Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Οκτώβριος 2011,Μάαστριχ,Αθήνα ή όπου αλλού.

Σήμερα χάλασε ο καιρός.Ξύπνησα πολύ πρωί, πήρα το ποδήλατο μες στη βροχή και πήγα στα κτήρια της "επαρχίας" του Λίμπουργκ.Είχαμε ξενάγηση στα κτήρια που υπέγραψαν οι "μεγάλοι" (ανάμεσα σε αυτούς και ο Σαμαράς) τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η προώθηση της ευρωπαικής ταυτότητας έντονη (καφές και μηλόπιτα τζάμπα, εξάλλου έχουμε τόσα άλλα να πληρώνουμε).
Μία αγωνία στο πρόσωπο του επιμελητή της έκθεσης των έργων τέχνης του κτηρίου να μας πείσει για το ρόλο του,για τα άπειρα πορτραίτα της βασίλισσας,για την πολυφωνία που συμβολίζουν τα πολύχρωμα κιτσάτα υφάσματα που κρέμονταν στο στρογγυλό κτήριο που περευρέθηκαν όλοι αυτοί το 1992.
Από τότε (1992;2011; δεν ξέρω),δεν έχει σταματήσει να βρέχει.
Είμαι πολύ ενθουσιασμένη με την αλλαγή (όχι του ΠΑΣΟΚ),δεν ξέρω όμως αν είναι αυτό αρκετό.
Μπορεί απλά να είμαι ενθουσιασμένη που απλά δεν είμαι εκεί ...στην κώλ-αση.
Είναι όλα τόσο τακτοποιημένα,τόσο καθαρά,τόσο βαρετά ήσυχα..δεν έχω δει ούτε ένα πρεζάκι, ούτε μια αταξία.Νιώθω μύγα μες στο γάλα αλλά και τόσο αόρατη παράλληλα.
Πως γίνεται να μη βλέπεις τη μύγα στο ποτήρι σου;
Τη μέρα είμαι απόλυτα συγχρονισμένη με τους ρυθμούς της πόλης που ζω το τελευταίο μήνα...
Το βράδυ όμως βρίσκω τη Μίνα....
Έχω ανοίξει μπορεί και το 20ο μπουκάλι κρασί (κόκκινο)...αν τα βάλεις κάτω είναι ένα μπουκάλι τη μέρα (τις πρώτες 10 μέρες μόνο απείχα από αυτό τον τόσο πιστό μου φίλο).
Εδώ και μέρες έχω ανακαλύψει αυτό το ποίημα της πρώην γειτόνισσας μου.
Nόμιζα ότι το είχα γράψει εγώ στην προηγούμενη ζωή,αν και δεν πιστεύω σ'αυτά τα μεταφυσικά...αλλά πολύ θα ήθελα να υπήρχε αυτό το μυστήριο αυτοκίνητο που σε ταξιδεύει στο χρόνο (στο Midnight in Paris του Woody Allen να πας να το δεις, ένα δραματοποιημένο σεμινάριο μοντερνισμού με υποκριτές εξ Holly wood (holy! ginsberg).
Μία χαρά, μία λύπη,μια χαρμολύπη, μία μοναξιά-μη σου πω και δύο (μία ήταν στην Αθήνα) κι έχω γνωρίσει τόσο κόσμο και κάποιοι είναι πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.
Είμαι αχάριστη ε;το ξέρω δεν είμαι με τίποτα ευχαριστημένη...κι όταν θα είμαι κάτι θα βρω να αυτοστενοχωριέμαι...να βάλω λίγο βάσανο ,λίγη ταλαιπωρία...έτσι πρέπει...έτσι μου φαίνεται σωστό...
μόνο με τον τελευταίο στίχο διαφωνώ...θα ήθελα η νύχτα να είχε διπλάσια διάρκεια από τη μέρα...έτσι θα κοιμόμουν τη μισή και την άλλη μισή θα ζούσα όπως έχω συνηθίσει τόσο χρόνια.Αν και νομίζω ότι ακόμα κι έτσι να ήταν πάλι ξύπνια θα έμενα μέχρι να μην αντέχω άλλο.

ΠΕΡΑΣΑ

Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου, 1971

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου