Η εξαίρεση στη θέση ότι «είμαστε όλοι παιδιά
της εποχής μας».
Η περίπτωση του Γιώργου Μακρή.
Γιώργος Β. Μακρής: «Γραπτά»
Εκδόσεις Εστίας (1986)
Εισαγωγικό σημείωμα - Σημειώσεις - Επιμέλεια: Ε. Χ. Γονατάς
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.
Μίλτος Σαχτούρης
ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ή ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Κάνε, Υπέρτατον Ον,
(...) ώστε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Τζακ Κέρουακ
να γίνουν κάποτε Πρόεδροι των ΗΠΑ
(...) και η Τεχνική
να ξαναγίνει
Τέχνη.
Κάνε, Κάνε λοιπόν δέντρα, γατιά και λουλούδια
και νέες κοπέλες και σεξ και τραγούδι.
Γιώργος Μακρής (1967)
Υπάρχουν βιβλία που μένουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων μετά τα Χριστούγεννα άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο ανάλογα με την εμπορικότητά τους. Αυτά τα αντιπαθώ, μαζί και τις κυρίες που στέκονται μπροστά τους και τα περιεργάζονται σαν φαλλικά υποκατάστατα απλώς και μόνο, ή τους αντίστοιχους κυρίους που το κάνουν για να επιδείξουν τις υπόγειες δήθεν πνευματικές αναζητήσεις τους και τη διαρκώς ανατροφοδοτούμενη φιλαναγνωσία τους. (Προσωπική παραξενιά, το ξέρω, αλλά και ταυτόχρονα πηγαία εμμονή). Κάποια άλλα τα βρίσκεις στο πίσω μέρος των βιβλιοπωλείων, σκονισμένα πλέον και με χρονολογίες έκδοσης τέτοιες που κι εσένα τον ίδιο σε εκπλήσσουν: Πότε ήταν που είχε πρωτοεκδοθεί κάποιο βιβλίο, και το θυμάσαι αυτό καλά γιατί είχες συνδέσει την έκδοσή του με ένα προσωπικό σου γεγονός, και τώρα παλιώνετε και οι δύο... Για μερικά άλλα, μαθαίνεις κάποια στιγμή ότι έχουν ήδη σταλεί για ανακύκλωση -τίποτα δεν πάει χαμένο, μού είπαν πριν από καιρό, όταν απόρησα για την απόσυρση ενός βιβλίου τού 1985 που έψαχνα. Αυτά αξίζει να σώσουμε γιατί κανένας δεν εγγυάται ότι θα τα ξαναδούμε σε νέα έκδοση όταν οδηγηθούν στην ανακύκλωση. Και πάντα, όταν κάνω τέτοιες ιδιότροπες, αρνητικές σκέψεις περί αποχωρήσεων, φέρνω στο μυαλό μου τον Ηλία Πετρόπουλο: Ένας-ένας οι φίλοι πεθαίνουν/ και βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα./ Ο Ηλίας με πληροφορεί, μεθοδικότατα,/ για τις κηδείες των ποιητών και ζωγράφων./ ... Η γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται./ Γράφω τον σύντομο επίλογο,/ ενώ τα χαρακώματα αδειάζουν,/ από μας, τους κωλόγερους. Και πάντα, ως ένα από αυτά τα «επικίνδυνα» προς εξαΰλωση βιβλία, θεωρώ τα Γραπτά του Γιώργου Β. Μακρή που αξίζει να σωθούν, τα Γραπτά και ο Γιώργος Μακρής.
Υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας, που εμείς θα συντριβούμε μόλις θα ξεκινήσουμε...
Για τον Γιώργο Μακρή άκουσα για πρώτη φορά όταν πριν από πολλά χρόνια μπήκε στο σπίτι, μέσω του αδερφού μου, το βιβλίο του. Ένας ογκώδης τόμος 540 σελίδων, ξεθωριασμένου μπλε χρώματος, με μία χαρακτηριστική τέμπερα του Αλέξη Ακριθάκη στο εξώφυλλο πάνω σε μία ιδέα του ίδιου του Μακρή. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποφασίσω να αγοράσω το βιβλίο, κι αυτό έγινε αφού έβλεπα διάφορες σκόρπιες αναφορές στον Μακρή σε άλλα βιβλία, που περισσότερο όμως οι συγγραφείς τους αναφέρονταν στην περίπτωση Μακρή ανεκδοτολογικά παρά φιλολογικά. Αυτό το γεγονός, της αναφοράς δηλαδή σε ένα πνευματικό πρόσωπο όχι τόσο για το έργο του αλλά για την υλική παρουσία του, για την ιδιομορφία του, καθώς και η εικόνα του βιβλίου που από την εποχή τής συγκατοίκησης με τον αδερφό μου στο πατρικό σπίτι κυκλοφορούσε μπροστά μου, με έκαναν να αναζητήσω αργότερα το βιβλίο στο κελάρι της Εστίας. Από τότε ο Μακρής περιπλανιέται και στο δικό μου σπίτι, έχοντας πολλές φορές αναρωτηθεί το γιατί: Γιατί αυτή η σε τακτά χρονικά διαστήματα διολίσθηση στα γραπτά του, ποιο κενό πάει να μού καλύψει ή ποιο απωθημένο;
Τι κι αν όλοι εσείς μού λέτε
πως τη μάχη έχω χαμένη.
Εγώ θα πολεμώ, θα πολεμώ, θα πολεμώ˙
ξέροντας καλά ωστόσο πως στην άκρη
με περιμένει ένα τέλος θλιβερό.
EdmondRostand
Τα υπάρχοντα Γραπτά του Μακρή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το αποτέλεσμα της ατομικής του φιλοσοφίας για τη σχέση χρόνου, τέχνης και υστεροφημίας: Έχοντας υπόψη μας, πως ο άνθρωπος δεν είναι ίσως παρά έμμεσος αυτοματισμός και φυσική εκδήλωση πολύτροπη, αναγνωρίζοντας πάντως βασικά το έργο τέχνης, μα αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική του κατοχύρωση σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Ό,τι συμπτωματικά (δια)σώθηκε και συμπτωματικά βρέθηκε μετά τον θάνατό του το 1968 και βρίσκεται στα Γραπτά, είναι μερικά ποιήματα, αφηγήματα, σκέψεις, σελίδες ημερολογίων, η εκπληκτική Προκήρυξη και το εξαιρετικό προοίμιο του περιοδικού Πάλι, επιστολές, μεταφράσεις, συμπληρωμένα με κάποιες γραφικές μαρτυρίες από άλλους για τον ίδιο. Πρόκειται για το αποτύπωμα ενός ανθρώπου, (Υπάρχει μέσα μου ένα σπέρμα εξομολογήσεως), σε διάσταση όχι με τη ζωή αλλά σε διάσταση με ό,τι οι περισσότεροι αποκαλούν ζωή: Το άσκοπο και μάταιο κυνηγητό του χρόνου που επενδύεται με διαρκείς αναμονές μέχρι να αυτοαναλωθεί κάποια στιγμή στην ίδια του την προσμονή. Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Ποτέ! Ποτέ!, αναφωνεί ο Πότζο, ξεσπώντας απέναντι στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν στο Περιμένοντας τον Γκοντό. Το ίδιο κάνει και ο Μακρής, αποσυντονίζοντας με εξαιρετική δεξιότητα τον χρόνο και απορυθμίζοντας την καθημερινή τάξη που επιβάλλει ο αιώνιος μικροαστός χαφιές της γειτονιάς μας. Και όλα αυτά, με τη μελαγχολία του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου που οσφραίνεται τη μικρότητα που αποπνέει η καθημερινότητα και απομακρύνεται από αυτή, άλλοτε σώματι, άλλοτε πνεύματι, αλλά πάντα ενεργητικά: Όντας εξάλλου σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνον δεν συγκρίνεται, έστω και μειονεκτώντας, με ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης... Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!
ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι...
(1944)
Κι αυτή τη διάσταση με την καθημερινότητα ο Μακρής την πραγματοποίησε, ενοποιώντας τη θεωρία με την πράξη: Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο./ Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων. Χωρίς επαγγελματικό τίτλο, χωρίς ακαδημαϊκές διακρίσεις, χωρίς εργασία, χωρίς τόπο μόνιμης κατοικίας, χωρίς καθημερινό πρόγραμμα, χωρίς ωράριο και έλεγχο, χωρίς καμία φροντίδα για να αφήσει γραπτό έργο, ο Μακρής ζούσε ανεξάρτητα απ’ τον καιρό του, κάπου αλλού μες στο μυαλό του, μες στη σκέψη του, όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Ζούσε στο περιθώριο μιας κοινωνίας κυριαρχημένης από την ιδιοκτησία, το συμφέρον, τη ματαιοδοξία και τους νόθους τίτλους, σκορπίζοντας απλόχερα το πνεύμα του στη συζήτηση, με πολλαπλά περιεχόμενα κι απλοποιημένη μορφή, όπως προσθέτει ο Τάσος Δενέγρης.
Συνεχίζων την λαμπράν παράδοσιν του παρελθόντος, εξακολουθώ να είμαι
η ακυβέρνητος και παλαιόθεν γνωστή σου σκούνα.
Διαβάζοντας κανείς τα απομεινάρια κάποιων επιστολών του, διακρίνει τη διαφορά τού Μακρή από τη μάζα: Την αθωότητα, την ειλικρίνεια, τη στοχαστικότητα. Μέσα σε αυτές τις επιστολές, με κωμική συχνά επιτήδευση και φιλοπαίγμονα διάθεση, καταγράφονται οι ανησυχίες του, οι εξομολογήσεις του, οι συναισθηματικές του καταστάσεις, τα αναγνώσματά του και φυσικά οι επιδράσεις του. Ό,τι έχει σωθεί από τις επιστολές του, φανερώνει έναν ευφυή παρατηρητή των ανθρώπων και των καταστάσεών τους, έναν άνθρωπο με έντονες πνευματικές ανησυχίες, έναν τεχνίτη στη διαχείριση των πνευματικών του αναζητήσεων, έναν επίμονο αναζητητή τού γνήσια πνευματικού ακόμα και όταν οι εξωτερικές συνθήκες δεν το ευνοούν: Εδώ είναι βρωμοεξορία τραγικής φύσεως, εντελώς περιττή ύστερα από παραμονή καναδυό μηνών και, καθώς καταλαβαίνεις, η διαμονή μου είναι εντελώς απεριορίστου χρονικού διαστήματος. Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι, τη στιγμή που με διαβάζεις, με οικτίρεις μ’ όλη σου την καρδιά, που δεν είμαι romanesque, που δε νιώθω “τη γαλήνη της εξοχής και τους απλούς της ανθρώπους”. Από κοντά όμως, η γαλήνη είναι μια κρυότατη ανία και “οι απλοί χωρικοί” πονηρά σκυλιά, γουρούνια βλακείας κι αποχτήνωσης... Τα μπάνια είναι μια λύσις. Η φύση εδώ γύρω είναι περίφημη. Μόνο οι άνθρωποι... Γράφω αρκετά, διαβάζω περισσότερο. Κάνω και θεωρίες, καταλαβαίνω βέβαια πως είναι ηλίθιο, μα είναι μια λύσις... Τώρα τελευταία διάβασα πολλά φιλοσοφικά, ως επί το πολύ, βιβλία.
Πάμπολλες οι αναφορές που υπάρχουν στα θραύσματα των επιστολών του σε βιβλία, ρεύματα ιδεών και συγγραφείς που, απ’ ό,τι ξέρουμε, λίγοι στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 και του ’50 ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να παρακολουθήσουν: Μαρξ, Φρόιντ, Λόουρυ, Σαρτρ, Ντεκάρτ, Μπήτνικς, Ντον Πάσος, Μάο κ.ά. Κάποιες από αυτές τις αναφορές που βρίσκονται στον έμμεσα βιβλιογραφικό οδηγό του, μαζί και με άλλες βέβαια, θα προσδιορίσουν έναν διάλογο του ίδιου με τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Τσέχοφ, τον Συμβολισμό. Αλλά πιο πολύ, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα ήταν προτροπές για βαθύτερο ήθος, για φιλία, για γλέντι. Ο Μακρής, την εποχή της Κατοχής, παρά το αντίξοο πνευματικό κλίμα, είχε αποσυρθεί πεισματικά στο θερμοκήπιο των προσωπικών του ενδιαφερόντων, θα πει ο Άγγελος Καράκαλος, αναπτύσσοντας πρόωρα μια, ασυνήθιστη για την ηλικία του, πνευματική ωριμότητα. Αυτή την ωριμότητα θα δαπανήσει αφιλοκερδώς σε καφενοβίωση και σε κλειστούς φιλικούς κύκλους (Θα ήθελα να ξέρω το τέλος όλων αυτών που συναντάμε στους καφενέδες, αλλά φοβάμαι πως ποτέ δεν θα μπορέσω να το δω...[το αναφέρει ο Λ. Χρηστάκης στο Ιδεοδρόμιο, τ. 8, 2004]), «επιτρέποντας» μάλιστα ακόμη και τον δανεισμό βιβλίων χωρίς επιστροφή από την προσωπική του βιβλιοθήκη. Και πάντα, υλοποιώντας την άποψή του για τη μετά θάνατον εποχή (Είμαι χαρούμενος συχνά/ που δεν αφήνουμε ίχνη), προτιμούσε τις ατελείωτες συζητήσεις, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο με τη μέγιστη φυσικότητα και άνεση, ένας Χαμαιλέων των Σχέσεων, και όχι την καταγραφή, την αποτύπωση, την εν δυνάμει δημιουργία μιας πνευματικής διαθήκης. Αν ο Μακρής ζούσε, θα καταργούσε τα κείμενα και θα μιλούσε η ζωντανή παρουσία του. Αυτό που σήμερα δεν υπάρχει δηλαδή: Μπροστά στον πληθωρισμό των τυπωμένων λέξεων, απωλέσαμε την υλική παρουσία τού πνευματικού ανθρώπου, τον ζωντανό λόγο του στην ομήγυρη.
Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων και μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται και η πρωτοπόρα, ανατρεπτική θέση της ομάδας στην οποία συμμετείχε η οποία καταγράφεται στη λεγόμενη Προκήρυξη. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου, και ειδικότερα με το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, αλλά σε μια μάλλον τραγική της σύλληψη: Η προκήρυξη αυτή προτείνει την καταστροφή των αρχαίων μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Η Ακρόπολη ήδη από τότε, και πολύ περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών είτε εκ μέρους της χυδαίας τουριστικής λαίλαπας, εκείνων που τη θαύμαζαν με μάτι απλώς τουριστικό, κενό από κάθε αυθεντικό αίσθημα. Τότε μάλιστα, με τον αγκυλωτό σταυρό επάνω της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους.
Το ίδιο πρωτοποριακός εμφανίζεται ο Μακρής και είκοσι χρόνια μετά, το 1964, όταν έγραφε το Προοίμιο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Πάλι. Σκοπός του περιοδικού δεν ήταν να παίξει ένα συμπαντικό ρόλο, αλλά να προβάλει ορισμένες θέσεις και πρόσωπα που η ομάδα του περιοδικού θεωρούσε ότι είχαν παραμεριστεί άδικα τις προηγούμενες δεκαετίες. Σε αυτό το κείμενο, που ουσιαστικά δήλωνε την ταυτότητα του νέου περιοδικού, ο Μακρής εμφάνιζε και πάλι την ιδιοσυγκρασία του: Το Πάλι δεν είναι μία επιθεώρηση κλειστών και εκ των προτέρων καθορισμένων κατευθύνσεων... Το τετράδιο είναι ξένο προς κάθε πνεύμα συντήρησης... το τετράδιο παραμένει έξω από κάθε πνευματική ή πολιτική στράτευση, αλλά σεισμογραφικά ευαίσθητο σε κάθε απελευθερωτικό μήνυμα, προερχόμενο τόσο από το ιστορικό όσο και από το πνευματικό πεδίο... το τετράδιο δεν αποτελεί όργανο ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος... αλλά πεδίο ελεύθερων αναζητήσεων και προσεγγίσεων όσων κινημάτων (ατομικών ή συλλογικών) έφεραν σε γονιμότερη πυκνότητα παρουσίας την ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, τη διαύγεια και την ελπίδα... όσο για τον διάλογο, παραμένει ανοιχτός... Γι’ αυτό και θεωρεί καθήκον της επιτροπής την απόλυτη περιφρόνηση κάθε σχηματικού “espritdesérieux” και κάθε δογματισμού. Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι, ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ο Μακρής σε πλήρη ανάπτυξη.
Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ακόμη και το αποδομητικό χιούμορ μαζί με όλη την παιγνιώδη διάθεση που επιδεικνύει κανείς. Και κυρίως η διαφορετικότητα, η απόσταση από τον μέσο όρο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του, θα έλεγαν κάποιοι: Η διαφορά που είχε με την εποχή του, η απόσταση που διατήρησε από αυτήν σε όλη τη σύντομη διαδρομή του (1923 - 1968). Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του, δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της.
Δαπανήθηκα στις λόχμες/ μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά/
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα./ ...
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
(1944;)
Τουλάχιστον πρόφτασε να πεθάνει πριν γίνει και κείνος μεσήλικας,
όπως έγινε όλη η γενιά του.
Αυτός, ο πιο προχωρημένος, ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος που είχε η Ελλάδα, έχοντας ζήσει μια ζωή ποιητική, που δε λογάριαζε τα κοινά μέτρα του μέσου ανθρώπου, αλλά και πλησίστιος του Γκολιάντκιν ή του κατοίκου του ντοστογιεβσκικού Υπογείου τα τελευταία χρόνια της ζωής του από την ξένη προς αυτόν ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, αυτοκτόνησε τον Ιανουάριο του ’68: Στην πραγματικότητα ήταν ένας μόνιμος ανταποκριτής μηνυμάτων, που εξέφραζαν τις διαρκείς συγκρούσεις τού εσωτερικού του κόσμου... Τώρα μιλούσε λιγότερο, έδειχνε να σκέπτεται συνεχώς κάτι. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση, ότι στη συντροφιά “παρίστατο δι’ αντιπροσώπου”... Με τέτοια, βέβαια, αίσθηση της πραγματικότητας ή μάλλον τέτοια περιφρόνηση γι’ αυτήν, δεν είναι περίεργο ότι βιαζόταν να πεθάνει. Τρεις ή τέσσερις φορές αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Την τελευταία φορά το κατόρθωσε. Και αυτή την τελευταία του κίνηση την έκανε με τον μοναδικό, τραγικό όμως τώρα, δικό του τρόπο: Κείνο το απόγευμα είχε ήδη ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού του, έκτο πάτωμα, λέγοντας στο θυρωρό που τον είδε ν’ ανεβαίνει, και τον ρώτησε: “Πού πάτε κύριε Γιώργο;” - “Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως...”. Και με τη φράση αυτή, μαύρο χιούμορ, έφυγε από τον κόσμο, αφήνοντας το σώμα του να πέσει από την ταράτσα του σπιτιού του, στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Αυτός ο αρνητής, ο αποδεσμευμένος από την αρρώστια της υστεροφημίας, ο μέγας ανατροπέας των μικροαστικών συμβάσεων˙ αυτή η ζωντανή βαλβίδα αποσυμπίεσης της καθημερινής αυταπάτης. Ίσως, τελικά, να υπάρχει λόγος να μην ξεχάσουμε τον Γιώργο Μακρή αν και σίγουρα χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε, καθώς έγραφε ο Ά. Σικελιανός στην Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο.
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μάς κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία τού είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
(1950)
Δημήτρης Σ. Γιαννακόπουλος
«Ο ειδικός της γενικότητας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου