα μανιφέστα εξέγερσης, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών, διεξοδικά δοκίμια πάνω στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, ο Μπάροουζ καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό αυτού του αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Και θα είναι αμείλικτος, οδηγώντας ενάντια στην Αρρώστια του Ελέγχου και του Συστήματος έναν πάνοπλο ουλαμό, ένα πειθαρχημένο «τσούρμο» που απαρτίζεται από το Χιούμορ και την Αγανάκτηση, την Ακρίβεια της Επιστήμης και το Πάθος της Τέχνης (όπως έλεγε, όχι και τόσο στα αστεία, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας), τη Συγγραφική Ιδιοφυΐα και την Τόλμη της Πρωτοτυπίας. Ο Μπάροουζ γράφει, γράφει και γράφει, γιατί ζει και ζει και ζει: «Απολυμαντής», «Το εισιτήριό του εξερράγη», «Νόβα εξπρές», «Η μαλακή μηχανή», «Ο Ρούζβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες», «Σε ποιον ανήκει η θανατηφόρος TV», «Η δουλειά», «Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς», «Τα άγρια αγόρια». Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η «Απόπειρα» και ο «Ελεύθερος Τύπος» κοινοποίησαν κάτω από όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες το έργο του Μπάροουζ στη χώρα μας. Και ότι την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν άρτια παθιασμένοι αναγνώστες του όπως ο μακαρίτης φίλος μας Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, ο Βασίλης Κιζήλος,
Ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα, όλο εξορίες, περιπλανήσεις, περιπέτειες, ο Μπάροουζ θα επιστρέψει στην Αμερική. Θα πίνει πολύ βότκα. Θα κάνει περιοδείες διαβάζοντας δημοσίως αποσπάσματα από το έργο του. Ανάμεσα στα 1974 και 1987 διάβασε σε μεγάλα ακροατήρια 150 φορές, αποκομίζοντας 75.000 δολάρια. Το 1977, διάβασε μαζί με τον θρυλικό Τένεσι Γουίλιαμς, τον συγγραφέα του «Λεωφορείον ο Πόθος». Το 1981, διάβασε μαζί με τον μαιτρ του θρίλερ, τον Στήβεν Κινγκ. Η μορφή του θα επηρεάζει ολοένα και περισσότερο το ροκ. Ήδη οι Beatles τον είχαν συμπεριλάβει στο εξώφυλλο του «Sergeant Pepper Lonely Hearts Club Band», ενός από τους πιο ξακουστούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής. Θα τον επισκέπτονται συχνά ο Φρανκ Ζάππα, ο Ντέιβιντ Μπερν, ο Ντέιβιντ Μπάουι, η Ντέμπι Χάρι (η φοβερή και τρομερή Μπλόντι), ο Ίγκι Ποπ, και, φυσικά, η Πάτι Σμιθ. Όλη η ενδιαφέρουσα σκηνή της Νέας Υόρκης θα πίνει νερό, κρασί, βότκα, τεκίλα και ουίσκι στ’ όνομά του!
Κι άλλοι θα έρθουν να τον συναντήσουν. Η Λόρι Άντερσον, η οποία θα συνεργαστεί με τον Μπάροουζ. Ο Τζον Κέιτζ, ο συνθέτης της πρωτοπορίας που εισήγαγε τη σιωπή στη μουσική. Ο «πάπας της ψυχεδέλειας» Τίμοθι Λήρυ. Ο μινιμαλιστής Φίλιπ Γκλας. Ο Μπάροουζ είναι πια ένας σταρ! Η περιλάλητη τηλεοπτική βεντέτα Λωρήν Χάτον θα τον παρουσιάσει σε ένα κοινό εκατό εκατομμυρίων θεατών. Θα πει ότι ο Ουίλιαμ Μπάροουζ είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Αμερικής. Και δεν είναι λίγο. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό.
Διάσημα πια ροκ και ηλεκτρονικά συγκροτήματα εμπνέονται από τον Μπάροουζ. Οι Soft Machine διαλέγουν τον όνομά τους από το μυθιστόρημά του με τον ίδιο τίτλο. Το κινηματογραφικό αριστούργημα της επιστημονικής φαντασίας «Blade Runner» παίρνει τον τίτλο του από ένα βιβλίο του. Η video art, το ηχητικό κολάζ της hip-hop και της electronica αντλούν από το έργο του Μπάροουζ πολλές θαυμάσιες στιγμές τους. Ο Κερτ Κομπέιν των Nirvana ηχογραφεί το «The Priest they call him», ένα εφιαλτικό σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, με τον Μπάροουζ να απαγγέλλει. Ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ τον καλεί να εμφανιστεί σε μια ταινία του. Ο Μπάροουζ και το έργο του είναι πια ένα και το αυτό.
Σε πρώτη φάση το έργο του αποτελεί διάγνωση της Μεγάλης Αρρώστιας του Αιώνα: έλεγχος, σύστημα, καταστολή, ΜΜΕ («η εικόνα είναι πρέζα», «παγκόσμια νάρκωση από τα εβδομαδιαία περιοδικά», «η τηλεόραση είναι θάνατος»)• ο ιός του Αουσβιτς, της Χιροσίμα, των γκούλαγκ πάντα παρών, πάντα απειλητικός. Σε μια δεύτερη φάση, ο Μπάροουζ προτείνει τρόπους καταπολέμησης της νόσου: διασάλευση των αισθήσεων, ψύχραιμη και μεθοδική απεμπλοκή από τη σκιά των συσχετισμών, από τα γρανάζια των συνειρμών που μας επιβάλλουν, από τη φοβία και τη φρίκη• ανταρτοπόλεμος στους κολοσσούς των ΜΜΕ, διασπορά ενθαρρυντικών ειδήσεων προς όσους επιμένουν να αντιστέκονται, απομάκρυνση από την κρύα ανάσα των καθημερινών θανάτων, «λύσις της συνεχείας του πνεύματος».
Παιδί και θραύσμα, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μπέκετ και τον Μπάλαρντ, της λυτρωτικής έκρηξης που προκάλεσε το «Finnegans Wake» του Τζέιμς Τζόυς, ο Μπάροουζ θα δοκιμάσει κάθε τέχνασμα προκειμένου να μιλήσει για τα δεινά που σαλεύουν φρικιαστικά στη χοάνη του αιώνα μας. Το Νταντά και ο Υπερρεαλισμός αποτελούν τις δύο άλλες καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε. Ο λησμονημένος (μάλλον ο άγνωστος) κόμης Αλφρεντ φον Κορζίμπσκι ¬ καταλυτικός πολέμιος της αριστοτελικής λογικής ¬ είναι πάντα η κρυφή αναφορά του. Ο Νίτσε και ο Γέρος του Βουνού, επίσης. Βαθιά ηθικός, όσο κι αν διασκεδάζει καταγράφοντας απτούς εφιάλτες, όσο κι αν μιλάει ολοένα για δυστοπίες, ο Μπάροουζ θα συνθέσει και το magnum opus του, την τριλογία «Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας», «Ο τόπος των νεκρών δρόμων» και «Western Lands», και δεν θα πάψει να πειραματίζεται με τη ζωή και την τέχνη. Δεν θα πάψει να αγαπάει τους φίλους του. Δεν θα πάψει να αγαπάει τις γάτες. Τα τελευταία του λόγια, χαραγμένα στο ημερολόγιό του, στις 30 Ιουλίου του 1997, δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκλονίζουν: «Τίποτα. Μήτε αρκετή σοφία, εμπειρία – τίποτα. Μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, μήτε Ύστατο Σατόρι, καμία τελική λύση. Μονάχα σύγκρουση. Το μόνο που μπορεί ν’ ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η Αγάπη. Η Αγάπη. Τι να ’ναι; Το πιο φυσικό παυσίπονο. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ».

ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

η συλλογή "μαραμπού" (Νίκος Καββαδίας 1933)


Τον Ιούνη του 1933, ο Νίκος Καββαδίας με δικά του έξοδα εκδίδει την πρώτη του συλλογή με τίτλο "ΜΑΡΑΜΠΟΥ". Είναι το όνομα ενός τροπικού πουλιού . Ο ποιητής διατήρησε σε όλη του τη ζωή αυτό το παρωνύμιο, που είχε διαλέξει από τα είκοσί του.


ΜΑΡΑΜΠΟΥ

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

"Πρωτοχρονιάτικο waltz"


Δίνουμε ραντεβού παραμονή πρωτοχρονιάς όχι κάπου συνηθισμένα, στην υπόγεια στοά στην Κηφισίας, στο ύψος του γηροκομείου. Μουσική δεν ξέρω αν θα έχει, δεν το έχουμε κανονίσει, ποτά όμως θα έχει, άφθονα.Ο καθένας θα φέρει και από ένα μπουκάλι, η συμφωνία μυστική.Δεν ξέρουμε ποιοι θα είμαστε μα ούτε και μας νοιάζει, ο Κώστας ο μπέμπης, Ο Αλμπέρτο ο Μποέμης, ο Στράτος της Μαρίας, η Κυριακή.....Το πάρτι αρχίζει αυθόρμητα και κάπως αμήχανα, νιώθεις περίεργα, ο χώρος, το ετερόκλητο πλήθος, δεν είμαστε συνηθισμένοι σε κάτι τέτοιο, δοκιμάζεται για πολλούς και η αισθητική τους. Με λίγο ποτό θα λυθούν όλα. Πράγματι οι γνωριμίες αρχίζουν,τα πρώτα φλερτ σχεδιάζονται, οι πρώτες αυτοσχέδιες ιδέες για το πως θα κυλήσει η βραδιά αρχίζουν να φαίνονται. Εδώ δεν υπάρχει κάποιος να μας βάζει ποτά ή μουσική, η έμπνευση, ο αυθορμητισμός και η δημιουργικότητα του καθενός και όλων δίνει φως και χρώμα στους γκρι τοίχους της βραδιάς που είναι διακοσμημένοι με πίνακες του Σώτου και κολάζ της Αγγελικής. Αυτοσχέδιοι χωροί ξεπηδούν, τη μουσική μπορεί να μην την ακούς αλλά την αισθάνεσαι, νιώθεις το soundtrack της βραδιάς να παίζεται, για τον καθένα ξεχωριστά, για τον καθένα άλλο.Εγώ παρατηρώ μαγεμένος σε μια γωνιά, έχω σταμπάρει μία, θα δείξει. Μονολογώ la vie est belle et facile, τρέχω να το πω στη Μαίρη που τη βλέπω λίγο θλιμμένη.Πιο κάτω βλέπω τη Μαρία να χορεύει με έναν άστεγο, την παρέα του Γιώργου να διαγωνίζεται στο ποτό, τον Κώστα να ψήνει την Γιώτα, το Θάνο και τον Κώστα να χορεύουν με ένα ραδιοφωνάκι στο χέρι, η Δήμητρα να σημειώνει κάτι στο μπλοκάκι της. Όλα κυλούσαν όμορφα εκείνη τη βραδιά σου δινόταν η αίσθηση ότι κάτι νέο θα έβγαινε, κάτι διαφορετικό θα συνέβαινε στις καρδιές μας και θα ξυπνάγαμε αλλιώτικοι, μαγεμένοι. Πόσο θα κρατούσε αυτό δεν μπορούσα να φανταστώ. ‘ευτυχισμένο το νέο έτος’!, ‘καλή χρονιά’! άλλοι αντάλλαξαν ευχές, άλλοι ματιές, άλλοι καρδιές, άλλοι βλέμματα ανεκπλήρωτων επιθυμιών άλλοι φιλιά, άλλοι απλές χειραψίες. Ήταν ωραίο να το ζούσες.

[moth-man].

Κατερίνα Γώγου


Η Κατερίνα Γώγου έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι "ποιητές" έκαναν δημόσιες σχέσεις. Πάνω από όλα ήταν η ίδια ποίηση. Ανάμεσα σε χάπια, ποτά, σβησμένα τσιγάρα, φτωχογειτονιές, προδοσίες...
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Από μικρή δούλεψε σαν ηθοποιός στο θέατρο και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φίλμς. Το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα ήταν το "Τρία κλικ αριστερά" και βγήκε το 1978. Έβγαλε επίσης τα βιβλία "Ιδιώνυμο"(1980)," Το ξύλινο παλτό"(1982)," Απόντες"(1986)," Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών"(1988). Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και κλίκες και γι΄αυτό σπάνια θα δείτε να αναφέρονται σε αυτήν στα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Αυτοκτόνησε το 1993 με χάπια σε ηλικία 53 χρονών...
(πηγη: /www.sarantakos.com/kibwtos/gogou.htm)

Ποιήματα

25 ΜΑΪΟΥ

Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ' άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας "φασίστες!!"
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ' ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ' ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
"έτσι" "αόριστα"
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.


Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστό στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...


Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.
θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και
οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε
φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε
πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε;





Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Στέρεο Νόβα : 6:00 π.μ.

Εδώ στέκομαι, σ' αυτή τη σιωπή
με μάτια ανοιχτά στα παράσιτα
έξι η ώρα τα χαράματα
ο εγωισμός μου δεν περνάει
όταν ένας άντρας ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο
παγωμένος
απλώνει το χέρι στο τίποτα
είναι η τελευταία άκρη απ' το σχεδιάγραμμα της οικονομίας
καθώς το πρώτο φως της μέρας απ' τα μάτια του ανατέλλει
κι αυτός δεν το ξέρει ότι μυρίζει άσχημα γιατί η ζωή είναι βρώμικη
μας χωρίζει ένα μέτρο κι αυτός ο αέρας που ξεφυλλίζει ένα πεταμένο περιοδικό
τα τέσσερα πρώτα μανεκέν που έφτασαν στις διαμαντένιες πύλες του παραδείσου
ξημερώνει και κανείς δε θέλει να το καταλάβει
ο θάνατος ενός πολίτη ξεκινάει από τα όνειρα του ΛΟΤΤΟ
κι ύστερα παίζει με τα κανάλια της τηλεόρασης
κι εκπαιδεύει τα παιδιά του πώς να γελούν με την τεχνική του ζάπινγκ
σπόνσορας αυτής της αθλιότητας ένα μεγάλο αυτοκίνητο
απομακρύνει τον έλεγχο πάνω απ' τις ανθρώπινες μάζες
κουλτούρα του γρήγορου φαγητού
έξι και πέντε λεπτά
η τέλεια κοινωνία εμποδίστηκε απ' τους καριερίστες και τους καιροσκόπους
μας χωρίζουν δυο βήματα
θα 'θελα να του μιλήσω μα ξέρω πως δε θα με καταλάβει
όλη νύχτα έμεινα έξω
πόσες φορές δεν έκανα το ίδιο πράγμα
με διαφορετικά ρούχα, με τα ίδια, και χωρίς
γιατί πίστευα πως τα μάτια σου είναι τα φώτα για ένα διαφορετικό κόσμο
ο μύθος της διασταύρωσης
κάποιος περνάει, άλλος μένει, κάποιος φεύγει
δρομολόγια προς κάθε κατεύθυνση
κι ένας ακόμη, φάντασμα μιας σκοτεινής κοινωνίας
χάνεται στους σκελετούς των νέων οικοδομών
τώρα το ξέρω πιο καλά πως δεν ήταν εύκολο
μέσα σ' εκείνο το πλάτος που αγκαλιάζει τις ακρότητες να επιβιώσεις
να γνέψω καταφατικά στο συμβιβασμό
ή να επιστρέψω οριστικά στον εαυτό μου;
χιλιάδες πόδια κάτω απ' αυτό τον ασπρόμαυρο ουρανό
έξι και [δέκα είναι] λεπτά
αυτό που με συνδέει μ' αυτόν τον πεταμένο άνθρωπο,
είναι η θνησιμότητα, η απόκρουση και το έλεος
τα τρία στοιχεία που με κάνουν να χαζεύω
τ' ασημένια αεροπλάνα στον παγωμένο ουρανό
περιμένοντας το πρώτο τρένο να ξεκινήσει απ' την αφετηρία

Ελεύθερος στην πλατεία Μαβίλη



Η συνήθεια που λατρεύω: να
γυρνώ στα μπαρ της πόλης.

Ξεκινάς με ένα Bombay σκέτο στο MG, dry martini στο Flower’s

και μετά ένα σφηνάκι λευκή τεκίλα στο Μπρίκι που είναι πάντα γεμάτο.

Το κ ε φ ά λ ι

σου

αρχίζει να στροφάρει ηδονικά, οι σκέψεις να μπλέκονται με τα συναισθήματα.

Φεύγεις από κει. Είσαι εντάξει.

Μια Corona στο Λωράς για να δέσει το στομάχι. Και μετά άλλη μία μπίρα. Και μετά.....
Μία νέα γνωριμία ή ένας ωραίος βαθύς ύπνος.

Προσπαθώντας για μια στιγμή

Να γίνεις Μπουκόφσκι ψιθυρίζοντας Nick Cave

να νίωσεις πως μπορείς να σωθείς για μια στιγμή και την άλλη να τα

χάσεις όλα, να διαψευσθείς.

Να τα ζήσεις όλα με ένα ελαφρύ χαμόγελο κουμπωμένο στα χείλη και η μουσική να

αγριεύει. Ο χορός να γίνεται κυκλικός.

Όλη η ζωή χάμω τώρα, όλη σου η ζωή πάνω σε μία ξύλινη μπάρα

και στα όρθια ξύλινα σκαμπό

όπου κάποια γυναίκα θα κάθεται, και θα φαντασιώνεσαι μαζί της,

θα τη γνωρίσεις ή όχι, θα κάνετε έρωτα ή όχι.

Τίποτα δεν έχει απόλυτη σημασία.

[moth-man].

"Τέχνες και Γράμματα" της Καθημερινής

Δεν μάθαμε να τ’ αγαπάμε...
Μιλούν τέσσερις επιστήμονες, που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους
στην προστασία των μνημείων
Της Μαργαριτας Πουρναρα

Η δεξίωση στο θωρηκτό Αβέρωφ συζητήθηκε πολύ. Θα προστεθεί σε ένα μακρύ κατάλογο προκλητικών εκδηλώσεων σε ιστορικούς χώρους που εμπλουτίζεται κάθε τόσο: από τη Ζωή Λάσκαρη που φωτογραφήθηκε γυμνή στους ιερούς λέοντες της Δήλου, το 1985, ώς τη λουσάτη Τζένιφερ Λόπεζ που απαθανατίστηκε, το 2008, στον Παρθενώνα, «διαφημίζοντας» τη χώρα.

Η κρίση αξιών που μετατρέπει τα παλαιά αλλά και τα νεότερα μνημεία μας σε αριστοκρατικά «σκηνικά» για κοσμικές φωτογραφίσεις συμπίπτει με την οικονομική ύφεση. Η κρίση αναγκάζει το ελληνικό κράτος να βρει εναλλακτικούς οικονομικούς πόρους για τη δαπανηρή συντήρησή τους. Ετσι, διαμορφώνεται μια δύσκολη κατάσταση. Οι αρμόδιοι των χώρων αυτών θα πιέζονται να κάνουν παραχωρήσεις για σοβαρά χρηματικά ανταλλάγματα υπό την απειλή ότι η πολιτεία δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους.

Το μεγαλύτερο βάρος επωμίζεται συνήθως το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει κατά περίπτωση, χωρίς ξεκάθαρα κριτήρια. Σταχυολογούμε παραδείγματα από το παρελθόν: παραχώρησε τη Στοά του Αττάλου στη Vodafone, αλλά αρνήθηκε να δώσει τον χώρο στάθμευσης δίπλα στον ναό του Σουνίου στην BMW για τη φωτογράφιση των νέων της μοντέλων. Ζήτησε 100.000 ευρώ από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας και 50.000 από την αυτοκινητοβιομηχανία, ενώ έδωσε δωρεάν το Σούνιο στο Ιδρυμα «Ανδρέας Παπανδρέου» (που δεν είναι κρατικός φορέας) για συναυλία και ομιλία του τότε Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ.

Το ΚΑΣ αρνήθηκε να δώσει το Ηρώδειο στον σχεδιαστή μόδας Κάλβιν Κλάιν το 1998, αλλά κάθε καλοκαίρι γίνεται ολόκληρη συζήτηση για το αν θα πρέπει να τραγουδούν εκεί λαϊκοί αοιδοί. Ζήτησε το σενάριο της νέας ταινίας του Ζαν Λικ Γκοντάρ για να του δώσει άδεια να κινηματογραφήσει στην Ακρόπολη, γεγονός που τον απέτρεψε από το να το κάνει, ενώ έδωσε το ελεύθερο στη Νία Βαρντάλος για την ταινία «Ερωτας α λα ελληνικά», που ήταν δυσφημιστική για την Ελλάδα.

Η μοίρα των νεώτερων μνημείων δεν είναι καλύτερη. Η εθνική τηλεοπτική σταρ Ρούλα Κορομηλά έκανε εκπομπές με επιδείξεις εσωρούχων στο Δημαρχιακό Mέγαρο του αρχιτέκτονα Τσίλερ στην Ερμούπολη της Σύρου, με τις ευλογίες των τοπικών αρχών. Πασαρέλα είχε στηθεί και μπροστά στην είσοδο του Πανεπιστημίου, το υπέροχο κτίριο του Χριστιανού Χάνσεν, στα τέλη του '90 με τα μοντέλα να ξεκινούν από τους κίονες για να καταλήξουν στους ανδριάντες του Κοραή και του Καποδίστρια. Η Ελένη Μενεγάκη είχε κάνει τη βόλτα της από το θωρηκτό Αβέρωφ για παρουσίαση τηλεοπτικής εκπομπής.

Η «Κ» ανοίγει τον φάκελο της χρήσης των μνημείων, μιλώντας με τέσσερις ειδικούς που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην προστασία τους: τον ακαδημαϊκό και γεν. γραμματέα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Βασίλη Πετράκο, τον γνωστό αρχαιολόγο καθηγητή Χρίστο Ντούμα, τον καθηγητή του ΕΜΠ Χαράλαμπο Μπούρα, που εργάζεται επί 50 ολόκληρα χρόνια στον τομέα των αναστηλώσεων και είναι πρόεδρος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως, καθώς και τον πολύπειρο αναστηλωτή του Παρθενώνα, αναπληρωτή καθηγητή του ΕΜΠ Μανώλη Κορρέ.

Ολοι τους συμφωνούν σε κάτι: οι Ελληνες έχουν «ρητορική» σχέση με τα μνημεία. Τα σέβονται μόνο κατ' όνομα, τα χρησιμοποιούν για να αισθανθούν μια κενή περιεχομένου εθνική ανωτερότητα χωρίς ουσιαστική γνώση της Iστορίας, επικαλούνται λόγους προστασίας τους με ιδιοτελή κίνητρα (π. χ. να μη χτίσει ο γείτονάς τους), τα θεωρούν τμήμα του απαξιωμένου δημόσιου χώρου. Την ίδια ώρα που καμαρώνουν γι' αυτά, σβήνουν τα τσιγάρα τους και κολλούν τσίχλες πάνω στα πεντελικά μάρμαρα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα συνεργεία καθαρισμού έβγαλαν 27 κιλά τσίχλας από το Ηρώδειο το 2007.

Βασίλης Πετράκος

Πετάγονται στα άχρηστα οι αξίες μας

Η γενική αρχή είναι ότι τα μνημεία μας παραμένουν εκτός εμπορικών χρήσεων διότι είναι έργα των προγόνων μας και κατάλοιπα της τέχνης τους. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφασίζει κατά περίπτωση όταν υπάρχει αίτηση χρήσης κάποιου αρχαίου μνημείου, ανάλογα με τις πιέσεις που ασκούνται κάθε φορά από το κομματικό συμφέρον.

Η αφορμή του «Αβέρωφ» επαναφέρει ένα θέμα που έχει ξεκινήσει στο μακρινό παρελθόν. Το 1854 στον αποκλεισμό της Αθήνας, ο στρατηγός Καλλέργης παρέθεσε γεύμα με ξένους αξιωματικούς. Ο Παρθενώνας δεν έπαθε τίποτα, η ιδέα του, όμως, προσβλήθηκε στα μάτια του κόσμου. Τα κτίσματα δεν παθαίνουν τίποτα, οι αξίες μας, όμως, πλήττονται, παραμερίζονται και πετάγονται στα άχρηστα, διότι τα μνημεία ενσαρκώνουν τις αντιλήψεις των πολιτών για τον τόπο και την ιστορία του. Αντιστοίχως το πλοίο δεν είχε φθορά από τη δεξίωση. Ομως, επλήγη η ιδέα της νίκης στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Πιστεύω ότι τόσο τα αρχαία όσο και τα νεότερα μνημεία δεν πρέπει να παραχωρούνται εκτός κι αν είναι για κάποια χρήση που ταιριάζει απόλυτα για τη φυσιογνωμία τους. Οσοι επικαλούνται την κρίση και την έλλειψη πόρων για τη συντήρησή τους μιλούν εκ του πονηρού. Αν γινόταν σωστή διαχείριση των πόρων που προέρχονται από τα εισιτήρια, δεν θα είχαμε πρόβλημα. Τα αποθεματικά του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων λεηλατήθηκαν και τα λεφτά κατέληξαν σε λάθος σκοπούς, σε φεστιβάλ κ. ο. κ.

Ας πάμε, όμως, στην ουσία του θέματος. Οι Ελληνες ούτε συμπάθησαν ούτε εκτίμησαν τα μνημεία τους, είτε είναι πέτρες είτε είναι έργα πνεύματος και λόγου. Προϋποθέτει γνώση που δεν παρείχε η εκπαίδευση στην Ελλάδα, σίγουρα όχι τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν μπαίνει η σωστή βάση στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Το πανεπιστήμιο και τα μεταπτυχιακά δεν φτιάχνουν ανθρώπους με συνείδηση, αλλά καλούς επαγγελματίες.

Χρίστος Ντούμας

Ελλειψη πολιτικής και παιδείας

Οντως υπάρχει σύγχυση για το πότε και το πώς παραχωρούνται τα μνημεία μας. Αυτό δείχνει έλλειψη πολιτικής και παιδείας. Η στάση μας είναι έρμαιο των γούστων της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και της εκπαιδευτικής παρακμής. Σας μεταφέρω ένα περιστατικό από τη Σαντορίνη. Με αφορμή τα 30 χρόνια των ανασκαφών στο Ακρωτήρι, διοργανώσαμε πολλές επισκέψεις ντόπιων σχολείων και κάναμε τρίωρες ξεναγήσεις. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που συνόδευαν τα παιδιά, δεν μπήκαν μέσα γιατί βαριόντουσαν. Πώς θα διδάξουν τον σεβασμό στους προγόνους και στα έργα τους;

Τα τελευταία χρόνια, στην ελληνική κοινωνία κυριαρχεί η λαμογιά. Ολα αποκτούν περιθώριο εκμετάλλευσης και κέρδους, ακόμα και τα μνημεία μας. Ο χώρος του πολιτισμού δεν έχει μείνει μακριά από τα σκάνδαλα που μαστίζουν την Ελλάδα. Η Siemens γέμισε τα ελληνικά μουσεία με μηχανήματα οθόνης αφής για πληροφοριακό υλικό που δεν δούλεψαν ποτέ. Οι συμπατριώτες μας στέκουν ανάξιοι κληρονόμοι της ιστορίας μας. Θα το παίξουν Ελληνάρες και θα λένε για τους ξένους ότι, όταν εμείς φτιάξαμε τον Παρθενώνα, αυτοί σκαρφάλωναν στα δέντρα, άσχετα αν δεν έχουν πατήσει ποτέ στον Ιερό Βράχο. Θα χρησιμοποιήσουν την αρχαία κληρονομιά κατά τρόπο ιδιοτελή. Πόσες φορές έχουμε δει κάποιους να καταγγέλλουν τον γείτονά τους επειδή βρέθηκαν αρχαία όταν έχουν καταστρέψει ό,τι βρήκαν οι ίδιοι;

Οι Ελληνες έχουν μια αφηρημένη ιδέα για τα μνημεία ακόμα και όταν τα επισκέπτονται. Νομίζετε ότι οι θεατές του Ηρωδείου ξέρουν σε τι μάρμαρα κάθονται; Πρέπει τα θεατρικά και μουσικά προγράμματα που μοιράζονται στην είσοδο να αναφέρουν ορισμένα πράγματα για την ιστορία του, μερικές γραμμές έστω. Αν στο μέλλον δεν έχουμε λεφτά να συντηρούμε τα μνημεία, για να είναι στην κατάσταση που τους αρμόζει, είτε να τα κλείσουμε είτε να διπλασιάσουμε το εισιτήριο, αλλά όχι να εκπορνεύσουμε την ίδια μας την ιστορία με ανάρμοστη χρήση.

Χαράλαμπος Μπούρας

Να τονώσουμε τις χορηγίες

Τα μνημεία στην Ελλάδα έχουν ιστορική, καλλιτεχνική και συναισθηματική αξία· το καθένα αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση. Η γαμήλια δεξίωση στο θωρηκτό δεν προκάλεσε φθορές, αλλά ήταν επιβλαβής για τη συναισθηματική και την ιστορική αξία του πλοίου. Από την άλλη, μπορεί η Επίδαυρος να παραχωρηθεί σε κορυφαίο σκηνοθέτη με τους καλύτερους ηθοποιούς στον κόσμο, αλλά ο κίνδυνος πρόκλησης ζημιών από το κοινό ή από τους συντελεστές παραμένει.

Είμαι αντίθετος στο αλισβερίσι για την εμπορική χρήση των μνημείων ή των μουσείων. Πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να τονώσουμε τη χορηγία και τις δωρεές, διότι διαφορετικά θα βρεθούμε σε πολύ δυσχερή θέση στο μέλλον. Με το έλλειμμα παιδείας που μας διακρίνει και τα πολύ κακά πρότυπα που αναδεικνύονται από τα ΜΜΕ και τη διαφήμιση, θα δεχόμαστε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις για ανάρμοστου χαρακτήρα χρήσεις.

Δεν σας κρύβω και την ανησυχία μου για το τι επίδραση θα έχει το σχέδιο Καλλικράτης στο θέμα της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς. Ξαφνικά γίνονται παντοδύναμοι οι περιφερειάρχες, που δεν είναι βέβαιο πως πάντα έχουν τη σύνεση και τη γνώση για να συμβάλλουν στον σωστό προγραμματισμό της συντήρησης των σημαντικών αρχαιολογικών χώρων σε όλη την Ελλάδα.

Δυστυχώς, οι Ελληνες βλέπουν τα μνημεία με τρόπο ρητορικό, όχι ουσιαστικό. Νομίζουν ότι σέβονται την άυλη υπόστασή τους, αλλά την ίδια ώρα μπορεί να κολλήσουν μια τσίχλα στο πεντελικό μάρμαρο του 5ου αιώνα. Πώς όμως μπορούν να αντιληφθούν την τεράστια σημασία τους όταν το παρελθόν μας δεν διδάσκεται σωστά και η ιστορία της τέχνης απουσιάζει από τα σχολεία;

Αυτό δυστυχώς δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται πολιτική βούληση, συνέπεια και πρόγραμμα δεκαετιών, για να φτάσει μια μέρα ο ίδιος ο λαός να προστατεύει τα μνημεία μας.

Μανώλης Κορρές

Οχι στις εμπορικές χρήσεις

Ο ελληνικός αρχαιολογικός νόμος είναι σαφής και προστατεύει επαρκώς την κληρονομιά μας. Αν ψάξετε θα διαπιστώσετε ότι είναι λίγες οι περιπτώσεις που παραχωρήθηκαν τα μνημεία σε λάθος χέρια. Οι αποφάσεις παίρνονται από επιτροπές και πολλές φορές η πολιτική ηγεσία έχει πλανηθεί ή θεωρεί κακώς ότι με αυτόν τον τρόπο θα προβληθεί το ίδιο το μνημείο ή η ιστορία μας, ακόμα και η χώρα ως τουριστικό προϊόν. Ενδεχομένως στο μέλλον οι αρχαιολογικές υπηρεσίες να αντιμετωπίσουν εντονότερα θέματα πόρων. Χρήματα όμως μπορούν να βρεθούν, αν καλλιεργήσουμε περισσότερο το πνεύμα της χορηγίας, που είναι συμβατό με την ιδέα της δημοκρατίας μας. Να υπάρξει άμιλλα μεταξύ των χορηγών όπως και στην αρχαιότητα.

Είμαι κάθετα αντίθετος στις εμπορικές χρήσεις των μνημείων μας και πάντα νιώθω δέος μπροστά τους. Οσα χρόνια εργάστηκα στην Ακρόπολη, ακόμα και όταν ήμουν κατάκοπος, δεν ακούμπησα ποτέ το σώμα μου σε τοίχο ούτε κάθισα σε αρχαίο μάρμαρο. Υπήρχαν πολλές ώρες που ήμουν ολομόναχος εκεί, αλλά το θεωρούσα ντροπή. Δεν αντιμετωπίζω τα μνημεία ως αρχαία λείψανα. Οι άνθρωποι που σβήνουν τις γόπες τους πάνω σε αρχαία σπαράγματα, είναι εκείνοι που πετούν σκουπίδια έξω από τα παράθυρα του αυτοκινήτου τους και δεν έχουν κανένα σεβασμό για το περιβάλλον. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τα μνημεία μας δεν είναι αποκομμένος από την καθημερινότητά μας ως πολιτών αυτής της χώρας. Είναι η προέκταση της συμπεριφοράς μας στον δημόσιο χώρο, που είναι τόσο απαξιωμένος.

Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι όσοι νόμοι, μέτρα ή παρεμβάσεις και αν υπάρξουν (π.χ. ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων) δεν επαρκούν και δεν μας βοηθούν να αντιληφθούμε ότι τα μνημεία μας δεν ανήκουν ούτε σε μια γενιά ούτε σε μια ομάδα ανθρώπων. Με την καταστολή δεν ριζώνει αυτή η συνείδηση, μόνο με την παιδεία.

Joan Miró i Ferrá, 20 Απριλίου 1893 – 25 Δεκεμβρίου 1983




Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Κένεθ Ρέξροθ

θεωρείται πατέρας του κινήματος των Μπήτνικς, αλλά και ο πρώτος Αμερικανός ντανταϊστής.

Ο Κένεθ Ρεξροθ (1905-1982), ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος, που εμφανίζεται και στο βιβλίο του Τζακ Κέρουακ, TheDharmaBums, ως ο εντυπωσιακός χαρακτήρας Reinhold Cacoethes, θεωρείται σήμερα επίσημα πατέρας του κινήματος των μπήτνικς. Η λεγόμενη Beat Generation είναι μια γενιά Αμερικανών συγγραφέων που δημιούργησαν κίνημα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του περιθωριακού στην αρχή κινήματος ήταν η απόρριψη των κυρίαρχων αξιών του κόσμου, ο πειραματισμός με το σεξ και τα ναρκωτικά και ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τις Ανατολικές θρησκείες. Οι μπήτνικς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα απόκτησαν μεγάλη φήμη, ήταν ηδονιστές μποέμ που εξυμνούσαν την ανυπακοή, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα. Κεντρικό πρόσωπο ήταν ο Κενεθ Ρέξροθ, ποιητής που λάτρευε τη μουσική τζαζ, ο πρώτος Αμερικανός που έκανε γνωστά τα γιαπωνέζικα χαϊκού στην Αμερική, ένας λόγιος που διατηρούσε για χρόνια αλληλογραφία με τον Έζρα Πάουντ.

Ο Ρέξροθ ταξίδεψε πολύ από πολύ μικρός, φημολογείται ότι είναι ο εφευρέτης του ώτο στοπ και ενώ έμεινε μόνο μια βδομάδα στο Παρίσι, κατάφερε να συναντήσει τον Τριστάν Τζαρά και κάποιους σουρρεαλιστές. Δημιούργησε την πρώτη ομάδα Αμερικανών ντανταϊστών στο Σικάγο, έγραψε ποίηση, κριτικές λογοτεχνίας και δοκίμια τα οποία αφήνουν να διαφανεί ο αναρχισμός του (όταν ήταν νέος, στο Σικάγο, ήταν ενεργό μέλος της οργάνωσης IWW, Industrial Workers of the World, που ήθελε την κατάργηση της “μισθωτής σκλαβιάς”) και οι μεγάλες γνώσεις του πάνω στις ανατολικές θρησκείες. Τα ποιήματά του ήταν κυρίως ερωτικά και τα λάτρεψαν καλλιτέχνες της ροκ όπως οι Μπήτλς, ο Μπομπ Ντύλαν, ο Τζιμ Μόρισον, ο Λου Ρηντ και η Πάτι Σμιθ. Οι πολιτικές ιδέες του θυμίζουν αρκετά αυτές του Γκυ Ντεμπόρ.

Στον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο αρνήθηκε να πιάσει όπλο στα χέρια του και να υπηρετήσει στο στρατό και δήλωσε αντιρρησίας συνείδησης. Θεωρείται τελικά ως ο πατέρας των μπήτνικς, επειδή, ως ηγετικό μέλος του καλλιτεχνικού κινήματος Αναγέννηση του Σαν Φρανσίσκο, οργάνωσε εκδηλώσεις και παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια τους μπήτνικ ποιητές το 1955. Υπήρξε επίσης μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη ενάντια στα ποιήματα του Γκίνσμπεργκ. Δούλεψε για πολλά χρόνια στο ραδιόφωνο και ότι είχε γίνει ιδιαίτερα διάσημος επειδή ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που εξύβρισε ποτέ δημόσια τον γερουσιαστή Μακάρθι. Τον είχε αποκαλέσει δημόσια απατεώνα και ομοφυλόφιλο…

Ο Ρέξροθ, αισθανόταν ότι επαναλήφθηκε, μετά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο, το ίδιο πράγμα που είχε γίνει και μετά τον Ά παγκόσμιο, μεγάλη μερίδα της νεολαίας αηδίαζε από τον πόλεμο και στρεφόταν σε ακραία κριτική του πολιτικού συστήματος, και των ιδεολογιών που τον υποστήριζαν. Ο Ρέξροθ θεωρούσε ότι το μήνυμα των Μπήτνικς ήταν πρώτα απ’ όλα αντιπολεμικό, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Ντανταϊσμό. Αξίζει να αναφέρθει ότι ήταν άτομο που δεν επιθυμούσε τη δημοσιότητα όσο ζούσε και ότι ήταν από τους λίγους που επισκέφτηκαν τους Σάκο και Βαντσέτι στη φυλακή. Έγραψε κι ένα ποίημα προς τιμήν τους. Άλλοι καλλιτέχνες που εκτίμησαν πολύ τον Ρέξροθ, είναι οι Τομ Γουέιτς, Ίγκυ Ποπ και οι Ramones. Τελικά, δεν γλίτωσε τη δημοσιότητα, μετά θάνατον.

Ποιήματα

Για μία μασέζ και μία πόρνη

Κανείς δεν ξέρει πια τι είναι η αγάπη

Κανείς δεν ξέρει στο Θεό τι συνέβη

Μετά τα μεσάνυχτα οι αδελφές και οι λεσβίες

ξεχύνονται στους δρόμους των παλιών μπουρδέλων

σαν σπειροχαίτες σε ένα ηλίθιο μυαλό.

Οι απατεώνες χάθηκαν όλοι από την πόλη.

Θυμάμαι τις ώρες που πέρασα μιλώντας

μαζί σου για τις ηλιθιότητες

ενός κόσμου που καταρρέει και τις κτηνωδίες

της ράτσας μου και της δικής σου,

ενώ οι άρρωστοι, οι ανώμαλοι, οι κακομούτσουνοι,

ήρθαν κι έφυγαν, κι εσύ τους τακτοποίησες

και τους έδωσες να καταλάβουν,

και τους ξαπόστειλες με λίγη αίσθηση

ηλεκτρικής ζωής από τα ακροδάχτυλά σου.

Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει το γλυκό σου κορμί?

Ή τα γαλήνια ευγενικά σου αισθήματα,

ή τον χαμογελαστό σου έρωτα?

Υποθέτω πως το άγγιγμά σου κράτησε πολλούς άνδρες

όσο ήταν δυνατό στα συγκαλά τους.

Κάθε ώρα όλο και λιγοστεύει τούτο το άγγιγμα στον κόσμο.


ταξιδιώτες στο Έρεγουον

Ανοίγεις το

φόρεμά σου πάνω στο σκονισμένο

κρεβάτι που κανείς

δεν κοιμήθηκε για χρόνια

μία κουκουβάγια βογγά πάνω στη στέγη

λες

αγάπη

αγάπη μου

στο σκονισμένο φως της παλιάς

λάμπας πετρελαίου οι ώμοι

η κοιλιά τα στήθη οι γλουτοί σου

μοιάζουν με άνθη ροδακινιάς

θεόρατα άστρα πολύ μακριά πολύ ξέχωρα

έξω απ΄το σπασμένο παραθυρόφυλλο

πελώρια αθάνατα ζώα

κάθε ζώο ένα μάτι

κοιτάζουν

ανοίγεις το κορμί σου

δεν έχει τέλος η νύχτα

δεν έχει τέλος το δάσος

σπίτι μια ζωή παρατημένο

μέσα στο δάσος μέσα στη νύχτα

δεν θα έρθει ποτέ κανείς

στο σπίτι

μόνοι

στον σκοτεινό κόσμο

στη χωρα των ματιών


(μετ.Γιάννης Λειβαδάς)

Σκληρή Επιλογή (για την μάχη της χαμένης Αθωώτητας) by moth-man








Ηταν Παρασκευή 2 παρά κάτι, κάπου σε κάποιο τόπο, μέρα μεσημέρι, όταν συνέβησαν όλα αυτά....................................................
Ο αέρας ακόνιζε τη μανία του επάνω του πετώντας ξυράφια, η λάβα μέσα του ξεχύνονταν με ορμή και στο διάβα της πύρωνε και πολτοποιούσε κατα σειρά τα σωθικά του. Φάρυγγα, οισοφάγο,πνεύμονες, συκώτι και κατέληγε στο στομάχι. Με αυτή του τη φυσική κατάσταση περιπλανιώταν στο δρόμο ο Δημήτρης Σαρρής, μόνος του κατά την προσφιλή του συνήθεια. Μάυρο μακό φανελάκι, καρό σορτς της εποχής παρέα με τα αγαπημένα του σανδάλια και παραμάσχαλα “τα άσματα του Μάλντορορ» του Λωτρεαμόν. Η άσφαλτος καυτή, έτρεμε από τη ζέστη, κάπου σε ένα μέρος, μεσημέρι καλοκαιριού.Τα πόδια απέιχαν μόλις δύο εκατοστά από το καυτό σίδερο της ασφάλτου, γυμνά αναζητούσαν σαδιστικά μία πρώιμη εμπειρία πόνου. Τους έκανε το χατίρι, ξεδίπλωσε τα σανδάλια και ακούμπησε με θάρρος τα πόδια του κάτω. Συλλογίστηκε τους αναστενάρηδες, τα ξυπόλυτα τάγματα ανθρώπων που πηδούν σαν διάολοι πάνω από τις φωτιές για να διώξουν το κακό, να εξαγνιστούν, να λυτρωθούν. Τι μανία! τι πάθος! αναφώνησε. Θαύμασε τον συμβολισμό τους και είδε ανάμεσα στα πόδια τους και το δικό του πόδι απάνω και ψηλά στην αναμμένη θράκα να πυρώνει, να κοκκινίζει, να μη νιώθει πόνο.


Η αίσθηση που σου αφήνει η ζωή τσουβαλιασμένη με ένα μάτσο στιγμές, παραφορτωμένη-παραγεμισμένη, δεν έιναι πάντοτε ευχάριστη. Σου ξεδιπλώνεται μπροστά σου αλλά μπορεί και να συστέλλεται, να περιστρέφεται, αν είσαι τυχερός και ικανός μπορεί να δεις την διαστολή της, εκεί σαν ένα μεγάλο παγώνι που τεντώνεται και ξεδιπλώνει όλα τα φτερά του, όλα τα χρώματά του και σε πλανεύει. Όμως δεν είσαι πάντα προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Ο Δημήτρης Σαρρής συνέχισε να περπατά με αυτές τις σκέψεις να επιπλέουν στο μυαλό του, βαρύς, ράθυμος με ένα βλέμμα χαμένου τύπου που έχει ξεφορτώσει από το σακί του όλες τις στιγμές του και δεν ξέρει τι να τις κάνει. «Τα πράγματα είναι συνήθως πιο απλά» είπε μέσα του- το κόλπο όμως δεν έπιασε έπρεπε κάτι άλλο να βρει. Το τσουβάλι ήταν ήδη βαρύ, έπρεπε με κάθε τρόπο να αδειάσει κι άλλο.Ωστόσο η άσφαλτος συνέχιζε να καίει, το άγριο βουητό του αέρα να τσακίζει τα κόκκαλά του, οι ώμοι του να είναι πιασμένοι. Προσπάθησε να γίνει πιο κομψός, ας πούμε πιο ντελικάτος, γι αυτο το σκοπό έριξε μια τσίχλα στο στόμα του, για να απασχοληθεί και να κάνει πιο άνετο το βλέμμα του, να το απαλλάξει μέσα από τις συσπάσεις του στόματός του, να το απελευθερώσει, ίσιωσε όσο περισσότερο μπορούσε τους ώμους του, έβγαλε το στήθος έξω, άρχισε να σφυρίζει αδιάφορα. Βελτιώνοντας το στυλ σου το μόνο που καταφέρνεις τελικά, αν νομίζεις ότι οι άλλοι σε κοιτούν επίμονα, είναι να μην σε κοιτούν οι άλλοι σαν εξωγηίνο, σαν ένα νέο είδος εντόμου ή ακόμα και πιθήκου, σαν μία παράπλευρη απώλεια ενός πολέμου που δειλά-δειλά, βίαια μετά είχε κηρυχθεί μέσα του. Στην ουσία βημάτιζε χωρίς να βλέπει τίποτα, έβλεπε τα πάντα και όλα του διέφευγαν. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε μυρωδιά, κάθε γεύση. Επινόησε ένα τρόπο να ξεχάσει τον πόνο που λίμαζε τα σωθικά του με το να χαζέψει τις βιτρίνες των εμπορικών μαγαζιών. Περπάτησε και συναντήθηκε με ψυγεία, κουζίνες, τηλεοράσεις, πλακάκια, ρούχα, πολλά ρούχα.. ένιωσε μία βίαιη τάση για κατανάλωση μέσα του, για αρπαγή, πόσα από όλα αυτά που παράγονται-διανέμονται-καταναλώνονται, μας αφορούν άμεσα¨? Η σύγχρονη Βαβυλωνία επιτάσσει την κατανάλωση, τη λαιμαργία, μπαίνεις σε ένα κατάστημα με ρούχα με μια αδηφάγο διάθεση, τα πάντα σε αφορούν, θα ήθελες να σου ανήκαν κιόλας, από αυτά διαλέγεις μερικά, πηγαίνεις στο ταμείο, τα παίρνεις και φεύγεις. Στον καθρέφτη του σπιτιού σου τα προβάρεις, είναι ωραία, σου πάνε, όμως η σκέψη σου είναι αλλού, είναι στη κρεμάστρα αυτού που άφησες, αυτή η σκέψη σε ανησυχεί, σε μελαγχολεί. Έβλεπες το βλέμμα του να αστράφτει όταν σκεφτόταν αυτά, σου έδινε την αίσθηση ότι κανείς δεν θα γλίτωνε, ήταν θέμα χρόνου.

Στο δρόμο προσπέρασε ανθρώπους που του φάνηκαν επιθετικοί. Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν του φάνηκαν τόσο επιθετικοί, ομολογώ ότι πρέπει να του συνέβαινε για πρώτη φορά, τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Οι μουτσούνες τους φάνταζαν στα μάτια του έτοιμες για όλα, γέματες πύον, έτοιμες να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, να αγαπήσουν και να μισήσουν, να προδώσουν και να προδωθούν. Ποτέ άλλοτε δεν έιχε αυτή την αίσθηση για τον κόσμο και είδε και προσπέρασε πολλούς ανθρώπους που φοβισμένος καθώς ήταν προσπάθησε να τους προσπεράσει επιδέξια κάνοντας πιρουέτες, ζογκλερικά, ακροβατικά ή οτιδήποτε άλλο σκαρφιζόταν. Μόνο να μην τον ακουμπήσουν, μόνο αυτό ήθελε.Τα λογικά του ένιωθα ότι τα είχε ψιλοχάσει και για να πω την αλήθεια πάντα υπερηφανευόταν γιάυτά. Παράλληλα η λάβα ακόμα έκαιγε μέσα του παράγoντας εσωτερική θερμότητα που ανέβαζε τη θερμοκρασία του σώματός του. Άρχισε να μουσκεύει στον ιδρώτα, μία λίμνη αλάτων και νερού τον κατέκλυζε, για να μην πνιγεί σφούγγισε τον ιδρώτα του και συνέχισε να προχωρά, να διασχίζει δρόμους, πλατείες, πάρκα...? Το καλλίτερο γιατρικό έπειτα από όλα αυτά σκέφτηκε έιναι ένα ποτό. Πήγε στο αγαπημένο του μπαρ, μπήκε μέσα ανοίγωντας τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του έκατσε σε ένα από τα σκαμπό του μπαρ και παρήγγειλε το αγαπημένο του ποτό. Λευκή τεκίλα με δύο πάγους και μία φέτα λεμόνι. Στα ηχεία άκουσε να παίζει το people aint no good του nick cave, έκατσε στην πίσω μεριά του σκαμπό για να νιώθει πιο άνετα, έφερε το ποτό προς το μέρος του αφού πρώτα το ζύγιασε καλά στο χέρι του και άρχισε να το κατεβάζει γουλιά-γουλιά, σαδιστικά αργά. Έκανε να ανάψει τσιγάρο, τώρα πηγαίναν όλα περίφημα, τίποτα δεν τον σταμάταγε, ήταν στο χώρο του με το αγαπημένο του ποτο να του γλυκοκαίει τον ουρανίσκο. Η καύτρα του τσιγάρου του Δημήτρη Σαρρή άρχιζε να πυρώνει. Μέσα από τη χαραμάδα του καπνού άρχισε να βλέπει πάλι τις απειλητικές, φονικές μουτσούνες, ξεδιάντροπες και επιθετικές, χυδαίες αλλά και περιέργα αγνές. Αγνές είπα? ...μονολόγησε...ναι, τα πρόσωπα τους ήταν στρογγυλά, χωρίς περιττές γωνίες, τα αυτιά τους μικρά προσαρμοσμένα στη γεωμετρία του προσώπου, τα χείλη κυματιστά με έναν αναιπαίσθητο χρωματισμό και τα τόξα του φρυδιού τους να ακολουθούν τη γραμμή της αψίδας. Με λίγα λόγια όχι σμιχτοφρύδηδες, όχι σουβλερές επιθετικές μύτες με προεξέχοντα νέγρικα ρουθούνια έτοιμα να μπαρουτοκαπνιστούν, όχι χείλη ειρωνικά. Ωστόσο εξέπεμπαν κάποιο είδος κακίας, μοχθηρίας από τα στρογγυλά μάτια τους όπως υψύνωνταν πάνω από τα φουσκωμένα ζυγωματικά τους. Το γεγονός αυτό του δημιούργησε μεγαλύτερη ανασφάλεια και ένταση, παρήγγειλε και ένα δεύτερο ποτό, αν η πραγματικότητα ήταν αυτή, σκέφτηκε, πως θα ήταν μέσα από το διαθλαστικό πρίσμα ενός ακόμα ποτού? Κι αν η πραγματικότητα συνέβαινε έπειτα από 3,4,5...ποτά? ποιος θα του το έλεγε αυτό, θα έπρεπε να το ανακαλύψει μόνος του. Κατέβασε και το τρίτο ποτό, στα αυτιά του τώρα έφθανε η φωνή του Jim Morisson απόκοσμη, υπόκωφη, μακρινή στο τραγούδι people are strange. Εν τω μεταξύ στο μεσοδιάστημα των ποτών είχαν παρεμβληθεί κι άλλα τραγούδια κι άλλες φωνές που δεν κατάφερε να τις συγκρατήσει. Άρχισε να εκνευρίζεται τα ποτά έδειχναν ‘οτι δεν θα έκαναν δουλειά, παρόλο αυτά έκανε να παραγγείλει άλλο ένα, ο μπαρμαν γύρισε την πλάτη στο μπαρ, σήκωσε το χέρι στο ύψος του ώμου του, λύγισε τα ακροδάχτυλά του, σταθεροποίησε το χέρι του πάνω στην μποτίλια πιάνωντας την σφιχτά και τη μετέφερε με ασφάλεια και κομψότητα με κατεύθυνση το ποτήρι του που περίμενε να ξεδιψάσει με άλλη μια δόση λευκής τεκίλας. Την ώρα εκείνη και ενώ η γλώσσα του αναζητούσε επίμονα το λευκό της δηλητήριο να το ρίξει εντός της, από το ράφι του μπαρ, στον καθρέφτη στο σημείο που προηγουμένως καθόταν αναπαυτικά και ηγεμονικά η λευκή μποτίλια, ξεπρόβαλλε χυδαία μπροστά του, το περίγραμμα του προσώπου του με όλες τις λεπτομέρειες μέσα του. Η όψη του ταίριαζε τέλεια με όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχε προσπεράσει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο πόνος άρχιζε σιγα σιγά να του περνάει, όλα έμοιαζαν τόσο φυσικά, έβρισκαν την ισορροπία τους, αυτό που γινόταν εντός του έμοιαζε με μετάλλαξη, μεταστροφή όλα γίνονταν με μία ακλόνητη ψευδαίσθηση πραγματικότητας που δεν μπορούσες να αρνηθείς.

Σωματικά ένιωθε εντάξει , με την καινούρια του φάτσα τώρα έπρεπε να μάθει να περπατά να μιλα να ισορροπεί. Μπορώ να πω ότι τώρα είχε βάλει περισσότερο βάρος πάνω του, περισσότερα κιλά. Η ποσότητα λίπους στο σώμα του πρέπει να είχε αυξηθεί, το αίμα του προσπαθούσε να ανοίξει νέους διόδους για να περάσει ανάμεσα στη λιπαρή κόλλα, άλλαζε πορεία, άνοιγε στοές. Το σώμα όμως θυμάται, η κυτταρική μνήμη επανερχόταν σιγα-σιγά και κάθε τόσο, υπήρχαν σημεία, στοές που η λιπαρή ύλη δεν μπορούσε να εγκλωβιστεί. Κοίταξε γύρω του, όλοι ευτυχισμένοι με τις πλαδαρές τους μουτσούνες, τα λευκά προσωπεία τους. Το σώμα του ζητούσε επίμονα να σπαταληθεί να εξαντλήσει τις νέες δυνατότητες του, σα μία αδιάθετη ποσότητα ζωτικότητας, σαν ένα χωράφι καλλιεργημένης γης, να εξαντλήσει όλους τους πόρους του όλα τα θρεπτικά στοιχεία της ψυχής. Μόνο έτσι θα ξεδηψούσε, μόνο έτσι θα υπήρχε, μόνο έτσι θα λυτρωνόταν. Στο μαγαζί αυτό ερχόταν πάντα γιατί είναι το μόνο μαγαζί που μπορείς να πιεις ένα ποτό μόνος σου, χωρίς να νίωθεις το βάρος της ματιάς των άλλων. Τα μοναχικά ποτά δεν συνηθίζονται πλέον, τις περισσότερες φορές προκαλούν αποστροφή και ο χώρος των μαγαζιών δεν είναι κατάλληλα προσαρμοσμένος για κάτι τέτοιο. Η μπάρα συνήθως απλώνεται σε ευθεία γραμμή, νιώθεις ότι είσαι στην ουρά κάποιου τρένου ή λεωφορείου, σε στάση αναμονής, ο χωροταξικός προσανατολισμός σε κάνει να αισθάνεσαι ξεκομμένος από το χώρο να προσποιείσαι ότι περιμένεις κάποιον που δεν ήρθε και που δεν θα έρθει, απλά και μόνο για να μην νιώθεις αμήχανος. Στο μπαρ που απολάμβανε να πίνει μόνος του το ποτό του η μπάρα είναι ημιστρογγυλή, ένα είδος ημικυκλίου που αγκαλιάζει τον μπαρμαν και περιβάλλει μητρικά τους θαμώνες. Υπάρχει ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας με όσους κάθονται στα σκαμπό του μπαρ, η μύηση συντελείται με τη ροή του αλκοόλ στο στομάχι, τα βλέμματα τους συναντιούνται από τις στρογγυλεμένες γωνίες του μπαρ και δείχνουν να γνέφουν συγκαταβατικά, μια σιωπηλή συμφωνία, όλοι νίωθουν, όλοι ξέρουν. Στο μπαρ αυτό όλοι έχουν μία βουδιστική ηρεμία, μία εσωτερικότητα. Οι ώμοι τους πιέζουν την σπονδυλική τους στήλη προς τα κάτω, η απόσταση μικραίνει από το μπαρ και το ποτό διαγράφει τη μικρότερη δυνατή απόσταση προς τη γλώσσα. Αυτή είναι η στάση του πότη, εκεί οπου οι γουλιές μπλέκουν γλυκά τις ιδέες με τα συναισθήματα, την αιωνιότητα με το εφήμερο, την φθορά με την αφθαρσία, κι όλα αυτά υπό το βάρος σκέψεων, εμμονών, παθών. Άρχισε να νιώθει άβολα, ένοχος που είχε έρθει μόνος του να πιει το ποτό του, στα διπλανά σκαμπό του μπαρ δεν αναγνώριζε τους συμπότες του, ένιωθε ντροπή γι αυτούς, ντροπή για τον ίδιο, κοιταζόταν στον καθρέφτη έμοιαζε με αυτούς. Δεν το είχε νιώσει ποτέ αυτό στο δικό του χώρο, στο δικό του μπαρ, μέσα στο σπίτι του. Έίχε μία αίσθηση γύμνιας, σαν να μην φορά ρούχα, όλα τα βλέμματα καρφωμένα επάνω του, όλοι αυτόν να παρατηρούν επίμονα, εξεταστικά σαν κάποιος του συναφιού τους που θέλει να ξεφύγει, σαν κάποιος που προσβάλλει την ιδιότητά τους. Ένα νοητό δικαστήριο είχε στηθεί με όλη του τη μεγαλοπρέπεια και ιεραρχία, μπορούσε να αναγνωρίσει εύκολα τον πρόεδρο, τους δικαστές, τους κατήγορους. Βιαζόταν να απολογηθεί, δεν είχε προετοιμάσει την απολογία του, ήθελε να φωνάξει ¨είμαι αθώος, είμαι αθώος»!!!.....είμαι αθώος!!!!...πολύ αργότερα κατάλαβε ότι αυτό που ήθελαν απλά ήταν να ομολογήσει την ενοχή του, αν δήλωνε ένοχος θα τον άφηναν ελεύθερο, η αποφυλάκισή του θα ήταν η ομολογία της ενοχής του. Δεν ομολόγησε όμως τίποτα, προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του, την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, έπιασε τη σκέψη του να φυγαδεύεται σε φανταστικές συνομιλίες με διάφορους ανθρώπους που ποτέ δεν είδε, ποτέ δεν γνώρισε, αλλά εκτιμούσε πάρα πολύ, παρήλασαν ο χένρυ μίλλερ, η έμμα γκολντμαν, ο παύλος σιδηρόπουλος, η κατερίνα γώγου, ο νικόλας άσιμος, τα γραπτά του κνουτ χάμσουν, η ίδια η ζωή του τζακ κερουακ, το σαξόφωνο του τζων κολτρειν, τα πιατίνια του αρτ μπλάκευ, η μυώδης φωνή του τζιλ σκοτ είρων, η αλητεία του γκρέγκορυ κόρσο, το κάτω από το ηφαίστειο του μάλκομ λόουρυ, ο Σελίν. Όλα αυτά περάσαν σαν ένα τρέιλερ, ένα προσεχώς μίας παράστασης που δεν είχε ακόμα ξεκινήσει, σαν ένα αστυνομικό φιλμ νουάρ με πρωταγωνιστή και θύμα τον ίδιο.

Η νοσταλγία του σώματός, οι θύμησες της κυτταρικής μνήμης, οι πόροι της ψυχής του αναζήτησαν την πρώτη ύλη, το αρχέγονο φως, το πρώτο κύτταρο, τον πρώτο άνθρωπο. Διάβηκε το χρόνο προς τα πίσω, γύρισε τα πλευρά του ανάποδα, κουλουριάστηκε, προσπάθησε να επιστρέψει στη μήτρα από όπου ξεπήδησε, κατήργησε το βέλος του χρόνου, αντέστρεψε τους ρόλους. Έφθασε , δεν είχε φως, πλανήθηκε στις ενοχές του, ξεντρόπιασε τα πάθη μου, απήλαυσε τις ηδονές του, γιόρτασε τα λάθη του. Συστήθηκε στον εαυτό του, έπρεπε να βρει το κορμί ενός αθώου παιδιού να του χαρίσει την ενοχή του, να του πω ότι ο κόσμος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, να το αφυπνίσει...έπρεπε να τρέξει μακρύτερα από τον εαυτό του για να τον ξαναβρεί, έπρεπε να χρησιμοποιήσει καινούργια γλώσσα, νέες λέξεις να βρει...έπρεπε μονάχα να σωθεί. Έψαξε στα αποκαίδια κάθε εποχής, ξέθαψε τάφους, ξερίζωσε δένδρα, αναποδογύρισε κιθάρες, γκρέμισε ναούς, ανέβηκε βουνά, περπάτησε πεδιάδες, για να βρει την πρώτη ιδέα, την πρώτη φυλή ανθρώπου, την πρώτη δράση μακριά από σκοπιμότητες, την πρώτη πράξη μη-θυσίας, το πρώτο ύμνο στη ζωή, τη φωτιά του Προμηθέα, την πρώτη οργή των θεών, το πρώτο τραγόυδι με μια κιθάρα. Το σώμα του Δημήτρη Σαρρή άρχισε να αναζωογωνείται, το λίπος να τήκεται και να αφήνει χώρο και δίοδο ελεύθερη στη ροή του αίματος του. Οι πρώτοι εραστές να κάνουν έρωτα, τα πρώτα κορμιά να κάμπτονται το ένα προς το άλλο, να γίνονται ένα, αγκαλιά με την αιωνιότητα, οι πρώτοι σπόροι να βλασταίνουν με τα πρωτοβρόχια, ο θάνατος να μην έχει πια εξουσία, ενθυμούμενος τα λόγια του ποιητή... Διάβηκε κάθε στοά του μυαλού του, το έβαλε πείσμα να θυμηθεί, πέρασε από λαβυρίνθους χρόνια απάτητους, πότε πρόδωσε τελευταία φορά, πότε σκότωσε, πότε πρόσβαλλε, πότε αδίκησε. Ρώτησε να μάθει κάθε φίλο, κάθε συγγενή, ένιωθε ένοχος, τι άλλο να έκανε. Απαντήσεις δεν έπαιρνε, κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, ένιωθε ότι έπασχε από μερική απώλεια μνήμης, έπρεπε να θυμηθεί, πάση θυσία. Από μικρός εφοδιασμένος με μία ρομαντική αίσθηση δικαίου, μακριά από δικαστήρια. Μία ευγένικη και καλοπροαίρετη διάθεση απέναντι στην ανθρωπότητα, μία τίμια, ειλικρινής και αφελής θέση. Δεν βρήκε τίποτα, δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε πρόδωσε τελευταία φορά,ίσως να μην το κατάλαβε. Ο χρόνος λειαίνει τις πληγές, ισιώνει τις γωνίες, μεγαλώνει τις αποστάσεις μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού, σαν να ξυπνάς από όνειρο, ναι, αλλά και πάλι τίποτα δεν βρήκε. Συνέχισε να περπατά απορροφημένος κατα μήκος της Ακρόπολης στη σκιά της κατά κάποιο τρόπο. Τα χέρια του καθώς περπατούσε τα ένιωθε ότι άρχιζαν να βρωμίζουν, ένιωσε ότι αυτοί που περπατούσαν δίπλα του τον παρέσερναν με την ορμή τους, το ρεύμα έπαιρνε κι αυτόν, προσπαθούσε να κρατηθεί από ένα έρωτα παιδικό, από μια ιδέα, να μεθύσει με μια γουλιά νερό, να του αρκεί τόσο.Ωστόσο αναπόφευκτο, το ποτάμι της ζωής τον παρέσερνε,ένας νέος κόσμος τον καλούσε, του ρθε η ιδέα να προδώσει, να σκοτώσει και να σκοτωθει, έπρεπε να λυτρωθει. Έπρεπε να πιει αίμα, είχε γίνει ένα είδος βρυκόλακα, το μόνο που τον ένοιαζε τώρα ήταν ο εαυτός του. Και το μόνο αίμα αθώου που είχε να πιει ήταν το δικό του.




Henri Rousseau (1844-1910),La Bohémienne endormie (1897)

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Κάλπικες Λίρες [Dennis Hopper/Μπαμπασάκης/Ανεστόπουλος]

αναδημοσιευση από το blog la vie est belle et facile
Intro

Κι αυτά που δεν μπορείς να κάνεις
Κι αυτά που δεν στέργεις να τα πεις
Κι όλα τα πολλά που χάνεις
Στο στοίχημα της κρίσιμης καμπής

Κι εκείνα που στην ώρα τους δεν πήρες
Και όσα σου γαμήσανε οι Μοίρες
Και τ’ άλλα που σ’ τα πνίξανε σε μπίρες
Και όλες σου οι κάλπικες οι λίρες

Κι εκείνα που ’ριξες στου Χρόνου το Πηγάδι
Και τόσα που άρπαξε η Μέρα από το Βράδυ
Το χαστούκι που δεν γύρισε σε χάδι
Το παλάτι που σ’ το κάνανε ρημάδι



Θα ’ρθει και έρχεται και φτάνει η στιγμή
Που σμίγεις μ’ όσα ήσουν και θα είσαι
Μ’ εκείνα που έκρυβες στου ψεύδους τη στολή
Μ’ αυτά που τώρα αλήθεια ζεις και πια δεν τα μιμείσαι

Beirut


http://www.youtube.com/watch?v=PCkT4K-hppE&feature=related

Φρανσουα Βιγιον


Ο Πρώτος Καταραμένος ποιητής


Η Μπαλάντα του Μπλουά


Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Στ’ “αβέβαιος” πάντα βρίσκω τ’ “ορισμένος”
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, “Καλή νυχτιά”
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

η Υδρα του Χατζηκυριακου Γκικα

Ζακ Πρεβερ



PARIS AT NIGHT

Τρία σπίρτα αναμμένα ένα ένα μέσα στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το τρίτο για να δω το στόμα σου
Κι ολόκληρη η σκοτεινιά για να μου θυμίζει όλο αυτό
Σφίγγοντάς σε στην αγκαλιά μου.

Τζακ Κερουακ


Μία μετάφραση από τα γαλλικά του Ζαν Λουί Ινκόγκνιτο

Την αγαπημένη μου που δεν θέλει να μ' αγαπήσει:

Τη ζωή μου που δεν μπορεί να μ' αγαπήσει:

Τις ξελογιάζω και τις δύο.

Εκείνη με τα στρογγυλά φιλιά μου…

(Στο χαμόγελο της αγαπημένης μου η επιδοκιμασία του σύμπαντος)

Η ζωή είναι η τέχνη μου…

(Ασπίδα μπροστά στον θάνατο)

Έτσι δίχως έγκριση ζω.

(Τι λυπηρή θεοδικία!)

Η μια δεν ξέρει -

Η άλλη ποθεί -

Έτσι έχουν τα πράγματα.

The boy κοστουμακι


http://www.youtube.com/watch?v=P-EXj2LTAy8
κατι αλλιώτικο και ωραιο φαίνεται να έρχεται, ας ανοίξουμε τις πόρτες μας

Early Summer... Για τα ζευγάρια που πάνε να χωρίσουν επειδή ανοίγει ο καιρός... ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ

Tη νύχτα της καταιγίδας πάνω από την Αθήνα, έβλεπα μια παλιά ταινία του Μικίο Ναρούσε, μάλλον άγνωστη - το Γεύμα (1951). Bασικά, απολάμβανα τη Σετσούκο Χάρα στον ρόλο μιας γυναίκας που ανακαλύπτει ότι ο γάμος εύκολα ξεπέφτει σε κάτι πεζό (να στρώνεις κάθε μέρα τραπέζι για τον άντρα σου), αν δεν τον δουλέψεις κάπως, και ταξιδεύει πίσω στη μάνα της, για να βάλει σε τάξη τα αισθήματά της, στην αναλλοίωτη γαλήνη του παιδικού δωματίου της.

Μ' αρέσει πολύ αυτή η ηθοποιός (που μεγαλούργησε στις ταινίες του Όζου) γιατί, όσο καμία άλλη, παγκοσμίως, εξέφρασε τη στωική αξιοπρέπεια απέναντι στα δεδομένα της ύπαρξης, που χοντρικά συνοψίζονται στα γνωστά τρία: γέννηση, γάμος, θάνατος. Το χαμόγελό της είναι το χαμόγελο των κούρων, ο τρόπος που αποδέχεται τα πράγματα κατάγεται από τα ευγενέστερα δόγματα του ταοϊσμού. Αυτά, επίσης, την κάνουν πολύ όμορφη!

Αν και είχαν ανοίξει οι ουρανοί, σκεφτόμουν ότι μόλις σκάσουν οι ζέστες πολλά ζευγάρια στην Αθήνα ξεραίνονται! Είναι αποδεδειγμένο. Αύγουστος και Χριστούγεννα είναι το peak των χωρισμών, οι χρυσές δουλειές των διαζυγίων. Η αίσθηση ότι τελειώνει μια σεζόν, η κάψα που ανάβει το σώμα, και κυρίως η απόσταση των ταξιδιών που επιτρέπει σε κάποιον να δει τη ζωή του πιο καθαρά, χωρίς τους συσχετισμούς της καθημερινότητας δίνουν στον κουρασμένο εραστή τη δύναμη να διεκδικήσει πάλι την ιδανική ζωή, το ασυμβίβαστο πάθος. Συχνά, η λαχτάρα του διαλύεται στα πρωτοβρόχια, ορισμένοι όμως ξημερώνονται στα χαλάσματα και δεν ξέρουν από πού τους ήρθε. Διηνεκές πάθος δεν υπάρχει και, έτσι όπως τα κατάφεραν, είναι αργά να γυρίσουν πίσω - εκτός κι αν είσαι η Κάρι Μπράντσοου και στο ανάκτορο σε περιμένει ο Μπιγκ, ο κερατάς.

Αφού περιπλανηθεί λιγάκι, μακριά από τον άντρα της, και φλερτάρει λίγο και ξεχαστεί στη φρικωδώς ευχάριστη φάτνη της μαμάς της, η Σετσούκο συνειδητοποιεί ότι ο δεσμός που έχει με τον άντρα της είναι γυμνός και στέρεος, δοκιμασμένος στα εύκολα και τα δύσκολα: έχει τη βαθύτητα (και τη βυθιότητα!) του Μυστηρίου. Επιστρέφει. Ξέρει πια να ξεχωρίζει τον γάμο από το σεξ. Την αγάπη από το πάθος. Τον δεσμό από τη σχέση. Και ξέρει ότι σε ελάχιστες στιγμές συναντιούνται όλα αυτά μαζί - τα υλικά της ζωής είναι θρυμματισμένα κι ασυνάντητα: τα ενώνει μόνο το θαύμα και (θεωρητικά) η φιλοσοφία.

Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της ζωής: δεν είναι ένα όλον, αλλά φέτες. Κι ένα άλλο χαρακτηριστικό της είναι ότι στα αισθηματικά πρέπει να πάθεις για να μάθεις. Αν δεν καείς, μια ζωή θα κυνηγάς τις φλόγες - εκτός κι αν πάρει φωτιά ο κώλος σου από πράγματα πιο επείγοντα, που θα σε συνεφέρουν.

Οπότε, τι να λέμε, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

Μολοντούτο, θέλω να απευθύνω βαρυσήμαντο διάγγελμα στα πολλά ζευγάρια που ακούω ότι ετοιμάζονται να χωρίσουν - κι ας είναι κουφά από όσες υποσχέσεις τους ψιθύρισε το μαϊστράλι: Ξανασκεφτείτε το! Το καλοκαίρι τρώμε από τα έτοιμα, άλλα η ζωή κερδίζεται τον χειμώνα. Ίσως αυτό που χρειάζεται είναι μια εκδρομή στα παλιά - σε εκείνο το ζωηρό παιδί που ήσουν. Λίγα μεθύσια με φίλους. Κάποιο φλερτ (ίσως κι ένα ορφανό γαμήσι).

Δεκαετίες μετά τον Ναρούσε, το είπε κι ο Αλμοδόβαρ, το είπαν και οι Divine Comedy: Υou must go and I must set you free / Cause only that will bring you back to me...

Θα σας δω στο πλοίο.