Η ζωη μου ειναι μια.....
Η ζωη μου ειναι μια........
μια ειναι.....πολλα υποσχομενη υπαρξη
που καυχιεται για τον εαυτο της
ετσι κι αλλιως....
που χωραει μεσα της καθε ιντσα ζωης, καθε ανασα που της δινουν
πορνες, ωραιοι τυποι,φλωροι,πρεζακια,ευθυνοφοβοι,εξυπνοι και βλακες
και καθε που το σωμα μου περπαταει με το κεφαλι
τα ποδια της ψυχης μου ακολουθουν σιγα σιγα, στα ψαχτα
με τις ακρες των δακτυλων των ποδιων μου
για να μην λερωσω το χαλι,για να μην γινω εγω το καθε χαλι...
και καθε που ακουω τον Neil Young λεω θα πανε ολα καλα
και καθε που ακουω τον Tom Waits πινω και καπνιζω περισσοτερο
το γιορταζω ...
ετσι προχωρω σαν μεμβρανη γιατι ειμαι διπλα σου και δεν με βλεπεις
και ετσι χωραω στη ζωη χωρις να στριμωχνομαι
τρυπωνω....ναι αυτο κανω τρυπωνω
και πιανω χωρο στην πολυθρονα σου οταν κι οσο το θελησω εγω
το καλλιτερο να χωραγαμε κι οι δυο
αλλα δεν πειραζει κι ετσι καλα ειναι...
[moth-man].
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
Αριστομένης Προβελέγγιος 11 χρόνια απουσιας
22 Νοέμβριος, 2010
Αριστομένης Προβελέγγιος 11 χρόνια απουσίας
O συνεχής πόθος του για την ύπαρξη..(εκτενές αφιέρωμα. βίντεο & δημοσιεύματα)
O συνεχής πόθος του για την ύπαρξη, για κάθε τι μικρό ή ασήμαντο που σίγουρα θα περνούσε απαρατήρητο στις μέρες μας, στην εποχή του Διεθνισμού και της Παγκοσμιοποίησης, κάνουν το πνεύμα του ακόμα πιο επίκαιρο.
Το φθινόπωρο του 1999 (29 Οκτωβρίου), 11 χρόνια πριν, ο στοχαστής και αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος έφυγε από την ζωή, αφήνοντας μας ένα σπουδαίο έργο.
Ήταν ένας άνθρωπος του πολιτισμού. Μια ασυμβίβαστη προσωπικότητα που αντλούσε δύναμη από την βαθιά γνώση και εμπειρία του. Αρχιτέκτονας, πανεπιστημιακός δάσκαλος, συγγραφέας, αντιστασιακός (τραυματίστηκε στα Δεκεμβριανά) αποτελούσε μια ισχυρή συμπύκνωση του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού.
Το greekarchitects.gr σας παρουσιάζει στιγμές από την ζωή και το έργο του σημαντικού δημιουργού μέσα από βίντεο και εκτενή δημοσιεύματα. (όσοι επιθυμούν μπορούν να μας στείλουν επιπλέον στοιχεία και αναφορές για τον Α. Προβελέγγιο στο info@greekarchitects.gr ώστε να εμπλουτίσουμε το αφιέρωμα μας.)
Ακολουθούν
1. Βιογραφικό
2. Βίντεο ρεπορτάζ. Ένα "μικρό" κτήριο στην Κυψέλη. (παραγωγή GRATV.gr 2010) & ένα βίντεο αρχείου της ΕΡΤ
3. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος και η «Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτονική» - Του Αντώνη Κ.Αντωνιάδη
4. Οδός Κυκλάδων: Ενας δρόμος αποτυπώνει την ιστορία της πόλης - Του ΤΑΣΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
5. Αναμνήσεις από το έργο του και το Αττικό Τοπίο - Της Αναστασίας Πεπέ
6. Η τελευταία συνέντευξή του στον ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΛΑ
7. Αu revoir το παλαιότερο μπαρ της Αθήνας
8. Το αθηναϊκό αδιέξοδο. (ομιλία του Α. Προβελέγγιου στο πρώτο συνέδριο των Δελφών το 1961)
9. Μικρή ανθολόγηση από κείμενά του. Επιμέλεια Σάκη Κουρουζίδη (evonymos.org)
1. Βιογραφικό
1914 Γεννήθηκε στην Αθήνα, από μητέρα καταγωγής από τον Μάρκο Μπότσαρη και πατέρα από τη Σίφνο. Θείος του πατέρα του ο γνωστός ποιητής από τη Σίφνο Αριστομένης Προβελέγγιος. Μεγάλωσε στο σπίτι τους στον Κεραμεικό.
1931- 1936 Σπουδάζει στο ΕΜΠ, ΣΤΗ Σχολή Αρχιτεκτόνων, με καθηγητές του τον Ορλάνδο, τον Σώχο, τον Ασπρογέρακα, τον Πικιώνη. Συμμαθητές του ο Τριάντης, ο Κανδύλης, ο Δημ. Μωρέττης, η Αλεξάνδρα Πασχαλίδου- Μωρέττη, ο Τσίγκος, κλπ.
1946-1951 Μετά τη μάχη της Αθήνας φεύγει κρυφά για το Παρίσι. Από τον Ιανουάριο του 1946 δουλεύει στο γραφείο του LECORBUSIER ,στο Αtelier Sevres.
1952-1957 Δουλεύει μόνος του, ελεύθερα, στη Γαλλία.Κατασκευάζει τοτε το Comite d' Acceuil- Κτίριο υποδοχής Σπουδαστών, ως προσθήκη, στο πνεύμα του μοντερνισμού, σε υπάρχον παλαιότερο κτίσμα.Περιλαμβάνεται στον Κατάλογο των 120 Εργων Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς του Παρισιού, το 1973 , και προστατεύεται.
1957-1967 Τη δεκαετία αυτή έρχεται στην Ελλάδα και ασχολείται επαγγελματικά με την κατασκευή, διδάσκει στην Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικού σχεδίου και συμμετέχει σε διαγωνισμούς. Το 1962 εκλέγεται Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχιτεκτόνων .
Στη δεκαετία αυτή κατατάσσονται όλα τα έργα του, που έχτισε στην Αθήνα. Το Ξενοδοχείο Green Coast στην Σαρωνίδα είναι σήμερα κατεδαφισμένο. Το Τυπογραφείο ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, δίπλα στη λεωφ. Κηφισίας, στο Μαρούσι, είναι επίσης εγκαταλελειμενο, αλλά τα ίχνη της ηθικής ,και η αξία του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική του είναι σαφή. Σώζονται σχετικά καλά το Κτίριο Γραφείων επί της οδού Ερμού-8 η Κλινική Παντοκράτωρ και οι ιδιωτικές κατοικίες.
Κάνει επίσης πολλές πολεοδομικές προτάσεις όπως το Πολεοδομικό Ηρακλείου, ή προτάσεις ανάπλασης και τουριστικής αξιοποίησης για τον ΕΟΤ, όπως π.χ. για το Φαληρικό Δέλτα, τη Βάρκιζα κλπ, Δημοσιεύει σε περιοδικά τις αρχές και τον προβληματισμό του για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Πηγαινοέρχεται στο Παρίσι.
1965. Την 1η Ιουλίου 1951 αποχαιρετά για τελευταία φορά τον Le Corbu στο Παρίσι. Του ζητά ένα τελευταίο μήνυμα πριν πεθάνει. Είναι το μήνυμα που στέλνει ο Le Corbusier προς τους Ελληνες αρχιτέκτονες.
Ξαναγυρίζει λίγους μήνες μετά, φέρνοντας λίγο χώμα ελληνικό,από το χώρο της Ακρόπολης στην κηδεία του.
1967. Τον Μάη του 1967 φεύγει ξανά για το Παρίσι, για να εγκατασταθεί μόνιμα πιά εκεί.
1968-1979 Εργάζεται ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, επί έντεκα χρόνια , από όπου παίρνει σύνταξη, και επιστρέφει στην Ελλάδα.
1979-1999 Μένει στην Αθήνα, στο διαμέρισμά του επί της οδού Χατζιδάκη 11με το μικρό γραφείο του στο ισόγειο. Περνά τα καλοκαίρια του στη Σίφνο. Ασκεί κριτική για τις αλλαγές στο Αττικό Τοπίο, με διαλέξεις. Γενικά αρνείται την Αθήνα που παρατηρεί γύρω του, επιμένοντας στα ιδανικά που διατηρεί μέσα του. Εκτιμά τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχουν, για την Αθήνα, οι αποφάσεις μιας κακής και ιδιοτελούς πολεοδομίας. Αρνείται συνειδητά την συμμετοχή του στο ελεύθερο επάγγελμα, και διακηρύττει την ασυμβατότητα να εξασκεί το ελεύθερο επάγγελμα ,όταν είναι καθηγητής στο πανεπιστημίου. Γενικά έχει θέσει τον εαυτόν του "υπό σκιάν"
1998 Το Δεκέμβρη του 1998 το ΕΜΠ τον ανεκηρύσσει, επίτιμο διδάκτορα του ΕΜΠ. Η τελετη απονομής του τίτλου γίνεται στο κατάμεστο αμφιθέατρο της σχολής, εν μέσω κατάληψης των σπουδαστών του Ε.Μ.Π.Το κλίμα αυτό, αν και αργοπορημένα, "του ταιριάζει" λέει ο ίδιος.
1999 Τον Οκτώβρη του 1999, πεθαίνει μόνος στο διαμέρισμά του, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της αγαπημένης του Λού. Πιθανότατα την 28-10-99.
2. Βίντεο ρεπορτάζ. Ένα μικρό κτήριο στην Κυψέλη. (παραγωγή GRATV.gr 2010)
Το κτήριο της οδού Κυκλάδων (αρ. 6) στην Κυψέλη, σχεδιάστηκε την δεκαετία του 1950 και αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα εξαιρετικό δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η διαδρομή του ξεκίνησε το 1955, αρχικά ως κατοικία - ατελιέ της γλύπτριας Ιωάννας Σπητέρη (για την οποία και σχεδιάστηκε) , ενώ τις επόμενες δεκαετίες το κτήριο αφέθηκε, ερήμωσε μέχρι και πριν λίγα χρόνια όπου ανακατασκευάστηκε από το νέο ιδιοκτήτη - που καθόλου τυχαίο, είναι αρχιτέκτων.
Σήμερα δεν είναι πλέον κατοικία. Όμως δεν «απέχει» πολύ από την αρχική του λειτουργία. Φιλοξενεί την gallery Gazonrouge .Οι εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι διατηρούν πιστά την αρχική μορφή του. Το σεβάστηκε ο ιδιοκτήτης του, αρχιτέκτονας Διονύσης. Σοτοβίκης, το σεβάστηκε η ένοικος του, Λωραίνη Αλιμαντίρη. (οι οποίοι και μιλούν στο παρακάτω βίντεο)
Ανακαλύψαμε στο αρχείο της ΕΡΤ ένα εξαιρετικά σκηνοθετημένο βίντεο που παρουσιάζει το κτήριο και τον Αριστομένη Προβελέγγιο να μιλάει χρόνια πριν. Το βίντεο είναι σε «κακή τεχνική κατάσταση» (σαν την ΕΡΤ) και ίσως χρειαστούν ηχεία για να ακούσετε τον δημιουργό να μιλάει. Όμως η εικόνα είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα... για το κτήριο. Το παρακάτω βίντεο πραγματοποιήθηκε το 2010 από την διαδικτυακή τηλεόραση του greekarchitects.gr, το GRATV.gr
3. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος και η «Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτονική» - Του Αντώνη Κ.Αντωνιάδη
Ο αρχιτέκτονας Αντώνης Αντωνιάδης στην προσωπική του ιστοσελίδα, έχει δημοσιεύσει ένα εκτενές κείμενο - αφιέρωμα στον Αριστομένη Προβελέγγιο. Παρουσιάζει σημαντικά κτήρια του δημιουργού ενώ παράλληλα και άγνωστες πτυχές της ζωής του. Σε κάποιο σημείο θα δείτε φωτογραφίες από το κτήριο της οδού Κυκλάδων, (χρονικά κάπου ενδιάμεσα από το βίντεο αρχείου της ΕΡΤ και από το βίντεο 2010 του GRATV που σας παρουσιάζουμε) όπου το κτήριο ήταν παραμελημένο από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες.
Σήμερα το κτήριο όχι μόνο είναι σε άριστη κατάσταση - και αξίζουν συγχαρητήρια στους νέους ιδιοκτήτες και ένοικους - αλλά έχουν έρθει στην επιφάνεια επιμελώς (εσωτερικά) ακόμα και τα αρχικά χρώματα που είχε επιλέξει ο Προβελέγγιος.
Στο αφιέρωμα του Αντωνιάδη μπορείτε επίσης να διαβάσετε και επιστολές - αλληλογραφία του ιδίου με τον Προβελέγγιο. Αθήναι 1/2/84 «..Από τις 3 Δεκέμβρη πού γύρισα απ ‘το Παρίσι ως τώρα κλείστηκα μεσ ‘τον εαυτό μου και τα βιβλία , αυτά τα τόσο σοφά αδέλφια, γυρεύοντας μια ασκητεία μια προσευχή...»
4. Οδός Κυκλάδων: Ενας δρόμος αποτυπώνει την ιστορία της πόλης - Του ΤΑΣΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ 28/02/2008
Κυκλάδων είναι ένας μικρός δρόμος στην Κυψέλη, παράλληλος της Πατησίων. Ενας από τους πολλούς δρόμους της Αθήνας, που έζησε και συνεχίζει να ζει τις συγκλονιστικές μεταμορφώσεις που συντελούνται τις τελευταίες δεκαετίες στο σώμα της. Στο συνεχές μέτωπο των οικοδομικών τετραγώνων αποτυπώνεται η ιστορία της πόλης αλλά και το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο των κτηρίων που κτίστηκαν σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες στο παρελθόν.
Οδός Κυκλάδων
Ανάμεσα στα διώροφα νεοκλασικά και τις κατοικίες του μεσοπολέμου ξεφυτρώνουν ψηλές πολυκατοικίες με επάλληλα ρετιρέ, που αλλάζουν δραστικά την κλίμακα του στενού δρόμου. Το ένα κτήριο -έτσι όπως στέκεται δίπλα στο άλλο- είναι σα να διηγείται τη δική του ιστορία, να θυμίζει τη δική του εποχή, και καθώς περπατάς κατά μήκος του δρόμου μοιάζει να ξετυλίγεται μπροστά σου ένα παράδοξο φιλμ που σε ταξιδεύει στο χρόνο. Μια φορά μπροστά, μια πίσω... Αλλωστε, όπως αναφέρει ο Μπόρχες: «Το παρόν δεν ακινητοποιείται. Ενα καθαρό παρόν είναι αδιανόητο: θα 'ταν ανύπαρκτο. Το παρόν περιλαμβάνει πάντα ένα μέρος του παρελθόντος και ένα μέρος του μέλλοντος».
Εκεί δίπλα στα άλλα κτήρια υπάρχουν και δύο έξοχα έργα, δύο μεγάλων απόντων της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Ενα ξεχασμένο σήμερα σπίτι-εργαστήριο, του οραματιστή και ασυμβίβαστου Αριστομένη Προβελέγγιου, και το θεατράκι της «Οδού Κυκλάδων» του πρόωρα χαμένου φίλου, Κυριάκου Κρόκου. Είναι δύο μικρά κτήρια που οι περισσότεροι ίσως τα προσπερνούν δίχως να τους δίνουν σημασία. Δύο κτήρια που βρίσκονται μακριά από τα φώτα της λαμπερής δημοσιότητας, αλλά και εκείνα τα αρχιτεκτονικά έργα που πριν καλά καλά κτιστούν έχουν ήδη αρχίσει να διαλαλούν σε όλους τους τόνους την αμφίβολη παρουσία τους. Για διαφορετικούς λόγους το καθένα, είναι ένα δίδαγμα πολύ καλής αρχιτεκτονικής.
Η κατοικία-ατελιέ της γλύπτριας Ιωάννας Σπητέρη, που σχεδίασε και έκτισε ο Αριστομένης Προβελέγγιος το διάστημα 1956-58, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Ανήκει κι αυτό, μαζί με άλλα σπουδαία κτήρια, στη δεκαετία εκείνη που χαρακτηρίστηκε δικαίως «Ανοιξη» της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κτισμένο σ' ένα μικρό οικόπεδο, στον αριθμό 6, με πρόσοψη όχι παραπάνω από 5 μέτρα, ανάμεσα σε δύο τυφλές μεσοτοιχίες και μη έχοντας τη δυνατότητα εκτόνωσης σε υπαίθριο χώρο, περιλαμβάνει στο ισόγειο ένα εργαστήριο διπλού ύψους, που λειτουργεί ως εσωτερική «αυλή». Ο χώρος αποκτά θεατρικότητα αλλά και άπλετο φως, που εισχωρεί από τα μεγάλα υαλοστάσια της πρόσοψης. Είναι σαν να μεταφέρεται το έξω, μέσα. Ο διώροφος χώρος μόνον ως ανεπαίσθητη υπόμνηση εκφράζεται στην όμορφη εξωτερική όψη και αποκαλύπτεται ως έκπληξη μόλις ο επισκέπτης διαβεί το κατώφλι της κυρίας εισόδου.
Ενας εσωτερικός αρχιτεκτονικός περίπατος (η γνωστή «promenade architecturale» του Le Corbusier) οργανώνει την κίνηση και την άνοδο, πρώτα στο πατάρι του ατελιέ, όπου βρίσκεται ένα μικρό γραφείο, και κατόπιν στο δεύτερο επίπεδο της κατοικίας, με το καθιστικό να «βλέπει» προς τον δρόμο και τα υπνοδωμάτια με τους βοηθητικούς χώρους να τοποθετούνται ελαφρώς ψηλότερα στο πίσω μέρος. Αυτό που έχει σημασία, είναι να προσέξει κανείς την αριστοτεχνική διαμόρφωση της ανάγλυφης όψης πάνω στο δρόμο, τον κομψό κάναβο από εμφανές σκυρόδεμα και τα υαλοπετάσματα που δημιουργούν αρμονικές κατακόρυφες και οριζόντιες ζώνες, καθώς και το μικρό μπαλκόνι του καθιστικού, που εξέχει διακριτικά από το επίπεδο της όψης.
Σήμερα, το σπίτι που επηρέασε γενιές και γενιές αρχιτεκτόνων, που αποτελεί σπουδαίο μάθημα αρχιτεκτονικής των σπουδαστών μας όταν το επισκεπτόμαστε, βρίσκεται εγκαταλειμμένο και σε κακή κατάσταση, όπως και πολλά άλλα κτήρια της -υπό διωγμόν- ελληνικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής (Ξενία, εργατικές πολυκατοικίες, εργοστάσια...). Αναρωτιέμαι, αν ήταν χτισμένο σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα πώς θα το πρόσεχαν, θα το συντηρούσαν και θα το έδειχναν με καμάρι, αφού θα ήταν ένα άξιο έργο του σύγχρονου κτηριακού τους πολιτισμού! Αλλά στη χώρα αυτή βλέπετε, άλλες είναι οι προτεραιότητες του υπουργείου Πολιτισμού, αλλού διοχετεύονται τα «κονδύλια» του Ελληνα φορολογούμενου.
Το μικρό θέατρο λίγο παρακάτω, στον αριθμό 11, περισσότερο γνωστό στους Αθηναίους για τις εξαιρετικές και μοναδικές παραστάσεις του σημαντικού μας σκηνοθέτη και ηθοποιού Λευτέρη Βογιατζή, χτίστηκε στο εσωτερικό μιας παλιάς αποθήκης. «Ηταν ένα "άδειο κοχύλι" που ήρθαμε να το ξανακατοικήσουμε» έγραφε τότε ο Κυριάκος. Θυμάμαι όταν το έκτιζε, πώς το απλό, συνηθισμένο τούβλο, μαζί με τα εμφανή σενάζ από μπετόν, μεταμορφώνονταν σιγά σιγά σε έργο ποιητικό. Γιατί, στην αρχιτεκτονική, δεν χρειάζονται ακριβά υλικά για να κάνεις κάτι σπουδαίο. Είναι η μαστοριά και ο τρόπος που θα τα χρησιμοποιήσεις.
Η κυματιστή τεθλασμένη επιφάνεια του τούβλινου τοίχου σε υποδέχεται και σε οδηγεί στο εσωτερικό, διαχωρίζοντας παράλληλα τη μικρή αμφιθεατρική αίθουσα από τους υπόλοιπους χώρους. Οι επάλληλες στρώσεις, οι αρμοί, τα σενάζ και τα πρέκια, τα τούβλα που πλαγιάζουν εκεί που πρέπει, αποκαλύπτουν την εσωτερική κατασκευαστική δομή του ασοβάτιστου τοίχου. Αλλά και τα όμορφα φωτιστικά στην οροφή με τα έγχρωμα κρύσταλλα και το μωσαϊκό στο δάπεδο ολοκληρώνουν έναν εσωτερικό θεατρικό χώρο που αποκαλύπτεται υποβλητικός στην απλότητά του.
Και τα δύο κτήρια, όσο παλιώνουν τόσο πιο όμορφα γίνονται. Γιατί, πρέπει να περάσουν αρκετά χρόνια ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για την αξία ενός αρχιτεκτονικού έργου, όταν δηλαδή έχουν πια υποχωρήσει και καταλαγιάσει οι μόδες της εποχής και το κάθε έργο βρίσκεται μόνο του, «χωρίς βοήθεια», απέναντι στο χρόνο.
Ωρες ώρες σκέφτομαι, έτσι όπως στέκουν στον ίδιο δρόμο, διαγωνίως απέναντι το ένα από το άλλο: είναι σαν να συνομιλούν και να σιγοψιθυρίζουν κουβέντες δικές τους, μυστικές, όπως κάνουν άλλωστε όλα τα καλά έργα μεταξύ τους. Σαν οι δύο σημαντικοί Ελληνες αρχιτέκτονες να κάθονται αντικριστά και να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, για τη δική μας την τωρινή αρχιτεκτονική. Να την κρίνει ο καθένας από τη δική του προσωπική σκοπιά, το ιδιαίτερο βλέμμα του. Σαν κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο να είναι ωσεί παρόντες, να μην έχουν φύγει και να μας υπενθυμίζουν πως έννοιες όπως η οικονομία, η απλότητα ή το «μέτρο», σήμερα, την εποχή της υπέρμετρης κατανάλωσης και της πλεονεξίας, είναι παντελώς αγνοημένες.
«Στ' αλήθεια μπορεί να υπάρχει στη ζωή / τόση αποτυχία που ν' αφήνει / την ανθρώπινη ματαιοδοξία ανικανοποίητη;» γράφει ο φίλος ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Τι σχέση μπορεί να έχει το μικρό σπίτι της οδού Κυκλάδων με τις τεράστιες επηρμένες βίλες των βορείων προαστίων ή το θεατράκι, με τα τερατώδη αστραφτερά «πολιτιστικά κέντρα» που ξεφυτρώνουν στις κεντρικές λεωφόρους της Αθήνας;
5. Αναμνήσεις από το έργο του και το Αττικό τοπίο
Της Αναστασίας Πεπέ, Αρχιτέκτονας Μηχανικού
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΥΓΗ την 28-10-2001
Υπήρχε κάτι μυστικό στην επικοινωνία μας. Εκείνος μου άνοιγε μυστικά περάσματα, απ' όπου περνώντας το φως στροβιλιζόταν σ' όλους τους τύπους χρωμάτων και σχημάτων της αρχιτεκτονικής συνείδησης.
Εγώ φαινόμουν, σαν να έδενα όλα αυτά τα οχήματα ή χρώματα στο νου μου, κάνοντας του ερωτήσεις. Όταν του έλεγα πως έκανα χορό ή έγραφα ποίηση, φαινόταν μπλεγμένος απέναντί μου.
«Ώστε κάνεις χορό; Είσαι ευτυχισμένη!» μου έλεγε. Ή: «πολύ καλά κάνεις και γράφεις. Με τη γραφή ρίχνουμε φως μέσα στους ανθρώπους...».
Ανέμελος μέχρι την τελευταία του στιγμή, ήθελε εν τούτοις γερά νεύρα για ν' αντιμετωπίσεις την απαισιοδοξία του. Σπάνιας ζωτικότητας ο ίδιος, μας μάθαινε να τολμούμε, να ξεδιπλώνουμε όλο το νήμα της ζωής μέχρι την άκρη της γνώσης.
Υπερασπίζοντας την ποιότητα, άγγιζε με τις αξίες του το πιο σκοτεινό σημείο του λόγου ή της ύπαρξης. Έλεγε αστεία.
Προσπαθούσε να φανταστεί ή να κάνει προτάσεις, όσο το δυνατόν περισσότερο εφικτές μέσα στο ποιόν της αρχιτεκτονικής σκέψης και συνείδησης. Μαχόταν ιδιαιτέρως για την αγνή αρχιτεκτονική συνείδηση. Έλεγε πολύ συχνά για τον Le Corbusier, πως ήταν αγνός, εννοώντας τις προθέσεις του. Σε συνομιλίες του μαζί μας έδειχνε πως δεν μπορούσε να δεχτεί ως σωστό ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο, χωρίς την ανάλογη αγνή πρόθεση, από τον μελετητή ή εργοδότη. Εύρισκε πάντα το μέτρο. Όριζε με το μυαλό του τα όρια της ανθρώπινης διάθεσης, θέτοντας το ανάστημα του ανάμεσα στο άτομο και στις επιδιώξεις της εξουσίας και τα σχέδια της.
θυμάμαι όταν συζητούσαμε για την αρχιτεκτονική μου είχε πει, δείχνοντας τα δάκτυλα του: «Αυτά εδώ είναι οι ανθρωπιστικές επιστήμες, η ιστορία, η φιλοσοφία, η ανθρωπολογία...». Και κόβοντας τα στη ρίζα τους, με το άλλο και δείχνοντας την παλάμη του, «...και αυτή εδώ είναι η τεχνική. Όσο πιο γερά συναρμολογούνται τα δάχτυλα στην παλάμη, οι ανθρωπιστικές επιστήμες δηλαδή με την τεχνική, τόσο πιο γερή η αρχιτεκτονική γίνεται».
Αυτός είναι ο λόγος νομίζω που ο ίδιος δεν υποστήριξε τόσο το έργο του δημόσια, όσο τις ιδέες του και ο λόγος πού δεν θέλησε ιδιαίτερα να το οργανώσει εκ των υστέρων. Μαχητής, έδινε μεγαλύτερη αξία στον άνθρωπο, παρά στο κτίριο και στις αρχιτεκτονικές προτάσεις.
Όταν γύρισε το 1979 στην Αθήνα, έχοντας ήδη διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, μετά τον Μάη του '68, αρνήθηκε επίμονα την ενεργό συμμετοχή του στην άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος. Το Ε.Μ.Π. του αναγνώρισε τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα τον Δεκέμβρη του 1998. Η Ελλάδα γενικώς του στέρησε την ικανοποίηση της προσφοράς του, εν ζωή, στην αρχιτεκτονική συνείδηση του τόπου, και οι αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές του μελέτες παραμένουν αδημοσίευτες. Όταν διαφώνησε, λόγω του χαρακτήρα του, γραπτώς, με τον Le Cobusier το 1951, όταν δούλευε στο γραφείο του, για το γνωστό «la vie est sans pitie» του Le Corbu χαραγμένο σε βότσαλο, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του απάντησε "les homes ont cree le pitie"... l' architecture n' est pas tout pitie. («οι άνθρωποι έχουν δημιουργήσει το έλεος... η αρχιτεκτονική δεν είναι καθόλου φιλεύσπλαχνη».)
Από τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως λόγω αυτής της στάσης και της ιδιοσυγκρασίας του, ο Αριστομένης δεν θα σχεδίαζε και θα κατασκεύαζε παρά ελάχιστα αρχιτεκτονικά έργα. Τα έργα του, πάντα σχεδιασμένα σε κατάσταση δυναμισμού και οράματος, έγιναν σε μικρό χρονικό διάστημα και κατασκευάστηκαν από τον ίδιον.
Το Ξενοδοχείο GREEN COAST, η οικία - Εργαστήρι Γλυπτικής ΣΠΗΤΕΡΗ οδού Κυκλάδων, το Τυπογραφείο ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ στο Μαρούσι, η οικία ορφανου στο Καλαμάκι (οδός Μαλτέζου-7), η οικία ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ στη Γλυφάδα (οδός Γαληνού- 8), η Κλινική ΟΡΦΑΝΟΥ «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ» (οδός Γ' Σεπτεμβρίου και Μακεδονίας- 9) ή το Κτίριο Γραφείων Ερμού- 8 (Πάλλης στο ισόγειο) είναι ορισμένα από τα έργα του. Κρύβουν τον εσωτερικό προβληματισμό του και μια ανώτερη αντίληψη τεχνικής. Οι λύσεις που έδωσε δηλώνουν μέτρο και ισορροπία κατασκευαστική, που όμως περιλαμβάνουν τ' όνειρο και την ποιότητα του ανθρωπισμού του. Αδημοσίευτο και άγνωστο το έργο του στους αρχιτέκτονες σήμερα, θα φωτίσει, όταν οργανωθεί και δημοσιευτεί, την ιστορία της Αρχιτεκτονικής στη χώρα μας τη δεκαετία 1957 έως 1967. Στη Γαλλία το έργο του ΒΑΤΙΜΕΝΤ DE COMITE D' ACCEUIL - Κτίριο Υποδοχής Σπουδαστών (1952), αναγνωρισμένο σήμερα, έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο των 120 Αρχιτεκτονικών έργων - Δημιουργιών. για την πόλη του Παρισιού [Οδηγός Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Παρισιού 19731.
ΓΙΑ ΤΟ ΤΟΠΙΟ
Επέστρεψε για δεύτερη φορά στην Αθήνα, το 1979, 65 ετών, να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στον τόπο του, που ήταν όραμα γι αυτόν και παράδεισος! θυμάται το Λεκανοπέδιο με αμπέλια, έβλεπε το διαμερισμό του στο ρετιρέ της πολυκατοικίας της οδού Χατζηδάκη-11 από την Πάρνηθα ως το Φάληρο.
θυμόταν τα ελαφρά, μόνιμα ρεύματα αέρος που δημιουργούσαν αυτήν την καθαρότητα της ατμόσφαιρας του Αττικού ουρανού και που τώρα έπαψαν να φυσούν, όπως παλιά. «Τώρα έκαψαν τα δάση και μπάζωσαν τα ρέματα», έλεγε. Ένα ρεύμα αέρος ερχόταν από το πλάι της Πεντέλης, περνούσε από το Πολύδροσο, τα Τουρκοβούνια και έβγαινε στη θάλασσα. Τα Τουρκοβούνια, έλεγε, ήταν αποφασισμένος τόπος ηρεμίας για τους παλαιούς. Ακόμα και οι Τούρκοι τα ήθελαν άκτιστα».
Γύρω από την Ακρόπολη θυμόταν τους Λόφους, πριν τον πόλεμο, πριν κατασκευαστούν δηλαδή οι διαμορφώσεις με τα πλακόστρωτα από τον Πικιώνη μαζί με την άσφαλτο, δηλ. ο περιφερειακός της Απ. Παύλου και Δίον. Αρεοπαγίτου. Πίστευε ότι δεν θα πρεπε να διαχωριστούν οι ΛΟΦΟΙ της ΠΝΥΚΑΣ και του φιλοπαππου από τον ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ και τον ΙΕΡΟ ΒΡΑΧΟ της ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ. με αυτόν τον δρόμο. «Ο Παρθενώνας έχει άσχημη οπτική, μας είχε πει, από τόσο κοντό. Τώρα θα κάμουν αυτόν τον απαίσιο δρόμο, και πεζόδρομο!»
Αντιτάχτηκε στα Μεγάλα Έργα της Αττικής της δεκαετίας 1990-2000, όπως συγκεκριμένα στο Metro, στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας ή στην Ενοποίηση των Αρχαιολογικών χώρων.
Αντίθετα, στη ζωή του υπερασπίστηκε με πάθος την αναγνώριση των θυμάτων στην Εθνική Αντίσταση μεταξύ των οποίων ήσαν οι δύο αδελφοί του.
Η λύπη του αυξανόταν όσο έβλεπε την Αθήνα να σφίγγει σαν ποντικοπαγίδα τους κατοίκους της. θεωρούσε ότι η δυσανάλογα εκτεταμένη αυτή πόλη, για ένα τοπίο ιερό, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, όπως σ' έναν μεγάλο σεισμό, θα εγκλωβίσει τραγικά τους κατοίκους της. θεωρούσε τις μελέτες του Metro ιδιοτελείς και γι αυτό ελλείπεις. «Το Metro έχει νόημα να κινείσαι κάτω από την πόλη, έλεγε, προς όλες τις κατευθύνσεις. Αν χρειαστείς το αυτοκίνητο σου στην πόλη για να πάρεις το metro, τότε δεν λειτουργεί αποτελεσματικά το metro».
Με αγανάκτηση έμαθε την πρόθεση να περάσει το metro κάτω από τον Κεραμεικό! «θα βουλιάξει ο Κεραμεικός! Εκεί είναι όλο πηγές με υπόγεια ύδατα». Ένα χρόνο μετά, μέσα στο 2000, είδα τον Ηριδανό, το ιερό ποτάμι του Κεραμεικού να στερεύει, για τα έργα του Metro, ενώ τα νέα αρχαιολογικά ευρήματα στον Κεραμεικό, έκαναν το Metro να αλλάξει πορεία.
Αντιμέτωπη με τη θλίψη μου και τη νοσταλγία των ωραίων στιγμών που πέρασαν ανεπιστρεπτί στο διαμέρισμα του ή στο γραφείο του της οδού Χατζηδάκη, γραντζουνώντας μαζί βιβλία, σχέδια, χειρόγραφα ή σημειώσεις, ονειρεύομαι ακόμα ότι το πνεύμα του παρέμεινε διεισδυτικό και ασυμβίβαστο πάντα. Να ερευνά το παρελθόν, να προβληματίζεται με το παρόν και να προσδοκά με απαισιοδοξία το μέλλον: «αφού οι άνθρωποι δεν έμαθαν, δεν διδάχτηκαν από το παρελθόν!» έλεγε. Ή «οι άνθρωποι σήμερα δεν είναι άξιοι των γεγονότων! Χρειάζεται ταλέντο για να κρίνεις το παρόν».
proveleggios.2010.11.01.jpg
Τουριστικό κέντρο στο Σούνιο (Πηγή : Περιοδικό ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 1964)
proveleggios.2010.11.02.jpg
Πολυκατοικία Γ. Χατζηδάκι 11 (Πηγή : http://biodomegr.blogspot.com)
6. Η τελευταία συνέντευξή του στον ΘΑΝΑΣΗ ΛΑΛΑ
Από το tovima.gr
Τι να πω γι' αυτό τον άνθρωπο; Το μόνο που δεν μπορώ να σας κρύψω είναι ο θαυμασμός μου για το πρόσωπο. Λυπάμαι ειλικρινά που η συνομιλία δημοσιεύεται σήμερα, που αυτός ο υπέροχος άνθρωπος δεν είναι πια εδώ, ανάμεσά μας. Βέβαια δεν μπορεί μια τέτοια ψυχή να χάθηκε. «Οι γενναίοι αυτού του κόσμου γίνονται πουλιά» μου λέει ένας καλός μου φίλος! «Οταν πεθαίνουν, δεν χάνονται, μεταμορφώνονται σε πουλιά, που πετάνε ελεύθερα πάνω από τα κεφάλια μας να μας θυμίζουν ότι η τιμιότητα και η αλήθεια δεν σβήστηκαν για πάντα από το λεξικό της ζωής μας και της κοινωνίας», θα επανέλθουν ως κύρια λήμματα και θα ξαναδώσουν νόημα στη ζωή μας, που τα τελευταία χρόνια σύρεται μέσα στα σεντόνια της άνεσης, της ευκολίας και της κακογουστιάς. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος υπήρξε αγωνιστής, κήπος, εύφορη ψυχή που έστελνε στο στόμα λέξεις-βέλη, ικανά να χτυπήσουν στην καρδιά του στόχου, που ήταν γι' αυτόν πάντα ένας: «Να ζούμε και να πεθαίνουμε για κάτι υψηλό, κάτι ικανό να κάνει τους ανθρώπους πιο ανθρώπους»!
Η γνωριμία μας έγινε πριν από χρόνια. Τη δεκαετία του '80. Τον πήρα μια μέρα τηλέφωνο, μετά από παρότρυνση του άλλου σπουδαίου αρχιτέκτονα και στοχαστή Αρη Κωνσταντινίδη. «Να τον δεις τον Αριστομένη· αξίζει» μου είχε πει. Και εγώ πήγα στα Πατήσια κάπου εκεί είχε το παλιό σπίτι του και τον γνώρισα. Στο υπόγειο της πολυκατοικίας ήταν το γραφείο του. Εμενε με τη Λου, τη συντρόφισσά του στον πέμπτο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας, καθήσαμε τρεις-τέσσερις ώρες μαζί. Ο Χρήστος ο Πότσιος τον φωτογράφιζε. Οταν αργότερα έφθασα στο σπίτι μου, οι κασέτες ήταν άδειες. Τρελάθηκα... Από τότε χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε πάλι τώρα, πριν από λίγους μήνες. Ηταν και πάλι υπέροχα. Η μοίρα της σχέσης μας ήταν να αφήνουμε πάντα ένα ραντεβού ανοιχτό. Το τελευταίο ανοιχτό ραντεβού μας είμαι σίγουρος ότι θα πραγματοποιηθεί κάποτε σε ουράνιες πολιτείες. Αυτά. Σας παρουσιάζω τώρα έναν από τους σημαντικότερους Ελληνες αυτού του αιώνα! Τον Αριστομένη Προβελέγγιο!
Μια χαρά σας βλέπω... (γέλια)
«Νιώθω πολύ μόνος αυτόν τον καιρό».
Γιατί;
«Μου λείπουν οι συζητητές... Αν και δεν παραπονούμαι, υπάρχουν μερικοί πολύ καλοί φίλοι ακόμη... Πάντως οι καλοί συζητητές έχουν εκλείψει ή κρυφτεί. Είναι οπισθοδρομικό σήμερα να κουβεντιάζεις. Τώρα είναι της μόδας να φωνάζεις, να τσακώνεσαι δημόσια, να μιλάς παρουσία άλλων χωρίς να ακούς τι λένε οι άλλοι. Σήμερα όλοι γίνανε πολιτικοί: μιλάνε μόνοι τους, βγάζουν λόγο στην παρέα, στους φίλους τους. Εχουμε πια χιλιάδες Σημίτηδες και Καραμανλήδες ανάμεσά μας... Η πολυθρόνα του σαλονιού μας έχει γίνει μπαλκόνι... Σήμερα οι άνθρωποι δεν μιλάνε για να συναντηθούν, βγάζουν απλώς βόλτα το εγώ τους».
Κάθε φορά που σας συναντώ είναι σαν να παίρνω μια βαθιά ανάσα λίγο πριν από τον μοιραίο πνιγμό...
«Σας ευχαριστώ... Αν και δεν έρχεστε συχνά. Θυμάστε μια συνέντευξη που είχαμε κάνει πριν από χρόνια; Δεν δημοσιεύθηκε ποτέ... Γιατί;».
Τη θυμάμαι σαν μια από τις μοναδικές στιγμές της ζωής μου... Δημοσιογραφικά όμως ήταν μια πολύ άτυχη στιγμή. Οταν γύρισα στο σπίτι μου διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε γραμμένη στο μαγνητόφωνο ούτε μία λέξη από όλα αυτά που είχαμε πει. Τέσσερις κασέτες άδειες... Φοβερό. Ενιωθα ντροπή και απογοήτευση. Απέφευγα να σας δω για μερικά χρόνια γιατί δεν είχα τι να σας πω... Ντρεπόμουν πολύ...
«Φοβερό...».
Ποιο;
«Καταντήσαμε να νιώθουμε ντροπή ακόμη και για τις άτυχες στιγμές μας... Με τις ατυχίες μας όμως φτιάχνουμε τη ζωή μας. Οι ήρωες όλοι έγιναν ήρωες σε στιγμές ατυχίας. Αυτή είναι η τύχη μας... η στιγμή που ξεπερνάμε την ατυχία μας... Για πολύν καιρό είχατε χαθεί... Εγώ σας άκουγα στο ραδιόφωνο και θυμόμουν εκείνη τη μαραθώνια κουβέντα μας... Μιλούσα με κολακευτικά λόγια στους φίλους μου για σας και αυτοί σας κατηγορούσαν... Πολλοί άνθρωποι του χώρου μας δεν σας συμπαθούν... Φαντάζομαι ότι το ξέρετε...».
Το αισθάνομαι...
«Γενικώς εγώ συμπαθώ όσους ο κύκλος μας δεν συμπαθεί... Βλέπω όμως πώς μιλάνε οι απλοί άνθρωποι για σας. Εχω εδώ στη γειτονιά μια κυρία που μου λέει για σας: "Ευτυχώς που υπάρχουν και οι συνεντεύξεις του Λάλα στο "Βήμα" και διαβάζω κάτι στα παιδιά μου για να ξεστραβωθούν"... Και τον Τσαγκαρουσιάνο συμπαθώ πολύ, αν και αυτός έχει πολλούς εχθρούς. Είναι όμως και αυτός πολύ καλός συζητητής».
Η συνέντευξη που σας είχε πάρει παλιά είναι μια από τις καλύτερες που έχω διαβάσει...
«Δεν κάνουν οι καλές απαντήσεις την καλή συνέντευξη, όπως νομίζουν οι περισσότεροι... Οι καλές ερωτήσεις σχεδιάζουν τις καλές απαντήσεις... Και σε τελευταία ανάλυση, τι σημαίνει "καλό" και "κακό"; "Καλό" είναι ό,τι δένει, ό,τι είναι αρμονικό... "Κακό" είναι ό,τι βγάζει μάτι. Μια συνέντευξη είναι καλή όταν δυο σκέψεις συναντιούνται, όταν έχει μια αρμονία η κουβέντα, όταν ο ένας καταλαβαίνει τι λέει ο άλλος. Από την ημέρα που τηλεφωνηθήκαμε, σε όποιον κι αν είπα ότι θα έρθει ο Λάλας να μου πάρει συνέντευξη με απέτρεψε... "Μη δεχτείς, θα σε εκθέσει". "Μα αυτό θέλω πια" τους απαντούσα... Βαρέθηκα να προσέχω, κύριε Λάλα... Θέλω να ξαναγίνω αντιστασιακός. Αυτό μας έφαγε... Μας τρώνε τις σάρκες και δεν λέμε τίποτε μη τους θίξουμε. Ετσι φτάσαμε να είναι στα πράγματα, να έχουν λόγο μόνο, οι ξεπουλημένοι... Δεν φαντάζομαι να σας στενοχωρώ που σας λέω όλα αυτά που λένε οι φίλοι μου για σας...».
Αντιθέτως, με ευχαριστεί... (γέλια)
«Καλά κάνετε και το αντιμετωπίζετε έτσι. Πιστέψτε με, οι φίλοι μου βρίζουν αυτόν που εκτιμούν... Η καταξίωση, κύριε Λάλα, σ' αυτόν τον τόπο περνάει πάντα από τον δρόμο της λάσπης. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν αυτό. Βέβαια το άξιο άτομο αντέχει και συνεχίζει τον δρόμο του, ώσπου να βγει στον κάμπο με τις παπαρούνες. Οι ανάξιοι χάνουν τον χρόνο τους σε αντιζηλίες. Ξέρετε ποιοι ζηλεύουν τους άλλους;».
Ποιοι;
«Αυτοί που δεν έχουν σπίτι τους καθρέφτη. Ο καθρέφτης είναι αναγκαίο εξάρτημα για τον οδοιπόρο της ζωής. Πρέπει καθημερινά να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και να βλέπουμε πάνω μας τον χρόνο που περνάει, το αληθινό μας πρόσωπο. Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας ζουν χωρίς να ξέρουν πώς είναι το πρόσωπό τους. Είναι ξανθοί; μελαχρινοί; Δεν το ξέρουν, δυστυχώς. Αυτοί το μόνο που ξέρουν είναι να βρίσκουν κουσούρια στους άλλους».
Πάντως και εσείς χτυπηθήκατε πολύ στη ζωή σας. Υπήρξατε θύμα αντιζηλίας των συναδέλφων σας πολλές φορές.
«Γι' αυτό και τώρα μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η αντιζηλία των άλλων ποτέ δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην πρόοδο του ατόμου και της ομάδας. Το έργο είναι η καλύτερη απάντηση σ' όλα αυτά... Εσάς σας βρίζουν, αλλά συνεχίζετε να κάνετε τις υπέροχες συνεντεύξεις σας... Αυτοί που βρίζουν πλακώνονται κάποια στιγμή από τη βαριά πλάκα της ασημαντότητάς τους... Αν θέλετε μια συμβουλή από μένα, ένα μόνο μπορώ να σας πω: "Ποτέ μην απαντάτε στους επικριτές σας... Απλώς, κάθε φορά που σας επικρίνουν, εσείς να δουλεύετε ακόμη περισσότερο...". Ο χρόνος είναι αυτός που σκονίζει τα πράγματα στην αρχή για να έρθει να τα ξεσκονίσει στη συνέχεια... Ο χρόνος είναι σαν το νερό: κυλάει και ξεσκεπάζει την αλήθεια... Τραβάει την κουβέρτα του ψεύδους και μένει η αλήθεια γυμνή, υπέροχη και λάμπουσα».
Σας ευχαριστώ για τη συμβουλή.
«Αν σας διηγηθώ τη ζωή μου ως αρχιτέκτονος στην Ελλάδα γιατί στο Παρίσι ήταν διαφορετικά τα πράγματα θα απορήσει κανείς. Ενώ αδικήθηκα τόσο, ποτέ δεν απάντησα, δεν εναντιώθηκα στους επικριτές μου και σ' αυτούς που με αδίκησαν. Απλώς συνέχισα να κάνω αυτό που πίστευα χωρίς να ακούω ή να επηρεάζομαι από την αδικία. Εσιώπησα δηλαδή, χωρίς να επαναστατήσω. Το ζούσα όλο αυτό το αρνητικό για μένα κλίμα σχεδόν σαν να μην το πρόσεχα, δεν του έδινα σημασία. Μιλώ ακόμη και για την περίοδο του πολέμου. Στον πόλεμο, αν και ήμουν αριστερός, είχα αποτραβηχτεί, δεν ήμουνα δηλαδή σε γραμμή μάχιμη. Μόνο όταν ήρθε η ώρα για την αντίσταση κατά των Γερμανών, μόνο τότε μπήκα σε οργάνωση και σε λίγο καιρό έφυγα για το Παρίσι. Σε στιγμές που δεν ήταν και τόσο εύκολο να φύγω, γιατί είχα χάσει τον αδερφό μου και αυτό μου είχε στοιχίσει αφάνταστα».
Πώς χάσατε τον αδελφό σας;
«Σκοτώθηκε τον Δεκέμβρη. Μιλάω για τον μεγάλο μου αδερφό. Ολα τα αδέρφια μου ήταν προορισμένα να πεθάνουνε για μια ιδέα».
Γιατί;
«Δεν ξέρω γιατί, φαντάζομαι ότι αυτή ήταν η άλλη πλευρά της οικογένειας. Ο πρώτος αδερφός μου και εγώ γεννηθήκαμε στο σπίτι της οικογένειας του πατέρα μου, δηλαδή της εγγονής του Μάρκου Μπότσαρη, όπου παντού υπήρχαν πορτρέτα κρεμασμένα στους τοίχους τα οποία απεικόνιζαν τον θάνατο. Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη πορτρέτο... Ο θάνατος του γιου του Μάρκου Μπότσαρη πορτρέτο... Τα πάντα είχαν να κάνουν με τον ήρωα ο οποίος πεθαίνει για μια ιδέα. Μέσα στα αρχεία μου υπάρχει ένα βιβλιαράκι στα ιταλικά το οποίο αναφέρεται στον πίνακα που είχαμε κρεμασμένο στο σπίτι του πατέρα μου. Λέει πώς έγινε ο πίνακας αυτός και περιγράφει το πώς προσπάθησαν να σώσουν το σώμα του Μάρκου Μπότσαρη οι σύντροφοί του. Σε αυτό το βιβλιαράκι διαβάζω πως όταν σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης έγινε μια φοβερή μάχη μεταξύ των Τούρκων που πήγαν να αρπάξουν το σώμα του και της μικρής ομάδας των ανθρώπων του Μάρκου που του ήταν αφοσιωμένοι. Τέλος πάντων... Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε από την περιγραφή του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ανατραφήκαμε τι ήθελα να πω πριν λέγοντας ότι με τα αδέρφια μου μεγαλώσαμε για να πεθάνουμε στο όνομα της μεγάλης ιδέας...».
Απολύτως... Αν δεν κάνω λάθος, και από την πλευρά της μητέρας σας έχετε ένδοξους προγόνους.
«Υπάρχει και ο παππούς της μητέρας μου, ο Χρήστος Βυζάντιος, τον οποίο δεν ξέρουν οι Ελληνες. Ο Χρήστος Βυζάντιος ήταν από την Κωνσταντινούπολη, ήρθε εδώ νέος και κατατάχτηκε στον τακτικό στρατό επειδή τα άλλα τα ασκέρια των οπλαρχηγών δεν τον θέλανε».
Γιατί;
«Ισως επειδή ήταν μορφωμένος και θεωρούσαν ότι θα τους ήταν βάρος. Οπως διαπιστώνετε, ο μορφωμένος άνθρωπος ήταν πάντα βάρος για την εξουσία... Καθ' όλη λοιπόν τη διάρκεια του πολέμου, ο Βυζάντιος ήταν κοντά στον τακτικό στρατό. Ηταν ένας άνθρωπος ο οποίος μιλούσε τέλεια γαλλικά είχε μεταφράσει την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης και άλλα πολλά. Χωρίς να έχει τα ερείσματα που είχαν οι άλλοι οπλαρχηγοί μιλάω για τις φαμίλιες και για όλους αυτούς ο νεαρός Βυζάντιος άρχισε μόνος του αγώνα εναντίον των Τούρκων. Βέβαια παντρεύτηκε μια κοπέλα από την Κόρινθο Κουτσογιαννοπούλου το όνομα της οποίας η οικογένεια ήταν πλούσιοι κτηματίες, χωρίς όμως να έχουν τα φόντα τα κοινωνικά να επιβάλουν τον γαμπρό τους. Αντιθέτως ο Μπότσαρης είχε παντρευτεί μια Δεληγιάννη, από τη μεγάλη οικογένεια των Δεληγιάννηδων, και εξαιτίας αυτού βοηθήθηκε πολύ. Ο Βυζάντιος, λοιπόν, παρ' όλο που δεν είχε ερείσματα, τα έβαλε με το Παλάτι επειδή δεν έδινε συντάξεις και άφηνε τους τραυματίες και τα ορφανά να ζητιανεύουν στους δρόμους. Εξαιτίας αυτής της στάσης του τον διώχνουν από τον στρατό, τον ξαναπαίρνουν, τον ξαναδιώχνουν, τον ξαναπαίρνουν... Βλέπετε, δεν μπορούσαν να κάνουν χωρίς αυτόν, γιατί τους έκανε τους κανονισμούς της Σχολής των Ευελπίδων, όπου ήταν και καθηγητής. Τους έκανε τη Στρατιωτική Δικαιοσύνη και συγκρότησε επίσης και τον στρατό των εφέδρων. Τελικώς όμως όλα αυτά του τα αναγνώρισαν και αποφάσισαν να τον αφήσουν ήσυχο. Με το που τον άφησαν ήσυχο, παίρνει μια ομάδα από 300-500 και πηγαίνει στην Κρήτη, όπου τραυματίζεται ξανά. Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Βυζάντιο. Τον αγάπησα πολύ και ως συγγραφέα...».
Ως συγγραφέα;
«Ναι, βέβαια... Εχει γράψει ένα βιβλίο που είναι αριστούργημα όχι Μακρυγιάννηδες και τέτοιες σαχλαμάρες...».
Ο Μακρυγιάννης ήταν σαχλαμάρες ως συγγραφέας;
«Σαχλαμάρες δεν λες τίποτα...».
Γιατί;
«Πλαστά πράγματα, κατασκευασμένα a posteriori εκ των υστέρων. Ο Βυζάντιος δημοσίευσε το βιβλίο του αυτό το 1834. Ο μορφωμένος αυτός άνθρωπος έγραψε και τύπωσε μόνος του το ταπεινό αυτό βιβλιαράκι. Αργότερα ο παππούς μου ο γιος του το επανεξέδωσε επαυξημένο με τους χάρτες, τις αναγνωρίσεις, με όλα... Εγιναν 34 εκδόσεις από τότε, αλλά κανένας δεν αναφέρεται ποτέ σ' αυτό το βιβλίο... Τον Βυζάντιο τον έχουν ξεχάσει. Και όμως ο τρόπος με τον οποίο γράφει αποτελεί και απόλαυση και ιστορική κατάθεση, δοσμένη μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση η οποία βασίζεται στη δικαιοσύνη. Το λέει άλλωστε: "Εγώ δεν θα κρίνω σύμφωνα με το τι σχέσεις είχαν οι άλλοι μαζί μου, αλλά σύμφωνα με το τι έκαναν στη ζωή τους". Για τον Μακρυγιάννη λέει: "Δεν θα πω κακό για τον Μακρυγιάννη, γι' αυτόν έχει πει κακό η ίδια η Ιστορία"».
Δεν τον εκτιμάτε τον Μακρυγιάννη απ' ό,τι κατάλαβα... (γέλια)
«Μα ήταν φοβερά παραδόπιστος άνθρωπος... Η φιλοχρηματία του τον έκανε να πάρει όλα τα οικόπεδα εδώ στην Αθήνα για ένα κομμάτι ψωμί... εκμεταλλευόμενος την αδυναμία των ανθρώπων εκείνη την περίοδο. Μετά όλοι λένε, μαρτυρούν, ότι ήταν ένας έμπορος των Τούρκων. Γράφει όμως ο Βυζάντιος: "Παρ' όλο ότι είχε μερικά χαρακτήρος, ήτανε γενναίος και ικανός αρχηγός". Είναι αριστούργημα το βιβλιαράκι αυτό. Είναι εύκολο να το βρει κανείς, λέγεται "Η ιστορία του τακτικού στρατού". Είναι απόλαυση, ξέρει να μιλάει ελληνικά. Δεν παίζει ο άνθρωπος με τη δήθεν δημοτική, να είναι γλωσσοκλάστης, όπως ο Μακρυγιάννης. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα φιλόλογοι οι οποίοι ζούνε από την εκμετάλλευση του ιδιώματός του, γράφουνε, εξηγούν, αναλύουν, παρουσιάζοντας τον Μακρυγιάννη ως τον κατά φαντασίαν αρχηγό των λαϊκών μαζών».
Πάντως αγαπάτε πολύ τους προγόνους σας...
«Η αλήθεια είναι ότι μέσα από την οικογένεια είχαμε την εντολή να μην έχουμε προγονοπληξία ακολουθώντας τη συμβουλή του ίδιου του Μπότσαρη...».
Τη συμβουλή που έλεγε τι;
«Λέει ο Μπότσαρης στον γιο του: "Δε θα πεις ποτέ "Μπότσαρης", ποτέ δε θ' αποκτήσεις ένα εφόδιο απ' το οικογενειακό σου όνομα. Αντιθέτως" του λέει "τους καθηγητές σου θα τους σέβεσαι και θα τους υπακούς. Αν όμως δεις να είναι άδικοι, είτε με σένα είτε με τους συμμαθητές σου και κυρίως με αδυνάτους ανθρώπους, τότε θα αντιταχθείς ακόμα και σ' αυτούς, θα ζητήσεις το δίκιο...". Είναι τρομερό το πώς σκεφτόταν αυτός ο άνθρωπος...».
Πιστεύετε ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σήμερα; Υπάρχει κάποιος Μπότσαρης ανάμεσά μας;
«Μπα... Οι άνθρωποι τότε ήταν άνθρωποι. Αν θέλετε, αυτό ήταν η αξία της εποχής: να είναι πάνω απ' όλα άνθρωποι... Σήμερα έχουν αλλάξει οι εποχές... Σήμερα είναι άλλο το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι τώρα "πώς οι άνθρωποι θα γίνουν απάνθρωποι"». (γέλια)
Τι οδήγησε σ' αυτή την αλλαγή; τι άλλαξε;
«Τώρα πια κάποιοι πιστεύουν ότι ξέρουν το "καλό" μας... Και το εφαρμόζουν... Αγνοώντας ότι άνθρωποι υπηρετούν τις διαταγές τους... Ετσι σιγά σιγά οι ίδιοι άνθρωποι γίνονται απάνθρωποι. Η δική μου ανησυχία είναι ότι από το "άνθρωπος" ως το "απάνθρωπος" μεσολαβούν κάποιοι κύριοι που διοικούν και οργανώνουν δήθεν τη ζωή μας. Είναι αυτοί που πιστεύουν μετά βεβαιότητος ότι οι άνθρωποι πλέον ζουν γεμίζοντας τις τσέπες τους... είναι οι ίδιοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η καρδιά μας χτυπάει στην τσέπη μας... Αυτοί λοιπόν αποφασίζουν τι θα φάμε και τι θα πιούμε και πόσα μας φτάνουν και πόσα δεν μας φτάνουν... Με αυτή την πίστη τους οδηγούνται σε διάφορα σχέδια για τη δική μας ζωή... Λένε: "Τα οικονομικά σας θα είναι έτσι. Εμείς ξέρουμε πως θα είναι έτσι... Εσείς δεν ξέρετε τίποτε... Γι' αυτό δουλεύετε και μη μιλάτε...". Τρελά πράγματα. Πού και πού, όταν δεν τους βγαίνουν τα σχέδια, εμφανίζονται στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις και δίνουν το σύνθημα: "Πρέπει να βαδίσουμε με γρηγορότερους ρυθμούς και για να τους πετύχουμε απαιτείται ενότης όλων". Δηλαδή, "τραβάτε όλοι το καρότσι κι αφήστε τα χαλινάρια σ' εμάς...". Και ποιος είσαι εσύ, βρε, που θα σου αφήσουμε τα χαλινάρια;».
Σωστό αυτό που λέτε, αλλά κανείς άλλος δεν το λέει... Πώς εξηγείτε το ότι κανείς δεν αντιδρά;
«Mass media λέγεται η ταχυδακτυλουργία που μας κάνει απαθείς. Κανείς βέβαια δεν αντέδρασε όταν έπρεπε... Κανείς τότε που γεννιόταν η τηλεόραση δεν σήκωσε φωνή...».
Να έλεγε τι;
«Να πει: "Με ποιο δικαίωμα, κύριοι, πάτε να αντικαταστήσετε την επικοινωνία των πολιτών με αυτό το ψέμα; Με ποιο δικαίωμα αποφασίζετε να κλείσετε τους ανθρώπους στα σπίτια τους;". Μας κλείσανε μέσα και χάσαμε τους φίλους μας, τη χαρά μας, την ψυχή μας... Χάσαμε τη γειτονιά μας... Μας κλείσανε μέσα και μας βάλανε την τηλεόραση να μας παίζει όλη μέρα το πρόγραμμά τους... Αν δεν είχε μπει η τηλεόραση στα σπίτια μας, ποιος θα τολμούσε να μας γκρεμίσει τις αυλές, να μας μικρύνει τους δρόμους κάνοντας πολυκατοικίες; Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια κάποτε ήταν η προέκταση του σπιτιού μας... Ηταν το σαλόνι που δεχόταν καθημερινά τη γειτονιά... Και μετά μου λένε "ποιοι φταίνε για την κατάντια αυτή της Αθήνας;". Αυτοί φταίνε... Ποιοι άλλοι να φταίνε. (σ.σ.: χτυπάει το τηλέφωνο και μόλις το κλείνει συνεχίζει) Αυτός είναι ένας από τους ελάχιστους φίλους που μου έχουν μείνει. Πολύ καλαμπουρτζής. Αμα πιάσουμε το καλαμπούρι, δεν ξεκολλάμε. Για μένα παρ' όλο που άλλοτε δεν το έκανα είναι ένα όπλο πλέον το χιούμορ».
Γιατί άλλοτε δεν χρησιμοποιούσατε το χιούμορ ως όπλο;
«Παλιά ήμουν πιο μαχητικός. Είχα άλλα όπλα. Ενας νέος όταν θέλει να λύσει τις διαφορές του στον δρόμο με τους άλλους που τον ενοχλούν πιάνεται στα χέρια. Οσο μεγαλώνεις όμως, αποφεύγοντας τους τσακωμούς, ψάχνεις και βρίσκεις άλλους τρόπους να τα βγάλεις πέρα με τους ενοχλητικούς. Τώρα, όταν βλέπω ότι δεν μπορώ να πολεμήσω, το διασκεδάζω. Εξάλλου με το καλαμπούρι απέκτησα και μια ακόμη ικανοποίηση: το παιχνίδι με τη γλώσσα. Το χιούμορ έχει πολύ να κάνει με το γλωσσικό παιχνίδι. Εγώ αγαπώ πολύ τη γλώσσα. Εχω μια φίλη φιλόλογο, η οποία με έχει βοηθήσει πολύ στη ζωή μου γενικότερα αλλά και πιο ειδικά στα θέματα της ελληνικής γλώσσας. Τη ρωτάω ενίοτε, ας πούμε: "Αυτός ο νεολογισμός είναι παραδεκτός ή απαράδεκτος;". Αυτή η γυναίκα μού έχει πει ότι έχω ένα ένστικτο στη γλώσσα. Αυτό το ένστικτό μου στη γλώσσα ασκείται και με το καλαμπούρι, με το αστείο, το οποίο εμένα αυτή τη στιγμή με βοηθάει να ζήσω. Οπως με βοηθούν να ζήσω και οι λίγοι φίλοι που μου απόμειναν. Βλέπετε, τα πράγματα στη ζωή μου ήρθαν αρκετά τραγικά. Υπέφερα πάρα πολύ για λόγους οι οποίοι είναι αληθινοί».
Αλλιώς σηκώνουμε τα βάρη της ζωής όταν έχουμε πλάι μας φίλους καλούς και συγγενείς αγαπημένους; Πολλοί πιστεύουν ότι η ζωή είναι ένα μοναχικό ταξίδι...
«Δεν συμφωνώ με τους τελευταίους που υποστηρίζουν αυτό που λέτε. Και θα σας πω ένα παράδειγμα: αλλιώς πενθείς άμα έχεις δίπλα σου μάνα, πατέρα, αδέρφια ή γερούς φίλους και αλλιώς άμα είσαι μόνος. Εγώ ήμουν πραγματικά ολομόναχος μιλάω για το πρόσφατο πένθος μου, το πένθος της αγάπης μου, το πένθος της Λου, της γυναίκας μου. Ηταν αβάσταχτο αυτό το πένθος λοιπόν».
Πάντως η ζωή σας μοιάζει με παραμύθι. Και τα θυμάστε όλα σαν να έγιναν χθες...
«Πού να τα ξεχάσεις όλα αυτά, κύριε Λάλα; Ξεχνιούνται όλες αυτές οι περίεργες ιστορίες που έζησα; Η αλήθεια δεν ξεχνιέται ποτέ. Μόνο το ψέμα ξεχνιέται... αυτή είναι η αρρώστια του ψεύτη. Λέει το ψέμα και μετά ξεχνάει τι είπε. Τρομερή αγωνία. Αυτή είναι μια αλήθεια που δεν την ξέρουν οι ψεύτες».
Αλήθεια, γιατί δεν ξεχνάμε την αλήθεια;
«Μα η αλήθεια ακουμπάει πάντα στη ζωή».
Γιατί κάποιοι διαλέγουν τον δρόμο του ψέματος, κόντρα στην αλήθεια;
«Τον δρόμο της αλήθειας για να τον τραβήξεις πρέπει να είσαι άνθρωπος της αλήθειας. Στους περισσότερους αρέσει ο φαρμπαλάς. Ετσι νομίζουν ότι η ζωή γίνεται πιο ευχάριστη. Ελα όμως που έτσι χάνει το ενδιαφέρον της. Η ζωή πρέπει να είναι δύσκολη για να έχει ενδιαφέρον κακά τα ψέματα. Εγώ αν είχα να διαλέξω ανάμεσα στα βάσανα της ζωής και στις ευκολίες της, θα διάλεγα τα βάσανα. Επειδή έζησα τη ζωή μου με αυτά τα μυαλά, γι' αυτό και τώρα νιώθω ότι κουβαλάω στο σώμα μου και στην ψυχή μου όλη μου τη ζωή. Θυμάμαι τα πάντα γιατί όλα είχαν βάσανο μέσα τους. Πώς να ξεχάσεις το βάσανο. Το βάσανο είναι κουραστικό. Αλλά και η πλήξη της ευκολίας το ίδιο κουραστική είναι στη ζωή. Είναι φοβερή η ικανοποίηση όταν ανεβαίνεις τις ανηφόρες. Πολλοί νομίζουν ότι στις κατηφόρες δεν υπάρχει κόπος, δεν υπάρχει κούραση. Λάθος κάνουν. Η διαφορά της ανηφόρας από την κατηφόρα δεν έχει να κάνει με τον βαθμό της κούρασης».
Αλλά με τι έχει να κάνει;
«Με την ποιότητα της κούρασης. Στο τέλος της ανηφόρας υπάρχει η κούραση που συνοδεύεται από το αδύνατο που έγινε δυνατό. Στην κατηφόρα κουράζεσαι για κάτι που ο καθένας μας θα μπορούσε να κάνει».
Πάντα σας άρεσαν τα παραμύθια;
«Ναι, πάντα. Οχι τα μυθεύματα, τα παραμύθια. Οι περισσότεροι άνθρωποι μπερδεύουν αυτά τα δύο. Πολλοί λένε ότι τους αρέσουν τα παραμύθια και εννοούν τα μυθεύματα. Το παραμύθι είναι πάνω από την αλήθεια, είναι η αλήθεια με ποίηση και με μια μικρή δόση φιλοσοφίας, μια μικρή δόση θρησκείας».
Οι άνθρωποι σήμερα ζουν με παραμύθια ή με μυθεύματα;
«Αυτό που έχουν ανάγκη οι περισσότεροι σήμερα είναι το βρωμομύθευμα. Το "Τρίτο Στεφάνι" ας πούμε και ας με συγχωρεί ο μακαρίτης τι ήταν;».
Τι ήταν;
«Σαχλαμάρες, ζορισμένα πράγματα, τα οποία δεν μου αρέσουν. Για μένα, δεν πρέπει να γράφει κανείς για μεγάλα κοινωνικά θέματα, χωρίς να το νιώθει. Καλύτερα να γράφει αυτό το είδος προσωπικής ποίησης. Αυτά που σου λέω τα έλεγα και στον ίδιο τον Ταχτσή όταν τον έβλεπα. Οταν με πρωτογνώρισε, μου είπε: "Ξέρεις, Αριστομένη, εμένα θα έπρεπε να με αγαπάς, γιατί θα μπορούσα να είμαι πρώτος σου εξάδερφος". Είχε μάθει από εκμυστηρεύσεις της οικογένειάς του ότι η μητέρα του αγαπούσε τον αδερφό του πατέρα μου όταν ήταν νέα. Και υπήρχε και ένα είδος έρωτα ίσως λιγάκι πιο προχωρημένου, ένα είδος υπόσχεσης γάμου. Εγώ αυτό το ήξερα, επειδή μου είχε πει ο πατέρας μου ότι μια από τις πιο σκληρές στιγμές της ζωής του ήταν όταν πήρε την εντολή από την οικογένεια να πάει να αναγγείλει τη διάλυση της υπόσχεσης γάμου, διότι απεφασίσθη αιφνιδίως ότι ο θείος μου έπρεπε να ζήσει ανύπαντρος για να προσπορίσει στην οικογένειά του, η οποία είχε καταρρεύσει οικονομικά. Τα χρήματα του θείου θα της επέτρεπαν να κρατήσει ένα επίπεδο ζωής δεδομένου ότι υπήρχαν στην οικογένεια και πέντε αδερφές».
Πώς κατέρρευσε οικονομικά η οικογένεια;
«Ο παππούς μου είχε φάει κολοσσιαία περιουσία στα χαρτιά. Ολοι οι Προβελέγγιοι φάγανε τα πάντα, ως τις προίκες των γυναικών τους. Ο παππούς μου δεν πήρε προίκα από την Μπότσαρη, αλλά έφαγε τα δικά του, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν ως και μεταλλεία. Αυτό το θέμα ακόμη και τώρα με εκνευρίζει, γι' αυτό ας αλλάξουμε συζήτηση».
Σας εκνευρίζει η κατάσταση που επικρατεί γύρω μας;
«Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να βγάζω κραυγές έχθρας προς την κοινωνία γύρω μου».
Γιατί; Τι σας εκνευρίζει περισσότερο;
«Η κοινωνία γύρω μας ιεραρχείται πια με κορυφή την ατιμία. Αυτό με βγάζει από τα ρούχα μου. Είναι φοβερό. Φτάσαμε στο σημείο άμα δεν υπάρχει ο άτιμος να μην ξέρουμε ποιος θα τεθεί επικεφαλής για να κρατήσει τους δεύτερους τη τάξει ατίμους, τους τρίτους. Αντε να αντέξεις μια τέτοια κοινωνία ατίμων. Παλιά έβλεπες και κανέναν τίμιο στην εξουσία· τώρα οι τίμιοι στην κοινωνία είναι η μειοψηφία. Ξέρετε ποιοι είναι οι μεσάζοντες σε όλες τις μεγάλες μίζες; Οι κεντροαριστεροί. Ολοι αυτοί που κάποτε αγωνίζοντο για να διώξουν τη Δεξιά. Ποιος να φανταζόταν τότε ότι αγωνίζοντο όλοι αυτοί να φύγει η Δεξιά για να κάτσουν οι ίδιοι στη θέση της εξουσίας; Και δεν κάθησαν μόνο. Την άλωσαν. Ηταν πολύ πεινασμένοι και τρώγανε ό,τι έπεφτε στο τραπέζι. Δεν είχαν ιερό και όσιο. Σήμερα όλο το κράτος διοικείται από πρώην κεντροαριστερούς. Είναι αδυσώπητοι, βουτηγμένοι μέσα στη συναλλαγή. Οι παλιοί ιδεολόγοι... Θα μου πείτε πότε θριάμβευσαν οι ιδέες; Ποτέ».
Γιατί οι ιδέες είναι πάντα ηττημένες;
«Γιατί αυτοί που τις κοινωνούν τις κοινωνούν μόνο και μόνο για να πάρουν τη θέση αυτού που τις κατατρέχει».
Υπάρχει μια συνομοταξία πολιτικών που εκτιμάτε;
«Οχι. Τους μόνους που εκτιμώ είναι οι "L' homme de la nation", όπως λένε και οι Γάλλοι· δηλαδή τους ανθρώπους του έθνους. Ολους αυτούς τους ανθρώπους τους διακρίνει πάντα μια αθωότητα».
Εσείς πιστεύετε ότι είστε ένας από αυτούς τους αθώους;
«Εγώ είμαι ένας ένοχος αριστερός. Δεν έχω καμία σχέση με αυτούς τους ανθρώπους».
Παραμένετε αριστερός;
«Ναι, παραμένω, παρ' όλες τις ταλαιπωρίες που έχει υποστεί αυτή η λέξη».
Εσείς όταν λέτε «αριστερός» σήμερα τι εννοείτε;
«Εγώ θα έλεγα ότι σήμερα πια λέμε αριστερό έναν άνθρωπο ο οποίος συγκινείται από μια αφήγηση των ηρωικών ημερών της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Διότι δεν ξέρουν οι άνθρωποι και ας τους λες ότι είναι μεγάλη ζημία να μην ξέρουμε την ιστορία των 50 τελευταίων ετών. Εγώ σε άρθρα που έχω γράψει κατά καιρούς κάνω συχνά τον υπαινιγμό ότι δεν αποκλείεται η καταστροφή της πόλης των Αθηνών να είναι μέσα σε ένα σχέδιο που λέει: "Ποτέ πια η Αθήνα πόλη εξέγερσης". Φυσικά δεν έχω αποδείξεις, αλλά το λέω για να σκεφθεί κανείς ότι μπορεί και να είναι έτσι. Οταν άρχισαν να δίνουν τα δάνεια για τις πολυκατοικίες, χωρίς να τους νοιάζει αν θα σκεπαστεί η Ακρόπολη, όταν άνοιξαν την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου και κόψανε την Ακρόπολη από τους λόφους του Φιλοπάππου και τη Νυμφών και την Πνύκα, αυτό για μένα ήταν έγκλημα. Θα μπορούσε η αρχαία Αθήνα να μείνει μια κηλίδα με τα βραχάκια της, αφού αυτά λειτουργούσαν σαν σύνολο. Θα μου πείτε και γιατί την καταστρέψανε; Για ποιο λόγο; Μα για να περνάνε γρήγορα, να πηγαίνουν σπίτια τους χωρίς κόπο. Για την ευκολία κάποιων κάφρων απεκόπη η πόλη από το φυσικό της τοπίο;».
Μόνο για την ευκολία μας καταστρέψαμε το φυσικό τοπίο;
«Και για να κάνει ο Καραμανλής περιουσία. Δεν του έδωσαν τα ορεινά, τα πάνω από τη Φιλοθέη; Η Φιλοθέη, η οποία ως συνεταιρισμός δεν είχε δικαίωμα να επεκταθεί, την επεξέτεινε ο Καραμανλής και πήρε την αντιμισθία του. Δεν τολμούν όμως να το πουν. Βγήκαν και τον κλάψανε ως τον τιμιότερο πολιτικό. Είναι γνωστό ότι ο Καραμανλής εξυπηρετούσε τα σχέδια των Εγγλέζων για την Κύπρο και ότι είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τη Φρειδερίκη αυτό είναι γνωστό σε όλους, αλλά το αποσιωπούμε. Μετά όμως, όταν η Φρειδερίκη κατάλαβε ότι δεν ήταν και εντελώς του χεριού της, άρχισαν να τσακώνονται. Τσακώθηκαν δηλαδή στη μοιρασιά. Μεταξύ άλλων αδίκησαν και τον Στέφανο τον Στεφανόπουλο, ο οποίος ήταν ένας ευγενέστατος άνθρωπος χωρίς μεγάλη ικανότητα πολιτικού, γιατί ήταν άβουλος αλλά μορφωμένος και χαρακτήρας που τον κατηύθυναν τα χριστιανοδημοκρατικά ιδεώδη του».
Ο τωρινός πρόεδρος, ο κ. Στεφανόπουλος, πώς σας φαίνεται;
«Ο τωρινός Στεφανόπουλος είναι παπαγάλος· ο άλλος ήταν πιο... μελαγχολικός, είχε μια μητέρα παλαιοκομματική, η οποία τον διέτασσε και τον εκμεταλλευόταν. Να φαντασθείτε ότι δεν παντρεύτηκε, διότι η μητέρα του δεν ήθελε να παντρευτεί ο γιος της χωρισμένη γυναίκα. Και έτσι αναγκάστηκε να κρατήσει ένα απελπισμένο ειδύλλιο. Ηταν πολύ μορφωμένος. Εγώ τον παγίδευα, γιατί έβλεπα βιβλία πάνω στο τραπέζι του και ήθελα να δω αν τα είχε διαβάσει. Του έλεγα διάφορα πράγματα για τα βιβλία άσχετα, αλλά δεν την πατούσε ποτέ».
Εσείς πώς και ξέρατε τόσο καλά τον Στέφανο Στεφανόπουλο;
«Τον ήξερα γιατί ως υπουργός δεν θυμάμαι ακριβώς· ή Εσωτερικών ή Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Παπάγου είχε εξυπηρετήσει πάρα πολύ τη μητέρα μου και η μητέρα μου μου το είχε πει. Μου είχε πει ότι μια φορά την είχε προσβάλει ένας διευθυντής του γραφείου του και ο Στεφανόπουλος γύρισε και του είπε: "Θα σας τσακίσω. Η κυρία Προβελεγγίου είναι κυρία, θα τη σέβεστε". Ετσι κάποτε τον γνώρισα και εγώ. Βέβαια, με περιποιήθηκε και μένα πολύ. Δεν ήταν όμως ο μόνος. Τον Κανελλόπουλο και τους δύο αντιπροέδρους τους είχα γνωρίσει μαζί. Διότι είχαν έρθει στο Παρίσι και επιχείρησαν να επισκεφθούν τον Λε Κορμπυζιέ, αφενός επειδή εκείνος είχε μια φήμη, αφετέρου επειδή αυτοί εδώ είχαν ένα σωρό προβλήματα με τις πόλεις, τις οποίες ήθελαν να φτιάξουν. Μιλάμε για συμφορές. Θέλησαν λοιπόν να δουν τον Λε Κορμπυζιέ ο οποίος, παρ' όλο που είχε ακούσει από μας τόσα για την Ελλάδα, τους είπε: "Δεν έχω καιρό". Και πράγματι, τότε δεν είχε καιρό. Είπε όμως σε μένα: "Πήγαινε εσύ να βοηθήσεις, να τους μιλήσεις. Τις ιδέες και τις θεωρίες μου τις ξέρεις. Πήγαινε να τους βοηθήσεις". Ετσι πήγα στο ξενοδοχείο, όπου έμεναν πάντα εκεί στο Σανς Ελυζέ και γνώρισα τους δύο αντιπροέδρους, οι οποίοι με εξετίμησαν επειδή με είχε στείλει ο Λε Κορμπυζιέ. Ηταν μάλιστα τόσο πολύ δυνατοί, ώστε όταν αργότερα με τους σεισμούς της Σαντορίνης ετέθη θέμα να μην αναλάβουν την αποκατάσταση δημόσιες υπηρεσίες, αλλά ιδιώτες, ενώ την ίδια εποχή είχε γυρίσει και ο Γιάννης ο Δεσποτόπουλος από τη Σουηδία, τελικώς την ανέθεσαν σε μένα και ας έμενα εγώ ως ενοικιαστής σε φτωχικά διαμερίσματα και ο Δεσποτόπουλος σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην οδό Κολοκοτρώνη. Ενώ ήμουν λοιπόν στην Υδρα μού ήρθε μήνυμα: "Τρέξτε γρήγορα". Πήγα και συνήντησα τον τότε υπουργό, τον Τριανταφυλλάκο, ο οποίος μου είπε: "Κύριε Προβελέγγιε, ναι, έχω εντολή να σας αναθέσω τη Σαντορίνη. Επειδή όμως από τη μέρα που βγήκε η απόφασις ως σήμερα έμαθα ότι είσαστε ακόμη κομμουνιστής, εγώ με κομμουνιστές δεν συνεργάζομαι". Εγώ λοιπόν ως ψυχοπαθής, αντί να του πω: "Κύριε υπουργέ, δεν είμαι κομμουνιστής", που είχα το δικαίωμα να το πω, του είπα: "Καλά ακούσατε για μένα". Ξέρετε τι επακολούθησε; Υπήρξε εναντίον μου ανοιχτή κατηγορία ότι επεχείρησα να δολοφονήσω ως επικεφαλής ενόπλων τον Γεώργιο Παπανδρέου στις 3 Δεκέμβρη. Ημουν ο πρώτος συλληφθείς. Αυτή είναι μια ιστορία η οποία δεν έχει δημοσιευθεί. Την έχω γράψει δύο φορές και μπροστά στη λογοκρισία των εφημερίδων σταμάτησε. Δέχονταν να τη δημοσιεύσουν, αλλά με περικοπές. Εγώ δεν ήθελα να τη δώσω κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήθελα να μπει ολόκληρη, όπως την είχα γράψει. Εσείς ελπίζω να τη βάλετε χωρίς περικοπές».
Σας το υπόσχομαι.
«Σας ευχαριστώ. Ο λόγος σας μου φτάνει. Προτείνω εδώ να σταματήσουμε για σήμερα και να ξανασυναντηθούμε μια άλλη μέρα να τα ξαναπούμε».
Καμία αντίρρηση. Σας ευχαριστώ προκαταβολικά για τη διάθεση που δείχνετε να συναντηθούμε ξανά.
«Μα τι λέτε. Μου είναι μεγάλη ευχαρίστηση να μιλώ μαζί σας».
Σας ευχαριστώ.
7. Αu revoir το παλαιότερο μπαρ της Αθήνας έργο του αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιου.
Στις 10 Μαρτίου 1958 άνοιξε το «Αu Revoir», ένα από τα πρώτα της Αθήνας, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας της Πατησίων 136. Μετά από 52 χρόνια λειτουργίας, ο «κουρασμένος» ιδιοκτήτης του προσπαθεί να το πουλήσει με ένα όμως όρο. Να διατηρηθεί η αρχική μορφή και λειτουργία του.
Πηγή : Το Βήμα
Μνημείο αστικής μνήμης.
Σε δημοσίευμα της εφημερίδας το Βήμα διαβάζουμε:
Σε αμηχανία βρέθηκε το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο κλήθηκε την περασμένη Πέμπτη να αποφασίσει για τον χαρακτηρισμό του ως μνημείου, αφού παρόμοια ζητήματα δεν ανακύπτουν συχνά (αν και ίσως θα έπρεπε). Και παρά τη μακρά συζήτηση, δεν κατέληξε σε απόφαση ζητώντας πρώτα τη λεπτομερή καταγραφή των αντικειμένων του μπαρ. Ως σήμερα άλλωστε μόνον ορισμένοι κινηματογράφοι έχουν χαρακτηρισθεί διατηρητέοι, όπως το διπλανό «Αελλώ», κηρυγμένο μνημείο είναι το βιβλιοπωλείο «Ικαρος» στο ισόγειο παλαιάς πολυκατοικίας, αλλά και ακίνητο του Ορφανίδη, με ατυχή πάντως, όπως χαρακτηρίζεται, εξέλιξη.
Από την άλλη, το «Αu Revoir» παραμένει για την αρχιτεκτονική αλλά και για την αστική μνήμη της Αθήνας ένα τοπόσημο με ιδιαίτερη αξία. Ο σχεδιασμός των επίπλων, η επένδυση των τοίχων και τα φωτιστικά από ψάθα, ο ανάγλυφος πάγκος του από σκυρόδεμα με γεωμετρικά διακοσμητικά σχέδια, η οροφογραφία, ακόμη και τα χρώματα των υφασμάτων, του ξύλου και των βαμμένων υλικών όλα είχαν σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιο. Δείτε όλο το δημοσίευμα ΕΔΩ
8. Το αθηναϊκό αδιέξοδο
Ανακαλύπτουμε στο blog της Χελώνας, την ομιλία του Α. Προβελέγγιου στο πρώτο συνέδριο των Δελφών το 1961.
«Το κράτος να δαμάσει το φαινόμενο των Αθηνών και να δημιουργήσει την Πολιτεία των κοινών συμφερόντων».
Η Χελώνα σκαλίζει σήμερα τα χαρτιά της. 49 χρόνια νωρίτερα (1961), ο αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος μιλά στο πρώτο αρχιτεκτονικό συνέδριο των Δελφών. Η επικαιρότητα του λόγου του δεν αφορά φυσικά τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Η Χελώνα πιστεύει, πάντως, ότι όσο δεν ακούγονται τέτοιου επιπέδου τοποθετήσεις από τις πολιτικές δυνάμεις που επαγγέλονται την βελτίωση των πρακτικών όρων της ζωής μας, έχουμε λίγα να περιμένουμε για την επόμενη μέρα. Επειδή υπήρξε μια εποχή που τέτοιες τοποθετήσεις υπήρχαν, δεν παύει να διατηρεί την αισιοδοξία της. Αρκεί, φυσικά, οι νέες δυνατότητες διαλόγου που αναπτύσσονται και στο πεδίο του διαδικτύου να αντλήσουν από το γόνιμο παρελθόν, το οποίο για απροσδιόριστους (ή μήπως απόλυτα σαφείς;) λόγους έχει καταδικαστεί στην λήθη.
Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και ο τονισμός του πρωτοτύπου.
Τό Ἀθηναϊκό ἀδιέξοδο λοιπόν ὀφείλεται στήν ἀδυναμία τοῦ Κράτους, ἀπό τά παλαιότερα χρόνια μέχρι σήμερα, νά προγραμματίση, νά ἐπιβάλη, νά κυριαρχήση. Ἀκόμη καί στά τελευταῖα χρόνια, ὅταν μετά τίς βαθειές ἀλλαγές πού ἐπέφερε ὁ Πόλεμος στήν οἰκονομία, στήν κοινωνική μορφή καί στήν ψυχολογία, τό Κράτος εἶχε τήν εὐκαιρία νά δαμάση τό φαινόμενο τῶν Ἀθηνῶν δημιουργώντας ἔντονα τήν πολιτεία τῶν κοινῶν συμφερόντων.
Γιά λόγους τούς ὁποίους θά ἦταν ἴσως δύσκολο καί ἴσως ἀψυχολόγητο νά ἀναπτύξουμε στό Συνέδριο, τό πράγμα αὐτό δέν ἔγινε. Ἡ εὐθύνη εἶναι φυσικά μεγάλη ...
Γεγονός εἶναι ὅτι ἡ ἀσυλλόγιστη ἐλευθερία, ἡ βεβαιότητα ὅτι Ἀθήνα δέν εἶναι μία συγκεκριμένη πόλι, ἀλλά ἡ πόλι ὅπου τά συμφέροντα τοῦ καθενός προωθοῦντο, ἔκανε μία παράλογη ἐπέκτασι μέ οὐσιαστική κατάληψι ὅλου του Ἀττικοῦ πεδίου, μέ πλήρη καταστροφή τῆς ζώνης πού περιέβαλε τήν Ἀθήνα καί μέ πλήρη συντριβή καί διασπορά ὅλων τῶν στοιχείων πού μποροῦσαν συνθετικά ν' ἀποτελοῦν τήν μονάδα μεγαλόπολι-Ἀθήνα.
Τά δεινά εἶναι δύο. Τό ἕνα εἶναι ὅτι ἡ πόλι αὐτή ἔχει δημιουργήσει μία βαρύτατη ὑποθήκη στήν ἐθνική οἰκονομία γιά τό μέλλον, γιατί μέ τήν ἀσυλλογισιά τῶν ἀπ' εὐθείας γεγονότων ἀνταλλαγῆς ἡ αὔξησι τῆς ἀξίας τῶν οἰκοπέδων καί κατά συνέπειαν τῶν ἐπ' αὐτῶν κτιρίων δημιούργησε μία εἰς βάθος ἀνατροπή τοῦ οἰκονομικοῦ ρυθμοῦ πού ἔπρεπε νά ἔχη μία Χώρα τῆς ὁποίας τά οἰκονομικά ἀποθέματα ὅσο καί ἡ ἐν γένει παραγωγή καί ὁ βιομηχανικός ἐξοπλισμός ἦταν μετά τόν Πόλεμο ὑποτυπώδη. ...
Καί τό οἰκονομικό φαινόμενο δέν σταματάει ὡς ἐδῶ. Εἶναι φανερό πώς αὐτή ἡ ὑπεραξία πού μετεβλήθη σέ μία ἀπροσδόκητη περιουσία τῶν πτωχικά ἐχόντων πρίν ἰδιοκτητῶν τούς ἐδημιούργησε ἕνα ἐπίπεδο ζωῆς ἀδικαιολογήτως καί ἀπροσδοκήτως ὑψηλό. ...
Σέ Χώρα λοιπόν ἑνός χαμηλοτάτου ἐθνικοῦ εἰσοδήματος, ἑνός πτωχοτάτου ἐξοπλισμοῦ καί μίας ἀβεβαιότητας γιά τήν μελλοντική οἰκονομική της ἀναδιάρθρωσι, αὐτοί οἱ ἐκ τῶν πλασματικῶν πράξεων πλουτίσαντες ζοῦν ἐκ τῶν μή παραγωγικῶν ἀποκτημάτων τούς ἕνα νέο βίο καί ἐπιθυμοῦν νά προμηθευτοῦν ἀγαθή μή παραγόμενα στόν τόπο μας• γι' αὐτό καί οἱ δεῖκτες τῶν εἰσαγωγῶν καί τῆς αὐξήσεως ἐξαγωγῆς συναλλάγματος βαίνουν διαρκῶς αὐξανόμενοι καί βαρύνουν στήν Ἑλληνική οἰκονομία.
Σέ παλαιότερα χρόνια οἱ διάφορες Χῶρες πού ἐπιθυμοῦσαν νά κατακτήσουν καί νά ὑποδουλώσουν μία περιοχή δημιουργοῦσαν ἐπιθυμίες καί τρόπο ζωῆς γιά ἕνα τμῆμα τῆς ἡγετικῆς τάξεως, γιά τούς ἄρχοντες• τούς δημιούργησαν ἕνα τρόπο ζωῆς καινούργιο, πού ξεπερνοῦσε τίς συνήθειές τους καί τίς δυνατότητές τους προμηθείας ἀπό τίς ντόπιες τους ἀγορές, καί ἀνώτερο ἀπό τό οἰκονομικό τους ἐπίπεδο• ἔτσι τούς διέφθειραν καί τούς μετέτρεπαν σέ ὄργανά τους καί ἄβουλα στοιχεῖα.
Ἴσως συμπτωματικά, δημιουργήθηκε καί στήν Ἑλλάδα μία κατάστασι ἀνθρώπων πού ζοῦν ἕνα ἐπίπεδο ἐπιθυμιῶν καί ἀπολαβών, ὄχι μόνον πάνω ἀπό τό οὐσιαστικό ἐπίπεδό του Τόπου τους, ἀλλά καί πάνω ἀπό τά ἀγαθά τά ὁποία μέ εὔλογο τρόπο ἀπέκτησαν. Αὐτό γίνεται μέ τήν μετατροπή ἑνός πρώην μικροῦ εἰσοδηματία, πού εἶχε πόρους ἀπό ἕνα τριώροφο παλαιό καί ἐνοικιοστασιακό σπίτι, σέ ἰδιοκτήτη τοῦ ἰδίου οἰκοπέδου, ἀπελευθερωθέντος ἀπό τά δεσμά τοῦ ἐνοικιοστασίου, ὑπεραξιοποιηθέντος μέ τόν διπλασιασμό ἤ τριπλασιασμό τοῦ ὕψους, πού θά τό ἀνταλλάξη μέ τό 50-60% τοῦ καινούργιου κτιρίου, πού μία οἰκοδομική ἑταιρεία θά σπεύση νά ἀνεγείρη.
Αὐτή ἡ οἰκονομική περιπέτεια, ὅπως καί οἱ συνέπειές της, πού φυσικά δημιούργησαν μίαν αὐταπάτη ζωτικότητας στόν Ἀθηναϊκό χῶρο, πού δέν ἦταν παρά μία μορφή σταματήματος τῆς ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης ἐκβιομηχανοποιήσεως γιά περισσότερο ἀπό 15 χρόνια, κατά τήν στατική ἔννοια, ἴσως γιά πολύ περισσότερα ἀπό τά διπλάσια, ἄν δέν ὑπάρξη βαθύτερη ἐθνική παρόρμησι πού νά δώση τό ἰσόρροπό της κατά τά ἔτη αὐτά ἐθνικῆς μοιρολατρίας. ...
Δέν θά προσπαθήσω νά ἐξαντλήσω τήν οἰκονομική ἁλυσίδα τῶν ἐπιπτώσεων ἀπό τήν λανθασμένη κρατική πολιτική. (Τό ἴδιο καί) τίς ἄλλες (ἐπιπτώσεις), δηλαδή τό κυκλοφοριακό ἀδιέξοδο, τά κοινωνικά προβλήματα καί αὐτήν τήν ἐμπλοκή τῆς ἀστικῆς τάξεως στήν δόμηση μίας μορφῆς πόλεως πού ἐξεταζομένη μέ κάθε πολεοδομικό κανόνα εἶναι ἀπαράδεκτη. ...
Τό συμπέρασμα πού βγαίνει ἀπό τήν τελείως περιγραφική ἐξέτασι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων εἶναι τοῦτο: Ἀπαιτεῖται ἡ ἄμεση δημιουργία μίας νέας Καταστατικῆς Χάρτας, πού νά θέτη τήν πολεοδομική ἀνασυγκρότησι σάν πρόβλημα ἐθνικῆς ἀνάγκης. Ἡ παρέλευσι μίας 5ετίας μέ ἀτέρμονες συζητήσεις πάνω στό σχῆμα καί τούς φορεῖς τῆς πολεοδομικῆς αὐτῆς ἀναδιοργανώσεως πρέπει νά ἀντικατασταθῆ ἀπό ἀποφάσεις. Ὅλοι συμφωνοῦμε πώς οἱ μέθοδοι ἐργασίας, οἱ σκοποί καί ἡ δημιουργική θέλησι τοῦ πολεοδομικοῦ αὐτοῦ συγκροτήματος ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ἐπιστημονική δεοντολογία καί συνείδησι μόνον• κάθε δέ ἄλλη ἐξάρτησι οὐσιαστική ἤ ἔμμεσος μέ τό Κράτος καί τούς Ὀργανισμούς του θά εἶναι παράγων ἀποτυχίας, γιατί ἡ Διοίκησι ἐνεπλάκη ἐκ παραδόσεως καί ἐν τή ἐξελίξει μέ τά δύο σχήματα πού ἀποτελοῦν Ἀντιπολεοδομία - αὐθαιρεσία καί συγκαταβατικότητα - γιά νά μήν ποῦμε ὅτι ἐνδεχομένως δημιουργήθηκαν ἐντυπώσεις μή ἀμεροληψίας σέ σχέσι μέ τήν διάθεσι χώρων, ὑψῶν, εἴδους χρήσεως κλπ.
9. Μικρή ανθολόγηση από κείμενά του. Επιμέλεια Σάκη Κουρουζίδη (evonymos.org)
«Η κατασκευή επάνω στο Λυκαβηττό ενός τουριστικού, ας το πούμε, αλλά ουσιαστικά επιχειρηματικού έργου, δεν θέτει απλώς ένα αισθητικό πρόβλημα εντοπισμένο, θίγοντας ένα νόημα χρησιμοποίησης των κορυφών, που σύμφωνα με την ελληνική παράδοση είναι κατά κανόνα αφιερωμένα στα ανώτατα, στα πνευματικά, στα θεία, αλλά και μας προξενεί, σ' όσους το πιστεύουμε, την αγωνία πως τα παραγκωνισμένα και αλλοιωμένα ελληνικά ιδανικά κινδυνεύουν να αποκοπούν από τα βασικά τους σύμβολα» (Για τη διάσωση του Λυκαβηττού, 1956).
«Στον Υμηττό, του οποίου οι χαίνουσες πληγές αποτελούν φρίκη που ολοένα μεγαλώνει, κατασκευάστηκε και ο περίφημος δρόμος με τέτοια σκληράδα, που προσβάλλει την ευαισθησία του αρμονικού βουνού σαν καμουτσικιά σ' αγαπημένο πρόσωπο και ισοπεδώθηκε βέβηλα η κορυφή του... Υπάρχουν εγκλήματα που δεν τα σταματούμε όταν πρέπει κι ύστερα βυθιζόμαστε στην απελπισία» (στο ίδιο).
«Με το να εκδιωχθεί η φύση από την πόλη εξέλιπε το διάστημα, ο ουρανός απομακρύνθηκε. Γιατί αυτή η παραίτηση από το νόημα Αθήναι; Σ' αυτό μετείχε το Άπειρον, ο Ήλιος», τα Άστρα, η Θέα των Βουνών, τα Μνημεία, η Ιστορία. Όχι έξω από την πόλη αλλά μέσα στην πόλη. Αυτό το νόημα ζήτησε η παλαιότερη Αθήνα, Λαϊκή και Νεοκλασική, την οποία σπεύσαμε να εξαφανίσουμε με την υποκρισία και τη βιασύνη κακών κληρονόμων» (στο ίδιο).
«Πριν λίγους μήνες ακόμη, μπορούσε κανείς να θαυμάσει το φεγγάρι να ψηλώνει πάνω από τη σκοτεινή σιλουέτα των Τουρκοβουνιών, να συγκινηθεί, να σκεφτεί, να συλλάβει το νόημα, την αναλογία του σκοτεινού με το φωτισμένο. Υπήρχε ένα νόημα αφετηρίας. Η σιλουέτα του λόφου παρουσίαζε μια μορφή, Αιώνια, επιβλητική, σημαντική. Πέντε μήνες αργότερα από το ίδιο μέρος ο ορίζοντας έκλεισε από δεκάδες ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΕΣ. Μορφές άβουλες, άβολες, ταπεινές, εμπορικές. Η σχέση πλήρους και κενού είναι συμβατική και συχνά προσποιητή. Εκεί όπου η φύση ερχότανε παρήγορη, ύστερα από μια μέρα μόχθου και αγωνίας, προς τον άνθρωπο, τώρα οι χωρίς ειρμό γραμμές δίνουν παρωδία και εγκατάλειψη» (στο ίδιο).
«Η Ακρόπολη έπρεπε να πλησιάζεται από προσκυνητές γεμάτους συγκίνηση και ευγενείς σκέψεις. Η άνοδος ώφειλε να είναι ένα γεγονός προετοιμασίας. Η ταχύτατη με πούλμαν κα κούρσες επίσκεψη δεν είναι μόνο περιττή και υποτιμητική, είναι καθαρή και ανεπίτρεπτη ασέβεια» (στο ίδιο).
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει εντοπισμένο πρόβλημα Λυκαβηττού αλλά γενικό αισθητικό και πνευματικό πρόβλημα Αθηνών (πρόβλημα ελληνικό)... Αυτό που προτείνουμε και επιμένουμε είναι ο σεβασμός των διασωθέντων στοιχείων του τοπίου, που είναι σύμβολα και αρετές οδηγήτριες, απαραίτητες για να περισωθεί ένα Νόημα» (στο ίδιο).
«Για τους Έλληνες η ‘πόλις' είναι πριν απ' όλα μια ηθική ένωση, η οποία όμως μπορεί, όπως συνέβη στο Β' Μηδικό πόλεμο, να επιζήσει της καταστροφής του άστεος και της οποίας η ενότητα έχει υλικό σύμβολο το ‘Πρυτανείο'. Βάση της ενότητας αυτής δεν είναι μόνον η κοινή καταγωγή αλλά η ταυτότητα των νόμων, των εθίμων, των σκέψεων» (Οι Ελληνικές πόλεις κινδυνεύουν, 1957).
«Απορούμε γιατί δεν χρησιμοποιήθηκε πολεοδομικά η οδηγός μορφή του αρχαίου χώρου για να δώσει, όπως σ' όλες τις πόλεις του κόσμου που έχουν και την ελάχιστη ευκαιρία, τη συνέχεια παρόντος και ιστορίας, δηλαδή Ζωή. Γνώσεις, μορφές σύνθεση, λειτουργία, υπερηφάνεια, θα μας απέφερε η προστασία και απελευθέρωση των τειχών (αλλεπάλληλων στην περίπτωση των Αθηνών), των μνημείων, των ιστορικών χώρων» (στο ίδιο).
«Σωτήριο μέτρο (σσ. για τη Αθήνα του 1957) είναι η απαγόρευση της κυκλοφορίας των διαφόρων τύπων αυτοκινήτων φορτηγών και Ι.Χ. δια του κέντρου, τουλάχιστον σε ορισμένες ώρες» (στο ίδιο).
«Σαν φραγμό στην ανεπίτρεπτη αμέλεια, άγνοια και αντικοινωνικότητα, αντιτάσσουμε την ουσιαστική σύνθεση των επιστημονικών ικανοτήτων της ‘πολεοδομικής ομάδας' με τους γεωγράφους, τους ιστορικούς, τους οικονομολόγους, τους κοινωνιολόγους, τους υγειονολόγους, τους νομικούς, τους τεχνικούς (μηχανικούς, χημικούς και γεωπόνους), τους αρχιτέκτονες, τους αρχαιολόγους, τους καλλιτέχνες, με σκοπό -παράλληλα με την επίτευξη ισχυρής οικονομικής βάσης- τη δημιουργία μιας κοινωνίας που πέρα από τα κομφόρ, να τείνει στην Πνευματικότητα, στην Πίστη, στο Νόμο και στην Κοινωνική Δικαιοσύνη και Αρετή. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας κοινωνίας, στην οποία τα ανθρώπινα έργα -αρχιτεκτονικά έργα- θα λάμπουν μέσα στο φως από εσωτερική αξιοπρέπεια και πνευματικότητα. Το έργο αυτό που προτείνουμε, αν το κατανοήσουν και το ενστερνισθούν και συμμετάσχουν σ' αυτό όλες οι κοινωνικές ομάδες και οι ποιητές και οι νέοι, θα μας δώσει όχι μόνο τις οικονομικές λύσεις αλλά και την αναμενόμενη Πνευματική Αναγέννηση» (στο ίδιο).
«Άλλο ακόμη, που αφορά την Αθήνα, είναι η έλλειψη διοικητικού κέντρου και εν γένει δημοσίων κτιρίων, η έλλειψη πνευματικών κέντρων, η έλλειψη ελεύθερων χρόνων, η παντελής έλλειψη πράσινου, που την καταδικάζει σαν πόλη και της έχει επιφέρει μια κλιματική διαφοροποίηση σε βάρος της υγείας, σωματικής και ψυχικής, και της απόδοσης εργασίας, αφού η μέση θερμοκρασία αυξήθηκε κατά 100 κατά το θερινό τρίμηνο (μεταξύ 1930 και 1960)» (Εθνικοί Πολεοδομικοί Προβληματισμοί, 1961).
«Το ατελιέ της οδού Serves 35 ήταν πολύ φτωχό. Ωραίο όμως για μας, σαν ένα ξωκκλήσι. Μόνο το μικρό χωρίς παράθυρο γραφείο του, που το έφτιαξε το 1947 με διαστάσεις 2,26 χ 2,26 χ 2,26 (σσ. ένα ίδιο δωμάτιο έφτιαξε ο Α.Π. στη Σίφνο λίγα χρόνια πριν το θάνατό του), στολισμένο με ολότοιχες φωτογραφικές μεγεθύνσεις της ζωγραφικής του, με ένα γλυπτό του και με το πολύχρωμο Collage του Modulor ήταν μια νότα απροσδόκητη. Αντίθετα, το διαμέρισμά του και το ατελιέ της ζωγραφικής του στην οδό Nungesser et Coli ήταν έργα του απέριττα και ωραία» (Για τον Λε Κορμπυζιέ, 1965).
«Είπε πολλά στους νέους (σσ. ο Λε Κορμπυζιέ). Στην τελευταία του ομιλία στη Σορβόννη τους λέει: Εσείς, νέοι αρχιτέκτονες, έχετε να διαλέξετε το δρόμο που οδηγεί σε μια Καντιλλάκ ή στο δρόμο που οδηγεί σε ιδανικά» (στο ίδιο).
«Απαισιόδοξος; Αφάνταστα, γιατί στέρεψαν οι πηγές της ιστορίας μας. Όμως μια ηθική και νοητική ανέγερση ίσως θα έφερναν σε κάποιο δρόμο, ίσως κάποιο επίπονο και γενναίο θαύμα». -«Χαίρομαι κύριε Προβελέγγιε που μιλάτε σαν προφήτες, αλλά θα ξέρετε ασφαλώς ότι οι προφήτες θυσιαστήκανε όλοι στο Μαμωνά των κατά καιρούς κατεστημένων;» -«Δεν θυσιάζονται. Θα σας πω ένα μυστικό, αφού είχατε την καλοσύνη να με ρωτήσετε. Κανένας άνθρωπος δεν θυσιάζεται όταν παραμένει συνεπής σ' αυτό που είναι. Του μένει μια μερίδα ευτυχίας, δική του, που τα κατεστημένα είναι έξω απ' αυτήν, δεν την αγγίζουν. Η ελευθερία του ατόμου είναι ανυπέρβλητη». -«Ναι, αλλά μαζί με την ελευθερία έχει και μια πίκρα για το αδιέξοδο των προσπαθειών του». -«Πίκρα; Γιατί μήπως τυχόν οι άλλοι τρόποι ζωής δεν στοιχίζουν; Πραγματικά δεν υπάρχει πίκρα για το ελεύθερο πνεύμα».
(Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα προαναφερθέντα βιβλία, από άλλες συνεντεύξεις του Α.Π. και από προσωπικές ενθυμήσεις).
Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010
Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010
η περιπτωση του Ηλια Πετροπουλου
ΒΙογΡΑΦΙκΑ σΤΟΙχΕΙΑ
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1973. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με τον υπογειο κοσμο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους,συμμορίτες και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι 'ήρωες' των βιβλίων του. Ακάματος συγγραφέας και ερευνητής έγραφε μέχρι το 2003 που πέθανε από καρκίνο. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.
Τα βιβλία του έχουν συχνά τη μορφή της μελέτης ή της μονογραφίας ενώ πολλά αποτελούν συλλογές άρθρων παρεμφερούς θεματικής, είτε αδημοσίευτων, είτε δημοσιευμένων σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό με το βιβλίο του Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1979 από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη ενώ αναμφισβήτητη είναι και η αξία της πρώτης ρεμπετολογικής μελέτης στην Ελλάδα που ακόμα και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς για τη μελέτη του ρεμπέτικου-τροπου ζωης, τα Ρεμπέτικα τραγούδια (Αθήνα 1968), τα οποία εκδόθηκαν πολλάκις έκτοτε, με αρκετές προσθήκες και βελτιώσεις. Άλλα του έργα είναι τα Καλιαρντά (Αθήνα 1971), Kiosque grec, La Voiture grecque, Cages d'oiseaux, Moments en Grèce (Το ελληνικό περίπτερο, Αυτοκίνητο, Κλουβιά πουλιών και Στιγμές στην Ελλάδα) που εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1976 καθώς και Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι (Αθήνα 1979), Το μπουρδέλο (Αθήνα 1980), Θεσσαλονίκη: η μνήμη μιας πόλης (Παρίσι 1982), Πτώματα, πτώματα, πτώματα (Αθήνα 1988), Ο μύσταξ (Αθήνα 1989), Ρεμπετολογία (Αθήνα 1990) και το τελευταίο βιβλίο εμπνευσμένο από τη μόδα του στρινγκ, πιστό στο στυλ Πετρόπουλου, Ο κουραδοκόφτης.
Ανάμεσα στα έργα του, είναι ακόμα το πασίγνωστο Το άγιο χασισάκι, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ιστορία της Καπότας, Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες, καθώς και το τελευταίο του που κυκλοφόρησε το 2003, οι Παροιμίες του υπόκοσμου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε μονογραφίες για τους ζωγράφους Μοσχίδη, Πεντζίκη, Τέτση, Σικελιώτη και τους γελοιογράφους Μποστ και Καναβάκη. Το 1966 εξέδωσε το βιβλίο του Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης.
Τα τρία ποιητικά έργα του Πετρόπουλου ακολουθούν την ίδια οπτική που διαφαίνεται σε όλο του το έργο. Έτσι, στην σκληρή και ασυνήθιστή του ποίηση, συναντάμε τον ίδιο ανατρεπτικό χαρακτήρα - πλην όμως εδώ μας παρουσιάζεται ο όχι χωρίς τρυφερές στιγμές συναισθηματικός του κόσμος. Το τελευταίο βιβλίο ήταν το Ποτέ και τίποτα και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1993. Το 2000 κυκλοφόρησαν ποιήματα από αυτή τη συλλογή, μελοποιημένα από την Μαρίνα Καναβάκη, σε άλμπουμ με τον ομώνυμο τίτλο.
Ο Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό,μηδενιστικό χαρακτήρα των γραπτών του. Για το βιβλίο του Τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα Καλιαρντά το 1972 και για το κείμενό του Σώμα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 —δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του— εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας. Κουρασμένος από το κυνηγητό και απογοητευμένος, μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα.
Επίμονος ερευνητής των λαϊκών φραστικών επινοήσεων αλλά και πιστός στην πολυτονική γραφή, συστηνόταν ως λαογράφος και έψεγε με το ύφος του τον καθωσπρεπισμό του «πολιτικά ορθού». Το έργο του αναδίδει μια αίσθηση καθολικού ανθρώπου. Δεν θα ήταν υπερβολή να τον χαρακτηρίσουμε ιστορικό, λαογράφο, γλωσσολόγο, εικαστικό καλλιτέχνη (έχει εικονογραφήσει αρκετά βιβλία του με σκίτσα και κολλάζ), φωτογράφο - εν τέλει έναν ελευθέριο στοχαστή-ερευνητή που το έργο του αξίζει ευρύτερης προσοχής. Τα περίπου 80 βιβλία του αποτελούν καταθέσεις έρευνας και μελέτης του λαϊκού μας υποπολιτισμού, ενώ πολλές φορές εξερευνά θέματα ταμπού ή περιθωριακά (χασίς, ρεμπέτικο, υπόκοσμος, πορνεία, σεξουαλικότητα, φυλακή).
Στα 40 χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2003 στο Παρίσι, δημοσίευσε 80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα. Kατά τον θάνατό του, ζήτησε να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να πεταχτούν στον υπόνομο. Με βασικό άξονα ό,τι ο ίδιος αποκάλεσε «λαογραφία του άστεως», το έργο του καταγράφει δομές, θεσμούς, τρόπους έκφρασης και αντικείμενα της ελληνικής λαϊκής υποκουλτούρας. Το ανέκδοτο έργο του είναι τεράστιο, μέρος του οποίου είναι λεξικογραφικό. Το «Υπο–Λεξικό», το «Λεξικό του πολιτικού λόγου», το «Ονοματολεξικό» και τα «Φλοράδικα» περιμένουν τη μεταθανάτια επιμέλεια και δημοσίευσή τους.
Το 2005 κυκλοφόρησε το ντοκυμαντέρ "Ηλίας Πετρόπουλος - Ένας κόσμος υπόγειος", διάρκειας 61', σκηνοθεσίας Καλλιόπης Λεγάκη, στο οποίο συντελεστές ήταν και ο ίδιος ο Πετρόπουλος λίγο πριν το θάνατό του.
Το 2006 κυκλοφόρησε το βιβλίο "Ελλάδος Κοιμητήρια", ενώ το 2009 δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία μια συνέντευξη του συγγραφέα όπου σχολιάζει μεταξύ άλλων τον κατα την άποψη του ελληνικό εθνικισμό.
Ηλίας Πετρόπουλος
Επικήδειος λόγος
Λόγος επικήδειος
διά τα παλαιά άγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,
αλλά συγχρόνως και ελεγεία
εις ανάμνησιν της ομορφιάς μιας γυναίκας
εξαιρετικώς αγαπηθείσης.
Καλούνται ρεμπέτικα τραγούδια τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος. Η περιφρονημένη χωρίς ανταπόκριση αγάπη και το τρισμέγιστον μαρτύριον του θαμένου εκουσίως έρωτος από τα ρεμπέτικα τραγούδια εξόχως ανιστορήθησαν. Τα ρεμπέτικα υπήρξαν κάποτε η παρηγοριά μας. Ήταν οι λευκοί ασπασμοί των παραγνωρισμένων. Αξιώθηκα να κρατήσω στα χέρια μου το βουβό, πλέον, μπουζούκι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δεν τραγουδούσαν οι γυναίκες (αυτές συνήθως αργά κατανοούν το πόσο αγαπήθηκαν), ούτε τα τραγουδούσαν οι σκληρόκαρδοι.
Όχι μόνο για την αλήθια, αλλά και για την ομορφιά της αλήθιας νιάζομαι. Μη μου στείλεις περιστέρια· μαντεύω τα λόγια αγάπης που θα μου πεις. Ο έρως συμβαίνει σαν δυστύχημα. Κρατούσα, τότε, σαν βιολί το σώμα σου, μα τώρα που είμαστε μακριά σ' έχω φωτιά παντοτινή μες στην καρδιά μου. Θα ψάχνεις λυπημένη να με βρεις στους άδειους δρόμους και θα ρωτάς παντού για μένα, και στην περιρρέουσα μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών θα αναζητάς επί ματαίω παρηγοριά. Εφέτος ανήμερα το Πάσχα έβρεχε και η δολιότης πίκραινε την καρδιά μου. Το ξέρω· η θέση μου είναι στο νεκροταφείο. Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι. Δεν είμαι δικός μου. Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν. Θλιβερά βλέματα τέκνα της σιωπής μου. Ο θάνατος απόψε διώχνει το κάθε τι απ' την ψυχή μου. Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα.
Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία πού ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια. Τα ρεμπέτικα προήχθησαν εις μαυσωλείον αισθημάτων. Το να υποφέρεις απ' του κόσμου τις πίκρες είναι αναγκαίον, και ίσως νόμιμο. Πάθος έδωσα και πάθος δεν έλαβα, κι ό,τι έπιασα έγινε στάχτη. Πολλά εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου με γαλούχησε με τα τραγούδια αυτά. Έχτισα το παρόν βιβλίο, σα να έχτιζα χελιδονοφωλιά, προς χάριν του ισοβίου φίλου Τσιτσάνη. Την εγκαρτέρηση εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα.
Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (άχ, σβήνω) όταν εσύ χρησιμοποιείς τα αισθήματα μου σαν κέρματα. Αν πρόκειται κανείς να διατηρήσει την ευαισθησία του ας είναι ο ηττημένος. Τα ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ως αναμνήσεις. Ζήσαμε τις πιο εφιαλτικές νύχτες του αιώνος. Οι ενθυμήσεις ελλοχεύουν. Ένιωσα τα πάντα μόνον σαν πάθη. Άφησέ με νάμαι παράφορος, αφού η λογική είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Υπήρξα ένας Ιδανικός Φαύνος. Θα σε γκρεμίσω με δάκρυα, ζοφερή πολυαγαπημένη.
Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς. Και μόνον όποιος τα πλησιάσει με αγνό αίσθημα τα νιώθει και τα χαίρεται. Γιατί, η καρδιά με καρδιά μετριέται.
Έκλεισεν ό κύκλος των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ανήκουν πια στο παρελθόν τα τραγούδια αυτά. Χοροστατώ μοιραίως στό μνημόσυνο τους αφού ο *** κυμαίνεται, τη νύχτα αυτή, μεταξύ ευφημίας και επιβιώσεως.
Αίφνης σκοτείνιασε η πλάση και η αυτοκτονία απέβη το όνειρο εκάστου εχέφρονος ανθρώπου. Ο θεηφόρος έρως μόνη πειθώ τής ζωής. Φυλακτά σε σχήμα καρδίας αντίκρυσα στο βυζαντινό μουσείον Αθηνών. Στα λάσια μπράτσα των ρεμπέτηδων συχνά βλέπω κεντημένη μιά καρδιά με φυλλοκάρδια, όπου στη μέση της έχει το όνομα της πολυαγαπημένης.
Οι νεοελληνικοί αιώνες εγκυμονούσαν τα ρεμπέτικα τραγούδια. Στον έρωτα ο χρόνος ετάχθη υπέρ των ανδρών. Αφότου γεννηθήκαμε ο θάνατος αναμένει. Ήπια τα χίλια πικρά όχι, πριν καταπιαστώ με τα ρεμπέτικα. Οι χαρές, όπως και οι ηδονές, οδηγούν στην γνήσια θλίψη. Σαν χειρονομίες σφοδρού κοπετού μοιάζουν τα φτερουγίσματα αυτουνών που χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ο Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατί αποκαλεί τον ζεϊμπέκικο Χορό των Χορών. Ίσως, μόνον ένας ερωτευμένος μπορούσε να συντάξει τον επικήδειο των ρεμπέτικων τραγουδιών, πού εξακολουθούν να φαντάζουν σαν μαγικός λουλουδότοπος μακρινός, οριστικά χαμένος και απροσπέλαστος. Ο νους του ανθρώπου (ισχυρός ως ο έρως, πανίσχυρος ως ο θάνατος) εξακοντίζεται προς το παρελθόν. Η θλίψη αποτελεί την ηχώ τών ερωτικών λαϊκών ασμάτων. Είθε, σύντομα τα ελληνόπουλα να διδάσκονται στα σχολεία την απαράμιλλη μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών.
Θα σταδιοδρομήσω του λοιπού ως προδότης. Κατάβαθα κι εγώ, κατάβαθα κι εσύ, πληγώσαμε τις καρδιές μας. Όλη νύχτα με ξυπνούσαν οι αναστεναγμοί μου. Είμαι φίλος των νεκρών. Το επόμενο πάθος με σώζει από το προηγούμενο, μα κάθε πάθος κατακάθεται στην παλίμψηστη ψυχή μου σαν μαυρίλα, και τότε η αυτοκτονία υποδύεται την λύτρωση. Η ιδιοφυΐα είναι η μόνη αποδεκτή μορφή παραφροσύνης, ο δε οίκτος φόρτος αλλοτρίων δυστυχιών. Οι μεγάλοι έρωτες, όλοι τους, είναι σαν ερωτικό παράπονο. Ο έρως στερείται νίκης. Αρχίζει και τελειώνει με ήττα του ανδρός. Σαν τον Αχιλλέα ήσουνα υπερήφανη και σκληρόκαρδη· όμως, ώρα σου καλή, όπου κι αν βρίσκεσαι, γλυκιά μου αγαπημένη.
Καθώς χαμένο σκυλί, σκυλί του δρόμου, σέρνομαι αυτές τις μαύρες μέρες με άδεια καρδιά και κάθε δειλινό πέφτω, πέφτω, σ' ένα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οι γυναίκες στερούνται φαντασίας και πάθους, αλλά εγώ αγάπησα και αγαπήθηκα, κι εσένα δείχνω όταν ερωτηθώ για το νόημα του έρωτος. Λιποτάκτης στην μυριάνθρωπη έρημη Αθήνα που με τρομοκρατεί κι όλο με εξωθεί προς την αυτοκτονία. Η απαισιοδοξία είναι απόδειξη ανθρωπιάς. Εγώ ειμί ο εχθρός μου. Στην ηλικία όπου τώρα πια έφτασα το νιώθω πεντακάθαρα πως είμαι ένας αποτυχημένος. Δεν θα σκεφτόμουνα ποτέ δίχως το συνοικέσιον της μελαγχολίας. Συχνά κλέβω ψυχές, μα εσύ δεν είσαι κοντά μου, ούτε σε ξένα χέρια. Γέρασα με ερωτευμένη καρδιά εφήβου. Είναι υπερβολή να ζεις με αγάπη κι είναι επικίνδυνο να κατέχεις, τόσο πολύ, τα μυστικά της ψυχής σου. Αδυνατώ να θάψω τις αναμνήσεις κι αυτό θα προσδιορίσει τον θάνατο μου. Την κοίτη του τάφου μου είδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θα άντεχες εσύ μιά ζωή δίχως ελπίδες;
Αργείς· η ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τα βράδια, ολομόναχος, κατάμονος, στο καμαράκι που ξέρεις, και κατηγορώ τον εαυτό μου, κι όλο σκέφτομαι περί της αδυσωπήτου φθοράς των αισθημάτων. Ο νους μου αρμενίζει προς την απελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλούς φίλους γύρω μου κι από τότε ζω σαν πουλί τρομαγμένο. Σε περιμένω μέρα και νύχτα και κάθε αυγή να ξαναγυρίσεις σε καρτερώ. Με παρασύρει η καρδιά μου (εσύ, γλυκιά μου, ακόμη την κυβερνάς) σε αναπολήσεις της εξαίσιας μορφής σου, που ούτε μπορώ ούτε θέλω να ξεχάσω, και που αφότου εχάθη σε μαύρα σκοτάδια μ' έριξε. Εκείνην που κάθεται αντίκρυ μου την έχω μες στα στήθια μου. Οι σκιές των δολοφονηθέντων φίλων, και ψες τη νύχτα, όπως κάθε νύχτα, ήρθαν αργοσαλεύοντας στον ύπνο μου, και τάχα ήσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλή, μαραμένη. Ευλαβούμενος της μνήμης των περιδιαβάζω στην Οδόν Αναπαύσεως. Όταν φεύγει η αγαπημένη είναι σαν νάχει πεθάνει. Στα μάτια σου τα σημάδια της προδοσίας. Η ομορφιά μιας γυναίκας είναι ένα ένδυμα ευχαριστήσεως. Κλείσε με στην καρδιά σου κι ας το ξέρουμε μόνον εμείς οι δυό.
Ήκμασαν τα ρεμπέτικα τραγούδια την εποχή που μετρούσαμε τάφους. Η δράση σχεδόν αποβλακώνει τον άνδρα. Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς. Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει, και είναι σοφώτατος όποιος λυπάται. Ο ερωτευμένος καταντάει μισός άνθρωπος. Ο οίκτος δέον να θεωρείται της αγάπης η ανάληψις. Έρωτα μάθετε οι ενοικούντες επί της γης. Πάντα οι απογοητευθέντες σώζουν την οικουμένη. Μιά ειδική λεβεντιά απαιτείται για νάναι κανείς ανήθικος. Η λογική μου εδρεύει στην καρδιά μου. Ο έρως θρέφει (αλίμονο) τους ιδεώδεις. Τα του παρελθόντος αγλαΐζονται. Ο κυνισμός φαίνεται πως είναι ο θώραξ των ευαισθήτων, που τους προφυλάσσει από τον δαίμονα της ενδοσκοπήσεως. Ο οίκτος έρχεται με τα χρόνια. Η σκέψη είναι δυστυχία. Εξ οίκτου αμαρτάνω. Τρομάζω όταν σκέφτομαι. Υπήρξες τόσον ωραία που σε σεβόμουνα. Είναι αντιδραστικός κι ο αρνούμενος να αποθάνει. Αντιφάσκω, άρα ζω. Η αυτοκτονία είναι έκφραση ανταποδοτική της κοινωνικής ποινής του ψυχικού εξοστρακισμού. Η μόνη προσωπική χειρονομία στην αυτοκτονία είναι η αυτόχειρη εκτέλεση μιάς κοινωνικής αποφάσεως. Στον έρωτα ενός ανδρός, πιθανώτατα, έχει μεγαλύτερη σημασία το ζέον αίσθημα παρά το όνομα της αγαπημένης. Η κεφαλή μου, τώρα, σε προσκέφαλο φέρετρον, κι όχι στα γόνατα σου, τώρα, αναπαύεται. Έναν σταυρό σού χάραξα στο μέτωπο και σε σημάδεψα. Μοναξιά θωπεία θανάτου.
Τα μάτια της προοιώνιζαν την καταδίκη. Τίποτε δεν μου στοίχισε ο χωρισμός· τίποτ' άλλο εκτός από την ενθρόνιση της μελαγχολίας. Μάλλον δεν υπάρχουν γυναίκες ανιδιοτελώς ερωτευμένες. Η γυνή φιλοδοξεί να αποβεί νεκροθάφτης του αγαπημένου της. Θάνατοι και θάνατοι θα διαβούν μα συ θα βαστάς μέσα μου. Εσύ, που απουσιάζεις κι ωστόσο νιώθω να με κοιτάς με χίλια μάτια. Εσύ, που ήσουνα εκείνη με τα πικρά δάκρυα και τα ολόγλυκα φιλιά. Η δεινή, εσύ, που μ' ανάγκασες ν' αγαπήσω τα λουλούδια περισσότερο απ' τους ανθρώπους. Εσύ, η λύκων βρώσις κι ο άγγελος των επιγείων λιβαδιών.
Έπραξαν το πάν για να μαράνουν την ζωντανή καρδιά των ρεμπέτηδων. Οι μεγάλες ψυχές αντιφάσκουν. Ισχυρότερη μνήμη είναι η μνήμη της καρδιάς. Ο λυρισμός ήταν η μόνη επιτρεπτή στους ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σαν δροσερό φύλλωμα, τα παλαιά αισθήματα. Για μιαν ακόμη φορά, στην άκρη τού γκρεμού, αλλάζω ψυχή κι ο νους μου ανθοφορεί. Καλβίνος του αγνού έρωτος, ελπίζω πως και η πλέον άσπλαχνη αγαπημένη δεν δύναται να σκοτώσει την ποίηση που κρύβει μέσα του ένας σιωπηλός άνδρας.
Βασικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι λαϊκά άσματα της αγάπης και, ειδικώτερα, της ερωτικής εγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τα μισά ρεμπέτικα έχουν τον έρωτα θέμα τους, και τα πιο πολλά απ' αυτά θρηνούν τον ερωτικό χωρισμό· την πικρότατη ορφάνια. Ο ρεμπέτης γνωρίζει ότι ο έρως είναι μεταθετό αίσθημα και ότι ο οίκτος των επικυριάρχων η αγάπη είναι. Τόσο έδειραν τα πάθη τους ανθρώπους των ρεμπέτικων τραγουδιών ώστε απώλεσαν το δικαίωμα να εκπροσωπούν τον εαυτό τους. Στα δημώδη άσματα ο εραστής καταπλήσσει με την ανδρεία, ενώ ο εραστής των ρεμπέτικων τραγουδιών εκλιπαρεί, καθικετεύει, ελκύει διά του οίκτου. Σε λιτανεία μετήλλαξε τον πανδαμάτορα έρωτα το ρεμπέτικο τραγούδι, όπου οι περιπτύξεις είναι ψυχικές οι δε μνήμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ορθόδοξος ερωτικός πρωθιερεύς αντιλαμβάνομαι σαφώς πως αν δεν χτίσεις μιά ζωή σφαλμάτων και αμαρτιών δεν θα εξαρθείς εις υπήκοον τού θανάτου, πως οπωσδήποτε καλύτερα είναι να σε σκοτώσουν παρά να αυτοκτονήσεις αφού η ανίκητη τρομερή πλειοψηφία των μοχθηρών ούτε αιδημοσύνην ούτε χλωρόν φόβον ένιωσε ποτέ, και, πως η καρδία οίκος της ψυχής εστίν. Η φιληδονία είναι αληθινή αρρώστια. Το γυμνό κορμί σου (ευφροσύνη της οράσεώς μου) οδηγεί στο φθινόπωρο, στο φθινόπωρο. Ουσιαστικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι ερωτικές επιστολές. Ο άνθρωπος είναι δύο. Δεν σε αναπολώ παρά σαν μιαν όμορφη κοπέλα (ώ, μεγαλείον των υψηλών γυναικών) να έρχεσαι με την αγκαλιά γεμάτη άνθη, και τότε σε φιλούσα και με αντιφιλούσες, πίστη μου κι ελπίδα μου. Αγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως άγνωστη που δεν ξεχνιέται. Εορτή των Νεκρών η μέρα του χωρισμού. Είπες παντού πως με μισείς, σαν όμως ξανανταμώσαμε, την ύστατη φορά, εδάκρυσες και με τρυφερότητα άπλωσες το πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στο ιδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα εδώ κοντά φτερουγίζεις — μακριά μου όσο ποτέ. Με θυμάσαι άραγε ακόμη, φευγάτη μου αγάπη;
Οι ερωτευμένοι χρησιμοποιούν ολόχρυσα λόγια, λόγια πού καίνε, αν και η αγάπη νιώθεται και δεν την αποδεικνύουν. Οι ερωτευμένοι εκφράζονται με υπερβολές γιατί διαβιούν εν υπερβολαίς. Όσο κι αν ο άνθρωπος έχει βουνό την καρδιά αδυνατεί να αγαπήσει πολλές φορές στη ζωή του. Ο έρως είναι ένας γλυκόπικρος εφιάλτης, σάβανο των ζωντανών, φονεύς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπός πουλιών, ελευθερωτής. Τέτοιους έρωτες ψάλλουν τ' αδέρφια μου, οι έσχατοι ρεμπέτες.
Αθήναι, Μάιος 1967.
(από το βιβλίο "Ρεμπέτικα Τραγούδια")
Απάνθισμα
Μικρός Απόπλους
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Η ποιηση ως σαρκοφαγο φυτο
"η ποιηση ειναι το καταφυγιο
που φθονουμε"
Κ.Γ.Καρυωτακης
Εχω γινει μηχανη εσωτερικης καυσης
καιω ιδεες παραγω συναισθηματα
και δεν ξερω ακομα αν η δημιουργια
λυτρωνει ή καταστρεφει
κι αν ειναι το ζητουμενο αυτο
ναι,ναι ξερω θα μου πεις η ποιηση λυτρωνει
αλλα σου λεω οτι ειναι μια γλαστρα δωματιου
σαρκοφαγο φυτο
που τρεφεται με την ψυχη
(αφου το σωμα πρωτα ξεπετσιασει)
και εγω λαιμαργα της την παρεχω
οχι απο επιλογη, απλα δεν γινεται αλλιως
επιμονα το ποτιζω
το βλεπω, να,να μεγαλωνει
κι οταν ανθιζει με λυτρωνει
κι οταν μαραινει με ζουλα
να του δωσω τα οξεα της ψυχης μου
Ποιηση αδηφαγο φυτο σου καταθετω την ψυχη μου
Κι οσο πλαταινει το φυλλωμα σου ανασταινεται η καρδια μου
Κι οσο κονταινει η ριζα σου στενευει η υπαρξη μου.
Το λεω σε ολους αυτους που πιστευουν οτι η δημιουργια λυτρωνει
Το λεω και σε μενα
Σε καθε τι βρισκω κομματια της ψυχης μου
Η ψυχη μου, η ζωη μου εχει εκπορνευτει σε καμβαδες,λεξεις γραμματα, κολαζ
και ιδεες
Κι αν μου ζητησει κι αλλα κι αλλα θα της δωσω
Σαρκοφαγο τερας, θηλυκε μου δαιμονα ζητα μου σημερα οτι θες
οτι προλαβω θε να παρω
οτι προλαβω θε να δωσω
φυτο σε ποτιζω αποψε με τα δακρυα μου
και μεγαλωνεις κι αλλο και ανθιζεις
και σε ποτιζουν κι αλλοι
και σε ποτισαν κι αλλοι
Βερλαιν,Ποε και Μπωντλαιρ και Ρεμπω και Καρουζοι, Καρυωτακηδες
κι αλλοι που περασανε και σταλες ριχνανε
και φιλοι καλοι και Μινες, Γιουλες, Ματινες,Δημητρες,Γιαννηδες,Γιωργηδες,Γιωργιες
και ειπα να μην ξαναγραψω
κι ειπα για λιγο να χαθω
Ποιηση παλι αποψε τι ζητας?
[moth-man].
που φθονουμε"
Κ.Γ.Καρυωτακης
Εχω γινει μηχανη εσωτερικης καυσης
καιω ιδεες παραγω συναισθηματα
και δεν ξερω ακομα αν η δημιουργια
λυτρωνει ή καταστρεφει
κι αν ειναι το ζητουμενο αυτο
ναι,ναι ξερω θα μου πεις η ποιηση λυτρωνει
αλλα σου λεω οτι ειναι μια γλαστρα δωματιου
σαρκοφαγο φυτο
που τρεφεται με την ψυχη
(αφου το σωμα πρωτα ξεπετσιασει)
και εγω λαιμαργα της την παρεχω
οχι απο επιλογη, απλα δεν γινεται αλλιως
επιμονα το ποτιζω
το βλεπω, να,να μεγαλωνει
κι οταν ανθιζει με λυτρωνει
κι οταν μαραινει με ζουλα
να του δωσω τα οξεα της ψυχης μου
Ποιηση αδηφαγο φυτο σου καταθετω την ψυχη μου
Κι οσο πλαταινει το φυλλωμα σου ανασταινεται η καρδια μου
Κι οσο κονταινει η ριζα σου στενευει η υπαρξη μου.
Το λεω σε ολους αυτους που πιστευουν οτι η δημιουργια λυτρωνει
Το λεω και σε μενα
Σε καθε τι βρισκω κομματια της ψυχης μου
Η ψυχη μου, η ζωη μου εχει εκπορνευτει σε καμβαδες,λεξεις γραμματα, κολαζ
και ιδεες
Κι αν μου ζητησει κι αλλα κι αλλα θα της δωσω
Σαρκοφαγο τερας, θηλυκε μου δαιμονα ζητα μου σημερα οτι θες
οτι προλαβω θε να παρω
οτι προλαβω θε να δωσω
φυτο σε ποτιζω αποψε με τα δακρυα μου
και μεγαλωνεις κι αλλο και ανθιζεις
και σε ποτιζουν κι αλλοι
και σε ποτισαν κι αλλοι
Βερλαιν,Ποε και Μπωντλαιρ και Ρεμπω και Καρουζοι, Καρυωτακηδες
κι αλλοι που περασανε και σταλες ριχνανε
και φιλοι καλοι και Μινες, Γιουλες, Ματινες,Δημητρες,Γιαννηδες,Γιωργηδες,Γιωργιες
και ειπα να μην ξαναγραψω
κι ειπα για λιγο να χαθω
Ποιηση παλι αποψε τι ζητας?
[moth-man].
Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010
Δημιουργικος Πυρετος
Εριξα ενα κερμα για να δω τι θα γινει και
εγινε αυτο που φοβομουν
το οτι ολα θα αλλαζαν το ηξερα
αλλα οτι οι επιθυμιες θα γινοταν αναγκες
παει πολυ
εστριψα ολα τα κερματα που ειχα και μου δειξαν το ιδιο
συγκρουσεις, πολεμοι,αντιφασεις στοιβαγμενα ολα
σε ενα σωμα, σε ενα κορμι
ολο το βαρος στους ωμους
γι αυτο καθε πρωι γυμναζομαι
Ακουγοντας κλασικη μουσικη ειναι περιπου σαν
να ακους την ψυχη σου να μιλαει
να ζωντανευει το πεδιο των μαχων σου
οταν ακους κλασικη ολα μεσα σου γινονται βιωμα
και αν νομιζεις οτι αυτη ειναι για να χαλαρωσεις ή κατι τετοιο
γελιεσαι, αυτα ειναι μαλακιες
κι η ισορροπια που αποκτας απο καθε τι ειναι περιεργη
ποια υγεια, ποια δημιουργια και ποια η σχεση τους
αφου το φυσιολογικο οριζεται στατιστικα, τι περιμενεις.
θα πειραματιστω, θα προσπαθησω να μην κανω νασυμβει
αυτο που συμβαινει παντα
θελει στρατηγικη τεχνικη
αφοσιωνεσαι στο αντικειμενο αρμεγωντας την συμβολικη του υπαρξη
και το αφηνεις ξεζουμισμενο, σαν ενα κουκλακι που βαρεθηκες να παιζεις,
σε μια γωνια
και καθως το κοιτας δε μενει τιποτα αλλα απο αυτο που ειναι
μια παρασταση εικονων,χρωματων, ραμμενων υφασματων
κουμπια σε σειρα ικανα να προκαλεσουν μονο το ματι
καθε εγκεφαλικη λειτουργια αναστελλεται
και ετσι, καπως ετσι, ελευθερωνομαι
αλλα δεν θελω να γινει κι ετσι
θα φτιαχνω μυθους, τοτεμ, συμβολισμους
ο συμβολισμος ειναι πνευματικοτητα
συναισθηματικη δραση, ριζωμα
απλα εγω θα κλαδευω καθε τοσο το φυλλωμα μου
για να χορευει το φως στην χαιτη του δενδρου μου
και θα με ποτιζω με ιδεες, ναι, ναι με ιδεες..
και θα σκαλιζω το εδαφος μου συνεχως
ωστε εκεινο να μην με αντεxει.
[moth-man].
εγινε αυτο που φοβομουν
το οτι ολα θα αλλαζαν το ηξερα
αλλα οτι οι επιθυμιες θα γινοταν αναγκες
παει πολυ
εστριψα ολα τα κερματα που ειχα και μου δειξαν το ιδιο
συγκρουσεις, πολεμοι,αντιφασεις στοιβαγμενα ολα
σε ενα σωμα, σε ενα κορμι
ολο το βαρος στους ωμους
γι αυτο καθε πρωι γυμναζομαι
Ακουγοντας κλασικη μουσικη ειναι περιπου σαν
να ακους την ψυχη σου να μιλαει
να ζωντανευει το πεδιο των μαχων σου
οταν ακους κλασικη ολα μεσα σου γινονται βιωμα
και αν νομιζεις οτι αυτη ειναι για να χαλαρωσεις ή κατι τετοιο
γελιεσαι, αυτα ειναι μαλακιες
κι η ισορροπια που αποκτας απο καθε τι ειναι περιεργη
ποια υγεια, ποια δημιουργια και ποια η σχεση τους
αφου το φυσιολογικο οριζεται στατιστικα, τι περιμενεις.
θα πειραματιστω, θα προσπαθησω να μην κανω νασυμβει
αυτο που συμβαινει παντα
θελει στρατηγικη τεχνικη
αφοσιωνεσαι στο αντικειμενο αρμεγωντας την συμβολικη του υπαρξη
και το αφηνεις ξεζουμισμενο, σαν ενα κουκλακι που βαρεθηκες να παιζεις,
σε μια γωνια
και καθως το κοιτας δε μενει τιποτα αλλα απο αυτο που ειναι
μια παρασταση εικονων,χρωματων, ραμμενων υφασματων
κουμπια σε σειρα ικανα να προκαλεσουν μονο το ματι
καθε εγκεφαλικη λειτουργια αναστελλεται
και ετσι, καπως ετσι, ελευθερωνομαι
αλλα δεν θελω να γινει κι ετσι
θα φτιαχνω μυθους, τοτεμ, συμβολισμους
ο συμβολισμος ειναι πνευματικοτητα
συναισθηματικη δραση, ριζωμα
απλα εγω θα κλαδευω καθε τοσο το φυλλωμα μου
για να χορευει το φως στην χαιτη του δενδρου μου
και θα με ποτιζω με ιδεες, ναι, ναι με ιδεες..
και θα σκαλιζω το εδαφος μου συνεχως
ωστε εκεινο να μην με αντεxει.
[moth-man].
Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010
Το Στριπτιζ της ψυχης
To στριπτιζ της ψυχης
Και οι θανατοι να παραφυλανε
Καθε ενας για τον καθενα τους
Μη ντρεπεσαι που δεν φορας ρουχα τωρα
Τωρα σε εμαθα τωρα εμαθες τωρα θυμηθηκες οτι ξερεις
αν και δεν ειχες ξεχασει
τουλαχιστον αυτο εδειχνες
με εκεινο το πονηρο καχυποπτο βλεμμα
τα πεταξες ολα και δεν σου μεινε τιποτα
τα εκανες ενα ματσο και τα εκαψες
καποια ηταν τοσο αντιπαθητικα κολλητα
και δεν εβγαιναν με τιποτα
καποια ηταν κομμενα απ΄την αρχη
κακοραμμενα
και καποια αλλα....καλα σιδερωμενα
τωρα κατσε Νερωνα και απολαυσε
μα μην αφησεις χωρο στην αυριανη ενοχη σου
Καληνυχτα..τα λεμε αυριο..το ιδιο αθωοι παλι...
[moth-man].
Και οι θανατοι να παραφυλανε
Καθε ενας για τον καθενα τους
Μη ντρεπεσαι που δεν φορας ρουχα τωρα
Τωρα σε εμαθα τωρα εμαθες τωρα θυμηθηκες οτι ξερεις
αν και δεν ειχες ξεχασει
τουλαχιστον αυτο εδειχνες
με εκεινο το πονηρο καχυποπτο βλεμμα
τα πεταξες ολα και δεν σου μεινε τιποτα
τα εκανες ενα ματσο και τα εκαψες
καποια ηταν τοσο αντιπαθητικα κολλητα
και δεν εβγαιναν με τιποτα
καποια ηταν κομμενα απ΄την αρχη
κακοραμμενα
και καποια αλλα....καλα σιδερωμενα
τωρα κατσε Νερωνα και απολαυσε
μα μην αφησεις χωρο στην αυριανη ενοχη σου
Καληνυχτα..τα λεμε αυριο..το ιδιο αθωοι παλι...
[moth-man].
Η περιπτωση του Γιωργου Μακρη
Η εξαίρεση στη θέση ότι «είμαστε όλοι παιδιά
της εποχής μας».
Η περίπτωση του Γιώργου Μακρή.
Γιώργος Β. Μακρής: «Γραπτά»
Εκδόσεις Εστίας (1986)
Εισαγωγικό σημείωμα - Σημειώσεις - Επιμέλεια: Ε. Χ. Γονατάς
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.
Μίλτος Σαχτούρης
ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ή ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Κάνε, Υπέρτατον Ον,
(...) ώστε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Τζακ Κέρουακ
να γίνουν κάποτε Πρόεδροι των ΗΠΑ
(...) και η Τεχνική
να ξαναγίνει
Τέχνη.
Κάνε, Κάνε λοιπόν δέντρα, γατιά και λουλούδια
και νέες κοπέλες και σεξ και τραγούδι.
Γιώργος Μακρής (1967)
Υπάρχουν βιβλία που μένουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων μετά τα Χριστούγεννα άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο ανάλογα με την εμπορικότητά τους. Αυτά τα αντιπαθώ, μαζί και τις κυρίες που στέκονται μπροστά τους και τα περιεργάζονται σαν φαλλικά υποκατάστατα απλώς και μόνο, ή τους αντίστοιχους κυρίους που το κάνουν για να επιδείξουν τις υπόγειες δήθεν πνευματικές αναζητήσεις τους και τη διαρκώς ανατροφοδοτούμενη φιλαναγνωσία τους. (Προσωπική παραξενιά, το ξέρω, αλλά και ταυτόχρονα πηγαία εμμονή). Κάποια άλλα τα βρίσκεις στο πίσω μέρος των βιβλιοπωλείων, σκονισμένα πλέον και με χρονολογίες έκδοσης τέτοιες που κι εσένα τον ίδιο σε εκπλήσσουν: Πότε ήταν που είχε πρωτοεκδοθεί κάποιο βιβλίο, και το θυμάσαι αυτό καλά γιατί είχες συνδέσει την έκδοσή του με ένα προσωπικό σου γεγονός, και τώρα παλιώνετε και οι δύο... Για μερικά άλλα, μαθαίνεις κάποια στιγμή ότι έχουν ήδη σταλεί για ανακύκλωση -τίποτα δεν πάει χαμένο, μού είπαν πριν από καιρό, όταν απόρησα για την απόσυρση ενός βιβλίου τού 1985 που έψαχνα. Αυτά αξίζει να σώσουμε γιατί κανένας δεν εγγυάται ότι θα τα ξαναδούμε σε νέα έκδοση όταν οδηγηθούν στην ανακύκλωση. Και πάντα, όταν κάνω τέτοιες ιδιότροπες, αρνητικές σκέψεις περί αποχωρήσεων, φέρνω στο μυαλό μου τον Ηλία Πετρόπουλο: Ένας-ένας οι φίλοι πεθαίνουν/ και βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα./ Ο Ηλίας με πληροφορεί, μεθοδικότατα,/ για τις κηδείες των ποιητών και ζωγράφων./ ... Η γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται./ Γράφω τον σύντομο επίλογο,/ ενώ τα χαρακώματα αδειάζουν,/ από μας, τους κωλόγερους. Και πάντα, ως ένα από αυτά τα «επικίνδυνα» προς εξαΰλωση βιβλία, θεωρώ τα Γραπτά του Γιώργου Β. Μακρή που αξίζει να σωθούν, τα Γραπτά και ο Γιώργος Μακρής.
Υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας, που εμείς θα συντριβούμε μόλις θα ξεκινήσουμε...
Για τον Γιώργο Μακρή άκουσα για πρώτη φορά όταν πριν από πολλά χρόνια μπήκε στο σπίτι, μέσω του αδερφού μου, το βιβλίο του. Ένας ογκώδης τόμος 540 σελίδων, ξεθωριασμένου μπλε χρώματος, με μία χαρακτηριστική τέμπερα του Αλέξη Ακριθάκη στο εξώφυλλο πάνω σε μία ιδέα του ίδιου του Μακρή. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποφασίσω να αγοράσω το βιβλίο, κι αυτό έγινε αφού έβλεπα διάφορες σκόρπιες αναφορές στον Μακρή σε άλλα βιβλία, που περισσότερο όμως οι συγγραφείς τους αναφέρονταν στην περίπτωση Μακρή ανεκδοτολογικά παρά φιλολογικά. Αυτό το γεγονός, της αναφοράς δηλαδή σε ένα πνευματικό πρόσωπο όχι τόσο για το έργο του αλλά για την υλική παρουσία του, για την ιδιομορφία του, καθώς και η εικόνα του βιβλίου που από την εποχή τής συγκατοίκησης με τον αδερφό μου στο πατρικό σπίτι κυκλοφορούσε μπροστά μου, με έκαναν να αναζητήσω αργότερα το βιβλίο στο κελάρι της Εστίας. Από τότε ο Μακρής περιπλανιέται και στο δικό μου σπίτι, έχοντας πολλές φορές αναρωτηθεί το γιατί: Γιατί αυτή η σε τακτά χρονικά διαστήματα διολίσθηση στα γραπτά του, ποιο κενό πάει να μού καλύψει ή ποιο απωθημένο;
Τι κι αν όλοι εσείς μού λέτε
πως τη μάχη έχω χαμένη.
Εγώ θα πολεμώ, θα πολεμώ, θα πολεμώ˙
ξέροντας καλά ωστόσο πως στην άκρη
με περιμένει ένα τέλος θλιβερό.
EdmondRostand
Τα υπάρχοντα Γραπτά του Μακρή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το αποτέλεσμα της ατομικής του φιλοσοφίας για τη σχέση χρόνου, τέχνης και υστεροφημίας: Έχοντας υπόψη μας, πως ο άνθρωπος δεν είναι ίσως παρά έμμεσος αυτοματισμός και φυσική εκδήλωση πολύτροπη, αναγνωρίζοντας πάντως βασικά το έργο τέχνης, μα αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική του κατοχύρωση σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Ό,τι συμπτωματικά (δια)σώθηκε και συμπτωματικά βρέθηκε μετά τον θάνατό του το 1968 και βρίσκεται στα Γραπτά, είναι μερικά ποιήματα, αφηγήματα, σκέψεις, σελίδες ημερολογίων, η εκπληκτική Προκήρυξη και το εξαιρετικό προοίμιο του περιοδικού Πάλι, επιστολές, μεταφράσεις, συμπληρωμένα με κάποιες γραφικές μαρτυρίες από άλλους για τον ίδιο. Πρόκειται για το αποτύπωμα ενός ανθρώπου, (Υπάρχει μέσα μου ένα σπέρμα εξομολογήσεως), σε διάσταση όχι με τη ζωή αλλά σε διάσταση με ό,τι οι περισσότεροι αποκαλούν ζωή: Το άσκοπο και μάταιο κυνηγητό του χρόνου που επενδύεται με διαρκείς αναμονές μέχρι να αυτοαναλωθεί κάποια στιγμή στην ίδια του την προσμονή. Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Ποτέ! Ποτέ!, αναφωνεί ο Πότζο, ξεσπώντας απέναντι στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν στο Περιμένοντας τον Γκοντό. Το ίδιο κάνει και ο Μακρής, αποσυντονίζοντας με εξαιρετική δεξιότητα τον χρόνο και απορυθμίζοντας την καθημερινή τάξη που επιβάλλει ο αιώνιος μικροαστός χαφιές της γειτονιάς μας. Και όλα αυτά, με τη μελαγχολία του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου που οσφραίνεται τη μικρότητα που αποπνέει η καθημερινότητα και απομακρύνεται από αυτή, άλλοτε σώματι, άλλοτε πνεύματι, αλλά πάντα ενεργητικά: Όντας εξάλλου σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνον δεν συγκρίνεται, έστω και μειονεκτώντας, με ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης... Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!
ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι...
(1944)
Κι αυτή τη διάσταση με την καθημερινότητα ο Μακρής την πραγματοποίησε, ενοποιώντας τη θεωρία με την πράξη: Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο./ Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων. Χωρίς επαγγελματικό τίτλο, χωρίς ακαδημαϊκές διακρίσεις, χωρίς εργασία, χωρίς τόπο μόνιμης κατοικίας, χωρίς καθημερινό πρόγραμμα, χωρίς ωράριο και έλεγχο, χωρίς καμία φροντίδα για να αφήσει γραπτό έργο, ο Μακρής ζούσε ανεξάρτητα απ’ τον καιρό του, κάπου αλλού μες στο μυαλό του, μες στη σκέψη του, όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Ζούσε στο περιθώριο μιας κοινωνίας κυριαρχημένης από την ιδιοκτησία, το συμφέρον, τη ματαιοδοξία και τους νόθους τίτλους, σκορπίζοντας απλόχερα το πνεύμα του στη συζήτηση, με πολλαπλά περιεχόμενα κι απλοποιημένη μορφή, όπως προσθέτει ο Τάσος Δενέγρης.
Συνεχίζων την λαμπράν παράδοσιν του παρελθόντος, εξακολουθώ να είμαι
η ακυβέρνητος και παλαιόθεν γνωστή σου σκούνα.
Διαβάζοντας κανείς τα απομεινάρια κάποιων επιστολών του, διακρίνει τη διαφορά τού Μακρή από τη μάζα: Την αθωότητα, την ειλικρίνεια, τη στοχαστικότητα. Μέσα σε αυτές τις επιστολές, με κωμική συχνά επιτήδευση και φιλοπαίγμονα διάθεση, καταγράφονται οι ανησυχίες του, οι εξομολογήσεις του, οι συναισθηματικές του καταστάσεις, τα αναγνώσματά του και φυσικά οι επιδράσεις του. Ό,τι έχει σωθεί από τις επιστολές του, φανερώνει έναν ευφυή παρατηρητή των ανθρώπων και των καταστάσεών τους, έναν άνθρωπο με έντονες πνευματικές ανησυχίες, έναν τεχνίτη στη διαχείριση των πνευματικών του αναζητήσεων, έναν επίμονο αναζητητή τού γνήσια πνευματικού ακόμα και όταν οι εξωτερικές συνθήκες δεν το ευνοούν: Εδώ είναι βρωμοεξορία τραγικής φύσεως, εντελώς περιττή ύστερα από παραμονή καναδυό μηνών και, καθώς καταλαβαίνεις, η διαμονή μου είναι εντελώς απεριορίστου χρονικού διαστήματος. Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι, τη στιγμή που με διαβάζεις, με οικτίρεις μ’ όλη σου την καρδιά, που δεν είμαι romanesque, που δε νιώθω “τη γαλήνη της εξοχής και τους απλούς της ανθρώπους”. Από κοντά όμως, η γαλήνη είναι μια κρυότατη ανία και “οι απλοί χωρικοί” πονηρά σκυλιά, γουρούνια βλακείας κι αποχτήνωσης... Τα μπάνια είναι μια λύσις. Η φύση εδώ γύρω είναι περίφημη. Μόνο οι άνθρωποι... Γράφω αρκετά, διαβάζω περισσότερο. Κάνω και θεωρίες, καταλαβαίνω βέβαια πως είναι ηλίθιο, μα είναι μια λύσις... Τώρα τελευταία διάβασα πολλά φιλοσοφικά, ως επί το πολύ, βιβλία.
Πάμπολλες οι αναφορές που υπάρχουν στα θραύσματα των επιστολών του σε βιβλία, ρεύματα ιδεών και συγγραφείς που, απ’ ό,τι ξέρουμε, λίγοι στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 και του ’50 ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να παρακολουθήσουν: Μαρξ, Φρόιντ, Λόουρυ, Σαρτρ, Ντεκάρτ, Μπήτνικς, Ντον Πάσος, Μάο κ.ά. Κάποιες από αυτές τις αναφορές που βρίσκονται στον έμμεσα βιβλιογραφικό οδηγό του, μαζί και με άλλες βέβαια, θα προσδιορίσουν έναν διάλογο του ίδιου με τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Τσέχοφ, τον Συμβολισμό. Αλλά πιο πολύ, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα ήταν προτροπές για βαθύτερο ήθος, για φιλία, για γλέντι. Ο Μακρής, την εποχή της Κατοχής, παρά το αντίξοο πνευματικό κλίμα, είχε αποσυρθεί πεισματικά στο θερμοκήπιο των προσωπικών του ενδιαφερόντων, θα πει ο Άγγελος Καράκαλος, αναπτύσσοντας πρόωρα μια, ασυνήθιστη για την ηλικία του, πνευματική ωριμότητα. Αυτή την ωριμότητα θα δαπανήσει αφιλοκερδώς σε καφενοβίωση και σε κλειστούς φιλικούς κύκλους (Θα ήθελα να ξέρω το τέλος όλων αυτών που συναντάμε στους καφενέδες, αλλά φοβάμαι πως ποτέ δεν θα μπορέσω να το δω...[το αναφέρει ο Λ. Χρηστάκης στο Ιδεοδρόμιο, τ. 8, 2004]), «επιτρέποντας» μάλιστα ακόμη και τον δανεισμό βιβλίων χωρίς επιστροφή από την προσωπική του βιβλιοθήκη. Και πάντα, υλοποιώντας την άποψή του για τη μετά θάνατον εποχή (Είμαι χαρούμενος συχνά/ που δεν αφήνουμε ίχνη), προτιμούσε τις ατελείωτες συζητήσεις, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο με τη μέγιστη φυσικότητα και άνεση, ένας Χαμαιλέων των Σχέσεων, και όχι την καταγραφή, την αποτύπωση, την εν δυνάμει δημιουργία μιας πνευματικής διαθήκης. Αν ο Μακρής ζούσε, θα καταργούσε τα κείμενα και θα μιλούσε η ζωντανή παρουσία του. Αυτό που σήμερα δεν υπάρχει δηλαδή: Μπροστά στον πληθωρισμό των τυπωμένων λέξεων, απωλέσαμε την υλική παρουσία τού πνευματικού ανθρώπου, τον ζωντανό λόγο του στην ομήγυρη.
Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων και μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται και η πρωτοπόρα, ανατρεπτική θέση της ομάδας στην οποία συμμετείχε η οποία καταγράφεται στη λεγόμενη Προκήρυξη. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου, και ειδικότερα με το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, αλλά σε μια μάλλον τραγική της σύλληψη: Η προκήρυξη αυτή προτείνει την καταστροφή των αρχαίων μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Η Ακρόπολη ήδη από τότε, και πολύ περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών είτε εκ μέρους της χυδαίας τουριστικής λαίλαπας, εκείνων που τη θαύμαζαν με μάτι απλώς τουριστικό, κενό από κάθε αυθεντικό αίσθημα. Τότε μάλιστα, με τον αγκυλωτό σταυρό επάνω της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους.
Το ίδιο πρωτοποριακός εμφανίζεται ο Μακρής και είκοσι χρόνια μετά, το 1964, όταν έγραφε το Προοίμιο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Πάλι. Σκοπός του περιοδικού δεν ήταν να παίξει ένα συμπαντικό ρόλο, αλλά να προβάλει ορισμένες θέσεις και πρόσωπα που η ομάδα του περιοδικού θεωρούσε ότι είχαν παραμεριστεί άδικα τις προηγούμενες δεκαετίες. Σε αυτό το κείμενο, που ουσιαστικά δήλωνε την ταυτότητα του νέου περιοδικού, ο Μακρής εμφάνιζε και πάλι την ιδιοσυγκρασία του: Το Πάλι δεν είναι μία επιθεώρηση κλειστών και εκ των προτέρων καθορισμένων κατευθύνσεων... Το τετράδιο είναι ξένο προς κάθε πνεύμα συντήρησης... το τετράδιο παραμένει έξω από κάθε πνευματική ή πολιτική στράτευση, αλλά σεισμογραφικά ευαίσθητο σε κάθε απελευθερωτικό μήνυμα, προερχόμενο τόσο από το ιστορικό όσο και από το πνευματικό πεδίο... το τετράδιο δεν αποτελεί όργανο ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος... αλλά πεδίο ελεύθερων αναζητήσεων και προσεγγίσεων όσων κινημάτων (ατομικών ή συλλογικών) έφεραν σε γονιμότερη πυκνότητα παρουσίας την ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, τη διαύγεια και την ελπίδα... όσο για τον διάλογο, παραμένει ανοιχτός... Γι’ αυτό και θεωρεί καθήκον της επιτροπής την απόλυτη περιφρόνηση κάθε σχηματικού “espritdesérieux” και κάθε δογματισμού. Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι, ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ο Μακρής σε πλήρη ανάπτυξη.
Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ακόμη και το αποδομητικό χιούμορ μαζί με όλη την παιγνιώδη διάθεση που επιδεικνύει κανείς. Και κυρίως η διαφορετικότητα, η απόσταση από τον μέσο όρο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του, θα έλεγαν κάποιοι: Η διαφορά που είχε με την εποχή του, η απόσταση που διατήρησε από αυτήν σε όλη τη σύντομη διαδρομή του (1923 - 1968). Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του, δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της.
Δαπανήθηκα στις λόχμες/ μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά/
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα./ ...
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
(1944;)
Τουλάχιστον πρόφτασε να πεθάνει πριν γίνει και κείνος μεσήλικας,
όπως έγινε όλη η γενιά του.
Αυτός, ο πιο προχωρημένος, ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος που είχε η Ελλάδα, έχοντας ζήσει μια ζωή ποιητική, που δε λογάριαζε τα κοινά μέτρα του μέσου ανθρώπου, αλλά και πλησίστιος του Γκολιάντκιν ή του κατοίκου του ντοστογιεβσκικού Υπογείου τα τελευταία χρόνια της ζωής του από την ξένη προς αυτόν ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, αυτοκτόνησε τον Ιανουάριο του ’68: Στην πραγματικότητα ήταν ένας μόνιμος ανταποκριτής μηνυμάτων, που εξέφραζαν τις διαρκείς συγκρούσεις τού εσωτερικού του κόσμου... Τώρα μιλούσε λιγότερο, έδειχνε να σκέπτεται συνεχώς κάτι. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση, ότι στη συντροφιά “παρίστατο δι’ αντιπροσώπου”... Με τέτοια, βέβαια, αίσθηση της πραγματικότητας ή μάλλον τέτοια περιφρόνηση γι’ αυτήν, δεν είναι περίεργο ότι βιαζόταν να πεθάνει. Τρεις ή τέσσερις φορές αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Την τελευταία φορά το κατόρθωσε. Και αυτή την τελευταία του κίνηση την έκανε με τον μοναδικό, τραγικό όμως τώρα, δικό του τρόπο: Κείνο το απόγευμα είχε ήδη ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού του, έκτο πάτωμα, λέγοντας στο θυρωρό που τον είδε ν’ ανεβαίνει, και τον ρώτησε: “Πού πάτε κύριε Γιώργο;” - “Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως...”. Και με τη φράση αυτή, μαύρο χιούμορ, έφυγε από τον κόσμο, αφήνοντας το σώμα του να πέσει από την ταράτσα του σπιτιού του, στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Αυτός ο αρνητής, ο αποδεσμευμένος από την αρρώστια της υστεροφημίας, ο μέγας ανατροπέας των μικροαστικών συμβάσεων˙ αυτή η ζωντανή βαλβίδα αποσυμπίεσης της καθημερινής αυταπάτης. Ίσως, τελικά, να υπάρχει λόγος να μην ξεχάσουμε τον Γιώργο Μακρή αν και σίγουρα χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε, καθώς έγραφε ο Ά. Σικελιανός στην Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο.
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μάς κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία τού είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
(1950)
Δημήτρης Σ. Γιαννακόπουλος
«Ο ειδικός της γενικότητας»
της εποχής μας».
Η περίπτωση του Γιώργου Μακρή.
Γιώργος Β. Μακρής: «Γραπτά»
Εκδόσεις Εστίας (1986)
Εισαγωγικό σημείωμα - Σημειώσεις - Επιμέλεια: Ε. Χ. Γονατάς
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.
Μίλτος Σαχτούρης
ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ή ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Κάνε, Υπέρτατον Ον,
(...) ώστε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Τζακ Κέρουακ
να γίνουν κάποτε Πρόεδροι των ΗΠΑ
(...) και η Τεχνική
να ξαναγίνει
Τέχνη.
Κάνε, Κάνε λοιπόν δέντρα, γατιά και λουλούδια
και νέες κοπέλες και σεξ και τραγούδι.
Γιώργος Μακρής (1967)
Υπάρχουν βιβλία που μένουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων μετά τα Χριστούγεννα άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο ανάλογα με την εμπορικότητά τους. Αυτά τα αντιπαθώ, μαζί και τις κυρίες που στέκονται μπροστά τους και τα περιεργάζονται σαν φαλλικά υποκατάστατα απλώς και μόνο, ή τους αντίστοιχους κυρίους που το κάνουν για να επιδείξουν τις υπόγειες δήθεν πνευματικές αναζητήσεις τους και τη διαρκώς ανατροφοδοτούμενη φιλαναγνωσία τους. (Προσωπική παραξενιά, το ξέρω, αλλά και ταυτόχρονα πηγαία εμμονή). Κάποια άλλα τα βρίσκεις στο πίσω μέρος των βιβλιοπωλείων, σκονισμένα πλέον και με χρονολογίες έκδοσης τέτοιες που κι εσένα τον ίδιο σε εκπλήσσουν: Πότε ήταν που είχε πρωτοεκδοθεί κάποιο βιβλίο, και το θυμάσαι αυτό καλά γιατί είχες συνδέσει την έκδοσή του με ένα προσωπικό σου γεγονός, και τώρα παλιώνετε και οι δύο... Για μερικά άλλα, μαθαίνεις κάποια στιγμή ότι έχουν ήδη σταλεί για ανακύκλωση -τίποτα δεν πάει χαμένο, μού είπαν πριν από καιρό, όταν απόρησα για την απόσυρση ενός βιβλίου τού 1985 που έψαχνα. Αυτά αξίζει να σώσουμε γιατί κανένας δεν εγγυάται ότι θα τα ξαναδούμε σε νέα έκδοση όταν οδηγηθούν στην ανακύκλωση. Και πάντα, όταν κάνω τέτοιες ιδιότροπες, αρνητικές σκέψεις περί αποχωρήσεων, φέρνω στο μυαλό μου τον Ηλία Πετρόπουλο: Ένας-ένας οι φίλοι πεθαίνουν/ και βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα./ Ο Ηλίας με πληροφορεί, μεθοδικότατα,/ για τις κηδείες των ποιητών και ζωγράφων./ ... Η γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται./ Γράφω τον σύντομο επίλογο,/ ενώ τα χαρακώματα αδειάζουν,/ από μας, τους κωλόγερους. Και πάντα, ως ένα από αυτά τα «επικίνδυνα» προς εξαΰλωση βιβλία, θεωρώ τα Γραπτά του Γιώργου Β. Μακρή που αξίζει να σωθούν, τα Γραπτά και ο Γιώργος Μακρής.
Υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας, που εμείς θα συντριβούμε μόλις θα ξεκινήσουμε...
Για τον Γιώργο Μακρή άκουσα για πρώτη φορά όταν πριν από πολλά χρόνια μπήκε στο σπίτι, μέσω του αδερφού μου, το βιβλίο του. Ένας ογκώδης τόμος 540 σελίδων, ξεθωριασμένου μπλε χρώματος, με μία χαρακτηριστική τέμπερα του Αλέξη Ακριθάκη στο εξώφυλλο πάνω σε μία ιδέα του ίδιου του Μακρή. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποφασίσω να αγοράσω το βιβλίο, κι αυτό έγινε αφού έβλεπα διάφορες σκόρπιες αναφορές στον Μακρή σε άλλα βιβλία, που περισσότερο όμως οι συγγραφείς τους αναφέρονταν στην περίπτωση Μακρή ανεκδοτολογικά παρά φιλολογικά. Αυτό το γεγονός, της αναφοράς δηλαδή σε ένα πνευματικό πρόσωπο όχι τόσο για το έργο του αλλά για την υλική παρουσία του, για την ιδιομορφία του, καθώς και η εικόνα του βιβλίου που από την εποχή τής συγκατοίκησης με τον αδερφό μου στο πατρικό σπίτι κυκλοφορούσε μπροστά μου, με έκαναν να αναζητήσω αργότερα το βιβλίο στο κελάρι της Εστίας. Από τότε ο Μακρής περιπλανιέται και στο δικό μου σπίτι, έχοντας πολλές φορές αναρωτηθεί το γιατί: Γιατί αυτή η σε τακτά χρονικά διαστήματα διολίσθηση στα γραπτά του, ποιο κενό πάει να μού καλύψει ή ποιο απωθημένο;
Τι κι αν όλοι εσείς μού λέτε
πως τη μάχη έχω χαμένη.
Εγώ θα πολεμώ, θα πολεμώ, θα πολεμώ˙
ξέροντας καλά ωστόσο πως στην άκρη
με περιμένει ένα τέλος θλιβερό.
EdmondRostand
Τα υπάρχοντα Γραπτά του Μακρή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το αποτέλεσμα της ατομικής του φιλοσοφίας για τη σχέση χρόνου, τέχνης και υστεροφημίας: Έχοντας υπόψη μας, πως ο άνθρωπος δεν είναι ίσως παρά έμμεσος αυτοματισμός και φυσική εκδήλωση πολύτροπη, αναγνωρίζοντας πάντως βασικά το έργο τέχνης, μα αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική του κατοχύρωση σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Ό,τι συμπτωματικά (δια)σώθηκε και συμπτωματικά βρέθηκε μετά τον θάνατό του το 1968 και βρίσκεται στα Γραπτά, είναι μερικά ποιήματα, αφηγήματα, σκέψεις, σελίδες ημερολογίων, η εκπληκτική Προκήρυξη και το εξαιρετικό προοίμιο του περιοδικού Πάλι, επιστολές, μεταφράσεις, συμπληρωμένα με κάποιες γραφικές μαρτυρίες από άλλους για τον ίδιο. Πρόκειται για το αποτύπωμα ενός ανθρώπου, (Υπάρχει μέσα μου ένα σπέρμα εξομολογήσεως), σε διάσταση όχι με τη ζωή αλλά σε διάσταση με ό,τι οι περισσότεροι αποκαλούν ζωή: Το άσκοπο και μάταιο κυνηγητό του χρόνου που επενδύεται με διαρκείς αναμονές μέχρι να αυτοαναλωθεί κάποια στιγμή στην ίδια του την προσμονή. Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Ποτέ! Ποτέ!, αναφωνεί ο Πότζο, ξεσπώντας απέναντι στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν στο Περιμένοντας τον Γκοντό. Το ίδιο κάνει και ο Μακρής, αποσυντονίζοντας με εξαιρετική δεξιότητα τον χρόνο και απορυθμίζοντας την καθημερινή τάξη που επιβάλλει ο αιώνιος μικροαστός χαφιές της γειτονιάς μας. Και όλα αυτά, με τη μελαγχολία του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου που οσφραίνεται τη μικρότητα που αποπνέει η καθημερινότητα και απομακρύνεται από αυτή, άλλοτε σώματι, άλλοτε πνεύματι, αλλά πάντα ενεργητικά: Όντας εξάλλου σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνον δεν συγκρίνεται, έστω και μειονεκτώντας, με ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης... Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!
ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι...
(1944)
Κι αυτή τη διάσταση με την καθημερινότητα ο Μακρής την πραγματοποίησε, ενοποιώντας τη θεωρία με την πράξη: Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο./ Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων. Χωρίς επαγγελματικό τίτλο, χωρίς ακαδημαϊκές διακρίσεις, χωρίς εργασία, χωρίς τόπο μόνιμης κατοικίας, χωρίς καθημερινό πρόγραμμα, χωρίς ωράριο και έλεγχο, χωρίς καμία φροντίδα για να αφήσει γραπτό έργο, ο Μακρής ζούσε ανεξάρτητα απ’ τον καιρό του, κάπου αλλού μες στο μυαλό του, μες στη σκέψη του, όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Ζούσε στο περιθώριο μιας κοινωνίας κυριαρχημένης από την ιδιοκτησία, το συμφέρον, τη ματαιοδοξία και τους νόθους τίτλους, σκορπίζοντας απλόχερα το πνεύμα του στη συζήτηση, με πολλαπλά περιεχόμενα κι απλοποιημένη μορφή, όπως προσθέτει ο Τάσος Δενέγρης.
Συνεχίζων την λαμπράν παράδοσιν του παρελθόντος, εξακολουθώ να είμαι
η ακυβέρνητος και παλαιόθεν γνωστή σου σκούνα.
Διαβάζοντας κανείς τα απομεινάρια κάποιων επιστολών του, διακρίνει τη διαφορά τού Μακρή από τη μάζα: Την αθωότητα, την ειλικρίνεια, τη στοχαστικότητα. Μέσα σε αυτές τις επιστολές, με κωμική συχνά επιτήδευση και φιλοπαίγμονα διάθεση, καταγράφονται οι ανησυχίες του, οι εξομολογήσεις του, οι συναισθηματικές του καταστάσεις, τα αναγνώσματά του και φυσικά οι επιδράσεις του. Ό,τι έχει σωθεί από τις επιστολές του, φανερώνει έναν ευφυή παρατηρητή των ανθρώπων και των καταστάσεών τους, έναν άνθρωπο με έντονες πνευματικές ανησυχίες, έναν τεχνίτη στη διαχείριση των πνευματικών του αναζητήσεων, έναν επίμονο αναζητητή τού γνήσια πνευματικού ακόμα και όταν οι εξωτερικές συνθήκες δεν το ευνοούν: Εδώ είναι βρωμοεξορία τραγικής φύσεως, εντελώς περιττή ύστερα από παραμονή καναδυό μηνών και, καθώς καταλαβαίνεις, η διαμονή μου είναι εντελώς απεριορίστου χρονικού διαστήματος. Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι, τη στιγμή που με διαβάζεις, με οικτίρεις μ’ όλη σου την καρδιά, που δεν είμαι romanesque, που δε νιώθω “τη γαλήνη της εξοχής και τους απλούς της ανθρώπους”. Από κοντά όμως, η γαλήνη είναι μια κρυότατη ανία και “οι απλοί χωρικοί” πονηρά σκυλιά, γουρούνια βλακείας κι αποχτήνωσης... Τα μπάνια είναι μια λύσις. Η φύση εδώ γύρω είναι περίφημη. Μόνο οι άνθρωποι... Γράφω αρκετά, διαβάζω περισσότερο. Κάνω και θεωρίες, καταλαβαίνω βέβαια πως είναι ηλίθιο, μα είναι μια λύσις... Τώρα τελευταία διάβασα πολλά φιλοσοφικά, ως επί το πολύ, βιβλία.
Πάμπολλες οι αναφορές που υπάρχουν στα θραύσματα των επιστολών του σε βιβλία, ρεύματα ιδεών και συγγραφείς που, απ’ ό,τι ξέρουμε, λίγοι στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 και του ’50 ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να παρακολουθήσουν: Μαρξ, Φρόιντ, Λόουρυ, Σαρτρ, Ντεκάρτ, Μπήτνικς, Ντον Πάσος, Μάο κ.ά. Κάποιες από αυτές τις αναφορές που βρίσκονται στον έμμεσα βιβλιογραφικό οδηγό του, μαζί και με άλλες βέβαια, θα προσδιορίσουν έναν διάλογο του ίδιου με τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Τσέχοφ, τον Συμβολισμό. Αλλά πιο πολύ, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα ήταν προτροπές για βαθύτερο ήθος, για φιλία, για γλέντι. Ο Μακρής, την εποχή της Κατοχής, παρά το αντίξοο πνευματικό κλίμα, είχε αποσυρθεί πεισματικά στο θερμοκήπιο των προσωπικών του ενδιαφερόντων, θα πει ο Άγγελος Καράκαλος, αναπτύσσοντας πρόωρα μια, ασυνήθιστη για την ηλικία του, πνευματική ωριμότητα. Αυτή την ωριμότητα θα δαπανήσει αφιλοκερδώς σε καφενοβίωση και σε κλειστούς φιλικούς κύκλους (Θα ήθελα να ξέρω το τέλος όλων αυτών που συναντάμε στους καφενέδες, αλλά φοβάμαι πως ποτέ δεν θα μπορέσω να το δω...[το αναφέρει ο Λ. Χρηστάκης στο Ιδεοδρόμιο, τ. 8, 2004]), «επιτρέποντας» μάλιστα ακόμη και τον δανεισμό βιβλίων χωρίς επιστροφή από την προσωπική του βιβλιοθήκη. Και πάντα, υλοποιώντας την άποψή του για τη μετά θάνατον εποχή (Είμαι χαρούμενος συχνά/ που δεν αφήνουμε ίχνη), προτιμούσε τις ατελείωτες συζητήσεις, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο με τη μέγιστη φυσικότητα και άνεση, ένας Χαμαιλέων των Σχέσεων, και όχι την καταγραφή, την αποτύπωση, την εν δυνάμει δημιουργία μιας πνευματικής διαθήκης. Αν ο Μακρής ζούσε, θα καταργούσε τα κείμενα και θα μιλούσε η ζωντανή παρουσία του. Αυτό που σήμερα δεν υπάρχει δηλαδή: Μπροστά στον πληθωρισμό των τυπωμένων λέξεων, απωλέσαμε την υλική παρουσία τού πνευματικού ανθρώπου, τον ζωντανό λόγο του στην ομήγυρη.
Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων και μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται και η πρωτοπόρα, ανατρεπτική θέση της ομάδας στην οποία συμμετείχε η οποία καταγράφεται στη λεγόμενη Προκήρυξη. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου, και ειδικότερα με το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, αλλά σε μια μάλλον τραγική της σύλληψη: Η προκήρυξη αυτή προτείνει την καταστροφή των αρχαίων μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Η Ακρόπολη ήδη από τότε, και πολύ περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών είτε εκ μέρους της χυδαίας τουριστικής λαίλαπας, εκείνων που τη θαύμαζαν με μάτι απλώς τουριστικό, κενό από κάθε αυθεντικό αίσθημα. Τότε μάλιστα, με τον αγκυλωτό σταυρό επάνω της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους.
Το ίδιο πρωτοποριακός εμφανίζεται ο Μακρής και είκοσι χρόνια μετά, το 1964, όταν έγραφε το Προοίμιο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Πάλι. Σκοπός του περιοδικού δεν ήταν να παίξει ένα συμπαντικό ρόλο, αλλά να προβάλει ορισμένες θέσεις και πρόσωπα που η ομάδα του περιοδικού θεωρούσε ότι είχαν παραμεριστεί άδικα τις προηγούμενες δεκαετίες. Σε αυτό το κείμενο, που ουσιαστικά δήλωνε την ταυτότητα του νέου περιοδικού, ο Μακρής εμφάνιζε και πάλι την ιδιοσυγκρασία του: Το Πάλι δεν είναι μία επιθεώρηση κλειστών και εκ των προτέρων καθορισμένων κατευθύνσεων... Το τετράδιο είναι ξένο προς κάθε πνεύμα συντήρησης... το τετράδιο παραμένει έξω από κάθε πνευματική ή πολιτική στράτευση, αλλά σεισμογραφικά ευαίσθητο σε κάθε απελευθερωτικό μήνυμα, προερχόμενο τόσο από το ιστορικό όσο και από το πνευματικό πεδίο... το τετράδιο δεν αποτελεί όργανο ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος... αλλά πεδίο ελεύθερων αναζητήσεων και προσεγγίσεων όσων κινημάτων (ατομικών ή συλλογικών) έφεραν σε γονιμότερη πυκνότητα παρουσίας την ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, τη διαύγεια και την ελπίδα... όσο για τον διάλογο, παραμένει ανοιχτός... Γι’ αυτό και θεωρεί καθήκον της επιτροπής την απόλυτη περιφρόνηση κάθε σχηματικού “espritdesérieux” και κάθε δογματισμού. Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι, ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ο Μακρής σε πλήρη ανάπτυξη.
Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ακόμη και το αποδομητικό χιούμορ μαζί με όλη την παιγνιώδη διάθεση που επιδεικνύει κανείς. Και κυρίως η διαφορετικότητα, η απόσταση από τον μέσο όρο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του, θα έλεγαν κάποιοι: Η διαφορά που είχε με την εποχή του, η απόσταση που διατήρησε από αυτήν σε όλη τη σύντομη διαδρομή του (1923 - 1968). Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του, δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της.
Δαπανήθηκα στις λόχμες/ μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά/
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα./ ...
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
(1944;)
Τουλάχιστον πρόφτασε να πεθάνει πριν γίνει και κείνος μεσήλικας,
όπως έγινε όλη η γενιά του.
Αυτός, ο πιο προχωρημένος, ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος που είχε η Ελλάδα, έχοντας ζήσει μια ζωή ποιητική, που δε λογάριαζε τα κοινά μέτρα του μέσου ανθρώπου, αλλά και πλησίστιος του Γκολιάντκιν ή του κατοίκου του ντοστογιεβσκικού Υπογείου τα τελευταία χρόνια της ζωής του από την ξένη προς αυτόν ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, αυτοκτόνησε τον Ιανουάριο του ’68: Στην πραγματικότητα ήταν ένας μόνιμος ανταποκριτής μηνυμάτων, που εξέφραζαν τις διαρκείς συγκρούσεις τού εσωτερικού του κόσμου... Τώρα μιλούσε λιγότερο, έδειχνε να σκέπτεται συνεχώς κάτι. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση, ότι στη συντροφιά “παρίστατο δι’ αντιπροσώπου”... Με τέτοια, βέβαια, αίσθηση της πραγματικότητας ή μάλλον τέτοια περιφρόνηση γι’ αυτήν, δεν είναι περίεργο ότι βιαζόταν να πεθάνει. Τρεις ή τέσσερις φορές αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Την τελευταία φορά το κατόρθωσε. Και αυτή την τελευταία του κίνηση την έκανε με τον μοναδικό, τραγικό όμως τώρα, δικό του τρόπο: Κείνο το απόγευμα είχε ήδη ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού του, έκτο πάτωμα, λέγοντας στο θυρωρό που τον είδε ν’ ανεβαίνει, και τον ρώτησε: “Πού πάτε κύριε Γιώργο;” - “Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως...”. Και με τη φράση αυτή, μαύρο χιούμορ, έφυγε από τον κόσμο, αφήνοντας το σώμα του να πέσει από την ταράτσα του σπιτιού του, στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Αυτός ο αρνητής, ο αποδεσμευμένος από την αρρώστια της υστεροφημίας, ο μέγας ανατροπέας των μικροαστικών συμβάσεων˙ αυτή η ζωντανή βαλβίδα αποσυμπίεσης της καθημερινής αυταπάτης. Ίσως, τελικά, να υπάρχει λόγος να μην ξεχάσουμε τον Γιώργο Μακρή αν και σίγουρα χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε, καθώς έγραφε ο Ά. Σικελιανός στην Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο.
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μάς κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία τού είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
(1950)
Δημήτρης Σ. Γιαννακόπουλος
«Ο ειδικός της γενικότητας»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)