Μάλκολμ Λόουρι (1909-1957)
[No se puede vivir sin amar]
Ευτυχώς, για κάμποσους εραστές της Νύχτας, της Απερισκεψίας και της Περιπέτειας (ναι, υπάρχουν ακόμα τέτοιοι), δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που ανανεώνουν, με τρόπους απροσδόκητους, την παράδοση του Καταραμένου Καλλιτέχνη, του άσωτου μνηστήρα της λογοτεχνίας, την οποία φροντίζει ωστόσο να απατά πού και πού με τις διάφορες σκανδαλώδεις ή και ευφρόσυνες ποικιλίες της κραιπάλης. Τέτοιοι συγγραφείς επιμένουν στην κατάργηση των ορίων ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή, φροντίζοντας πριν απ’ όλα να είναι ταλαντούχοι και ως προς τη μία και ως προς την άλλη. Τέτοιοι συγγραφείς πάντα έχουν κάτι να πουν, πάντα ξέρουν να πουν αυτό που κάνουν και να κάνουν αυτό που λένε, αποστομώνοντας (άλλοτε τρυφερά και άλλοτε βιαίως) τόσο τους θιασώτες μιας «καθαρής» λογοτεχνίας όσο και τους ζηλόφθονους κήρυκες μιας «καθαρής» ζωής – είναι πια γνωστό ότι οι μεν δεν ξέρουν να ζήσουν και γι’ αυτό δεν ξέρουν να γράψουν, ενώ οι δε δεν ξέρουν να γράψουν και γι’ αυτό καμώνονται ότι ξέρουν να ζήσουν.
Ο Μάλκολμ Λόουρι μπορεί να διεκδικήσει, απ’ όπου κι αν βρίσκεται, μιαν εξέχουσα θέση στο πάνθεον των όμορφων και καταραμένων, πλάι στον Ντοστογιέφσκι, πλάι στον Χένρι Μίλλερ, πλάι στον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τα διαπιστευτήριά του είναι ένα μυθιστόρημα, που θεωρείται πια από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα, και μια ζωή που θα τη ζήλευε κάθε φανατικός των έως υπερβολής απολαύσεων και της δημιουργικότητας που υπόσχεται, όχι δίχως κινδύνους, όχι δίχως τιμήματα, η ανεξέλεγκτη κατανάλωση οινοπνεύματος και η ανυποχώρητη πίστη στη τέχνη του λόγου, στην διεισδυτική και λυτρωτική δύναμη του πνεύματος.
Αλλά ας ρίξουμε μια ματιά στα διαπιστευτήρια αυτά. Ο Κλάρενς Μάλκολμ Λόουρι γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1909. Στην εφηβεία του θα γράφει ποιήματα και διηγήματα. Επίσης, θα παίζει το αγαπημένο του γιουκαλίλι – που δεν το αποχωρίστηκε ποτέ – και θα συμμετάσχει σε σχολικές θεατρικές παραστάσεις. Στα δεκαεφτά του, ανοίγεται στο Υγρό Στοιχείο, που θα είναι κυρίαρχο σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Μπαρκάρει για την Άπω Ανατολή και μένει στον ωκεανό πάνω από έξι μήνες. Θα καταγράφει σε σημειωματάρια τις εμπειρίες του, και αργότερα θα επεξεργαστεί αυτό το υλικό για να συνθέσει το πρώτο μου μυθιστόρημα, το Ουλτραμαρίν. Πριν στείλει στον εκδότη το έργο αυτό, θα χάσει τα δακτυλόγραφα, κάτι που έμελλε να συμβεί δυστυχώς και άλλες φορές, και θα αναγκαστεί να το γράψει όλο από την αρχή έχοντας σαν πυξίδα τις σημειώσεις του και κάποιες σκόρπιες σελίδες που βρήκε και ανέσυρε από τα σκουπίδια ένας φίλος του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε, τελικώς, το 1933. Καμία επιτυχία δεν συνόδευσε την έκδοσή του.
Θα ακολουθήσει ένας γάμος, με την εξωτική καλλονή Jan Gabrial, στο Παρίσι. Μετά, ένα μεγάλο ταξίδι στην Ισπανία. Δεν θ’ αργήσουν τα συνήθη παράπονα: ο άντρας μου πίνει, δεν εργάζεται, δεν κερδίζει χρήματα, όλα τα γνωστά ρεφραίν. Πριν περάσουν πέντε μήνες από την γαμήλια τελετή, η Jan θα φύγει για τη Νέα Υόρκη. Ο Λόουρι θα την ακολουθήσει ύστερα από λίγο. Μεθυσμένος. Στο τελωνείο τον ρώτησαν τι έχει να δηλώσει. Απάντησε: «Ιδέα δεν έχω, για να δούμε». Και αυτό που είδαν δεν ήταν παρά ένα μισοδιαλυμένο αντίτυπο του Μόμπι Ντικ.
Το 1936, Λόουρι θα πάει στο Χόλιγουντ και θα εργαστεί, για λίγο, ως σεναριογράφος. Είναι σημαδιακό ότι ετοίμασε ένα σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα Τρυφερή είναι η νύχτα του Φιτζέραλντ. Το σενάριο δεν εγκρίθηκε, και ο Λόουρι θα εγκαταλείψει το Λος Άντζελες – ήδη ένας μανιακός της κινητικότητας. Επόμενος προορισμός, ίσως ο πιο κρίσιμος στη ζωή του όλη, το Μεξικό. Επίσης, σημαδιακό: θα φτάσει εκεί, μαζί με την Jan, την 1η Νοεμβρίου, την Ημέρα των Νεκρών, μια μακάβρια γιορτή. Στο Κάτω από το Ηφαίστειο, τα πάντα διαδραματίζονται την Ημέρα των Νεκρών, την 1η Νοεμβρίου του 1939.
Στο Μεξικό, ο Λόουρι θα προσηλωθεί στην συγγραφή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες δύο φίλων του, του Conrad Aiken και του Arthur Calder-Marshall, που τον επισκέφθηκαν εκεί, είχε ολοκληρώσει την πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματος Κάτω από το Ηφαίστειο. Τα χειρόγραφα αυτά, όπως και τόσα άλλα γραπτά του Λόουρι, έχουν χαθεί.
Θα χαθεί και η Jan. Θα τον εγκαταλείψει. Και αρχίζει έτσι ο μαραθώνιος της μέθης. Όπως επισημαίνουν οι βιογράφοι του, ο Λόουρι θα ζει πια μονάχα για δύο δραστηριότητες: για να πίνει και για να γράφει. Μια φίλη του θα πει ειρωνικά: «Να πιει κανείς ή να μην πιει; Ιδού η απορία, για τον Μάλκολμ, κάθε στιγμή». Ο ίδιος, σε μιαν επιστολή του, ομολογεί: «Τον τελευταίο χρόνο, πίνω κατά μέσον όρο δυόμισι με τρία λίτρα κρασί καθημερινώς, χωρίς να υπολογίσουμε τα επιπλέον δυνατά ποτά στα μπαρ. Τους δύο τελευταίους μήνες, πίνω δύο λίτρα ρούμι την ημέρα. Ακόμη κι αν αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να με ξεκάνει ολωσδιόλου, δεν είμαι σε θέση να κινηθώ ή να σκεφτώ δίχως να έχω πιει φοβερές ποσότητες αλκοόλ, η απουσία του οποίου, έστω και για λίγες ώρες, μου φαίνεται αβάσταχτο μαρτύριο».
Η Margerie Bonner, πρώην ηθοποιός, σεναριογράφος και συγγραφεας μυθιστορημάτων μυστηρίου και τρόμου, θα είναι η επόμενη σύζυγος του Λόουρι. Αυτή η γυναίκα συνέβαλε όσο κανείς άλλος ση σύνθεση και ολοκλήρωση του opus magnum του συγγραφέα, του Κάτω από το Ηφαίστειο.
Εγκατεστημένος τώρα στη Βρετανική Κολομβία, ο Λόουρι θα εργαστεί συστηματικά και, με τη βοήθεια της Margerie, θα δώσει μιαν οριστική μορφή στο μυθιστόρημά του. Η συνολική προετοιμασία αυτού του αριστουργήματος (που πλεόν οι κριτικοί έχουν κατατάξει δικαίως ανάμεσα στα δέκα σημαντικότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα), θα έχει διαρκέσει εννέα χρόνια. Ο Λόουρι πάλεψε με σθένος μέσα στον αδηφάγο και συγκλονιστικό λαβύριθνο της Γλώσσας, και βγήκε νικητής. Βέβαια, το πλούσιο αυτό βιβλίο είχε αρχικώς την τύχη πολλών ομοίων του (ας μην ξεχνάμε πώς φέρθηκε ο Ζιντ στον Προυστ): απορρίφθηκε από δεκατρείς εκδότες! Ο διορατικός, και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, Jonathan Cape ανέλαβε να γνωστοποιήσει στο κοινό την ύπαρξη αυτής της πολυσχιδούς, θυελλώδους, τραγικής, ευαίσθητης και πληθωρικής μορφής, του Πρόξενου Τζόφρεϊ Φέρμιν, του El Cόnsul.
Ο Φίλιππος Δρακονταειδής, προλογίζοντας την ελληνική έκδοση του Ηφαίστειου (μτφρ. Μαρίνα Λώμη, εκδ. Αστάρτη, 1983) θα γράψει: «Στο βιβλίο του τίποτα δεν γίνεται με την έννοια της διαδοχης, από σελίδα σε σελίδα, σημαντικών γεγονότων. Δεν υπάρχουν ρόλοι, χαρακτήρες. Τα πάντα στηρίζονται σ’ έναν πρωταγωνιστή (τον Τζόφρεϊ Φέρμιν), όλα γίνονται μέσα στον πρωταγωνιστή, οι ανταύγειες των εσωτερικών συγκρούσεων και των γεγονότων που είναι αφορμές κι αποτελέσματά τους, διακρίνονται τρομακτικές από τον αναγνώστη. Η μονομανία εδώ είναι η εγκεφαλικότητα, μια ψυχρή αργοκίνητη μάζα, που παγώνει τα πράγματα σε διαδοχικές φωτογραφίες».
Ο Κωστής Παπαγιώργης, συνοψίζοντας εύστοχα τις τετρακόσιες σελίδες του Ηφαίστειου (Περί Μέθης, εκδ. Καστανιώτης), θα γράψει: «Πρώην πρόξενος στο Μεξικό, αλλά στην ουσία έκπτωτος πολίτης του κόσμου, ο Τζόφρεϊ Φέρμιν έχει μεταναστεύσει στην πολιτεία Κουαουναουάκ μαζί με τις πληγές του, όχι φυσικά για να τις γιατρέψει, αλλά – μακριά από οχληρούς θεραπευτές – να τις αφήσει να θυμώσουν. Στα πάντα είναι Πρώην. Πρώην πρόξενος, πρώην μέλος του ναυτικού της Αυτής Μεγαλειότητος, πρώην μέλος του προξενικού σώματος της Αυτής Μεγαλειότητος, πρώην φίλος, πρώην εραστής, πρώην φιλόδοξος, πρώην φυσιολογικός άνθρωπος και νυν μεθύστακας. Αλλά αυτό το νυν, που αποτελεί μιαν χορταστική αποτυχία όσο κι έναν επιθανάτιο ρόγχο, ξέρει να το τιμάει. Δεν πίνει απλώς. Έχει ταυτιστεί με τον μεθυσμένο εαυτό του».
Ο ίδιος ο Λόουρι, στη σελίδα 298, μια από τις ωραιότερες του βιβλίου, θα μιλήσει σπαρακτικά γα τον Τζόφρεϊ Φέρμιν: «Ο Πρόξενος έμεινε καθισμένος χωρίς να κινείται. Η συνείδησή του ήταν σαν μουδιασμένη απ’ η βοή του νερού. Πάφλαζε και βογκούσε γύρω από το ξύλινο σπίτι, σπρωγμένο απ’ τις ριπές του ανέμου, μαζεύοντας μέσα από τα βαριά σύννεφα που φαίνοντα απ’ το παράθυρο πάνω από τα δέντρα, τα στρατεύματά του. Πώς να ελπίζει πως θα ξαναβρεί τον εαυτό του, πως θ’ αρχίσει πάλι από την αρχή όταν κάπου, ίσως μέσα σε μιαν απ’ αυτές τις σπασμένες μποτίλιες, σ’ ένα απ’ αυτά τα ποτήρια, βρισκόταν κρυμμένο για πάντα, το μοναχικό κλειδί της ταυτότητάς του; Πώς να γυρίσει και να ψάξει τώρα, να σκάψει κάτω απ’ τα σπασμένα γυαλιά, κάτω απ’ τα αιώνια μπαρ, κάτω από τους ωκεανούς;»
Ο Ραούλ Βανεγκέμ, στην περίφημη Πραγματεία του (μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Άκμων) θα γράψει ότι το μίνιμουμ πρόγραμμα της ζωής είναι το ανοξείδωτο αξίωμα του Πρόξενου: «No se puede vivir sin amar» (Δεν ζεις χωρίς αγάπη).
Ο Γκυ Ντεμπόρ, συμφωνα με την μαρτυρία του Roberto Ohrt (Phantom Avantgarde, εκδ. Nautilus) θεωρούσε σημαντικότατο συγγραφέα τον Λόουρι, και το Ηφαίστειο ήταν ένα από τα αγαπημένα του αναγνώσματα.
Ο Ραλφ Ράμνεϊ εξακολουθεί να περηφανεύεται για το παρατσούκλι Le Consul, ο Πρόξενος, που του είχαν χαρίσει οι φίλοι του, οι λετριστές, στην Αριστερή Όχθη της δεκαετίας του πενήντα (Ralph Rumney, Le Consul, εκδ. Allia).
Ο άνθρωπος που ενέπνευσε όλους αυτούς, και τόσους ακόμη (όποιος αμφιβάλλει, ας ρίξει μια ματιά στο Διαδίκτυο), ύστερα από κάμποσες περιπλανήσεις στην Ευρώπη, ύστερα από εγκλεισμούς σε ψυχιατρεία, ύστερα από αφόρητες κρίσεις κατάθλιψης, ύστερα από την συγγραφή εκατοντάδων εμπρηστικών σελίδων καθημαγμένου λυρισμού, ύστερα από πολλές ιδιωτικές περιπέτειες που δεν θα μάθουμε ποτέ, θα βρεθεί νεκρός από ασφυξία, στις 27 Ιουνίου του 1957, σε μια μικρή αγροικία στο Σάσσεξ. Άλλοι λένε ότι αυτοκτόνησε, άλλοι λένε ότι ο θάνατός του προήλθε από τυχαία. αίτια. Ο Douglas Day έγραψε τη θαυμάσια και βραβευμένη βιογραφία του (Malcolm Lowry, εκδ Oxford Univesrity Press, 1973). Άλλοι δεν νοιάζονται καθόλου, δεν ξέρουν καν ποιος ήταν ο Πρόξενος, αγνοούν αν υπήρξε κάποιος που έζησε κι έγραψε και τον έλεγαν Κλάρενς Μάλκολμ Λόουρι.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010
SYLVIA PLATH
«Κατά βάθος είμαι άντρας. Επιθυμώ πράγματα που στο τέλος θα με καταστρέψουν»
Σίλβια Πλαθ
Η Σίλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1932 από πατέρα εξόριστο γερμανό ναζιστή και μητέρα εβραϊκής καταγωγής. Μεγαλώνει σε μεσοαστικό περιβάλλον και εκδίδει το πρώτο της ποίημα στην άγουρη ηλικία των οκτώ ετών, όταν άλλα κοριτσάκια μαθαίνουν να φτιάχνουν φιόγκους. Εκείνη την περίοδο πεθαίνει ο πατέρας της. Ισως λόγω της κυριαρχικής μητέρας της η Σίλβια ακολουθεί την παιδιάστικη εμμονή της υποδειγματικής κόρης συλλέγοντας «άριστα» και βραβεία. Φοιτεί στο Smith College και το καλοκαίρι του τρίτου της έτους («το παράξενο και αποπνικτικό καλοκαίρι που οι Ρόζενμπεργκ πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα») επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη έχοντας κερδίσει στον διαγωνισμό του περιοδικού «Mademoiselle». Επιστρέφοντας, μια απόρριψη από το Harvard μαζί με μια υπερβάλλουσα ευαισθησία την οδηγούν στην πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Η θεραπεία της εποχής περιλαμβάνει απανωτά ηλεκτροσόκ, ωστόσο θα «αναρρώσει» για να επιστρέψει δριμύτερη και να αποφοιτήσει summa cum laude από το Smith College. Περιπέτεια την οποία αργότερα περιγράφει στην αυτοβιογραφική νουβέλα της «Γυάλινος κώδων» πρωτοδημοσιεύεται (με ψευδώνυμο για να μη διαβαστεί από τη μητέρα της) μόλις ένα μήνα πριν από τον θάνατό της.
Το 1955 φοιτεί στο Κέιμπριτζ, όπου γνωρίζει τον βρετανό ποιητή Τεντ Χιουζ. «Οταν μου φίλησε τον λαιμό, τον δάγκωσα για ώρα και με δύναμη στο μάγουλο και όταν βγήκαμε από το δωμάτιο αίμα έτρεχε στο πρόσωπό του» έγραψε σχετικά... Πώς να μιλήσεις για τη Σίλβια Πλαθ απαλείφοντας τον Τεντ Χιουζ «τον μοναδικό άντρα που συνάντησα εδώ που αξίζει να τον ανταγωνιστώ και να είμαι ίση του»; Οι αντιστοιχίες της γραφής τους φωνάζουν και για το είδος της σχέσης τους... Σύντομα παντρεύονται, ζουν στη Βρετανία και μετά στη Βοστώνη, όπου η Πλαθ παρακολουθεί σεμινάρια ποίησης από τον Ρόμπερτ Λόουελ. Η «εξομολογητική» ποίηση του Λόουελ καθιερώνεται εκείνη την εποχή και σαφώς την επηρεάζει. (Το 1959 δημοσιεύεται η συλλογή του Λόουελ «Life Studies».) Ο Χιουζ και η συμβία του διδάσκουν στα κολέγια Amherst και Smith αντιστοίχως αλλά αποφασίζουν να επιστρέψουν στο Λονδίνο για να αφοσιωθούν στην κλίση τους. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής της Πλαθ «The Colossus». Ακριβή και καλοδουλεμένα, τα ποιήματα αυτά ωστόσο δίνουν μόνο κάποιες νύξεις όσων θα έγραφε στις αρχές του 1961.
Είναι δύσκολο για την Πλαθ να αγνοήσει τις δυσκολίες της οικογενειακής ζωής η ανεξαρτησία είναι το αντίθετο του γάμου και η μητρότητα σαρώνει την ήδη ασταθή ισορροπία της. Οπως τίποτε δεν είναι απλό με την περίπτωσή της, η υποκειμενικότητα χορεύει με το αλλόκοτο και όλες οι αποδείξεις είναι εκεί: η ιδιοφυΐα είναι κατάρα, όχι χάρισμα. Στα 30 της έχει δύο παιδιά μα μόνο ένα βιβλίο δημοσιευμένο. Το 1962 το σπίτι τους διαλύεται, ο Χιουζ την εγκαταλείπει για μια άλλη και εκείνη επιστρέφει στο Λονδίνο. Ο χειμώνας αυτός είναι από τους πιο δριμείς στην ιστορία, η απουσία του συζύγου - δεσμοφύλακα - επιμελητή τής φέρνει πιο έντονα στον νου τον θαυμαστό - μισητό γερμανό πατέρα που δεν έζησε («Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω / πέθανες πριν προλάβω»). Γράφει το ξημέρωμα όταν τα παιδιά (Φρίντα και Νίκολας) κοιμούνται. Πάντως όσο πιο βαθιά χώνεται στην αυτοκαταστροφή τόσο η καθαρότητα των στίχων της λάμπει παράδοξο εξίσου συχνό στους ρομαντικούς ποιητές. Στην περίπτωση της Πλαθ γίνεται ασφυκτική πραγματικότητα: ένα πρωινό του Φεβρουαρίου του 1963 φτιάχνει πρόγευμα για τα μικρά, το βάζει στον δίσκο. Υστερα χώνει το κεφάλι της στον φούρνο και αυτοκτονεί.
Ας βάλλουν οι φεμινίστριες εναντίον του Τεντ Χιουζ: «Ο πιο σκοτεινός σύντροφος μετά την πιθανή εξαίρεση της Ξανθίππης», εκείνος που κατέπνιξε τον αληθινό δημιουργικό εαυτό της। Εμείς θα τη θυμόμαστε να γελάει με όλα της τα δόντια και μαγιό στο εξώφυλλο του «Johnny Panic and the Bible of Dreams». 'Η να κοιτά ψηλά κρατώντας τρυφερά το χέρι του δυνάστη - λυτρωτή της. Αλλωστε αν δεν είχε τον πατέρα, τη μάνα και τον έρωτα που είχε η Πλαθ, θα ήταν κάποια άλλη. Οντως ο poet laureate της βασιλικής αυλής ως ελεγκτής της λογοτεχνικής της κληρονομιάς θα δημοσιεύσει επιλεκτικά τις συλλογές («Ariel», «The Collected poems») και θα πετσοκόψει τα ημερολόγιά της επίσης η επόμενη γυναίκα του θα δώσει τέρμα στη ζωή της με τον ίδιο τρόπο. Οσο για τον ίδιο, επί 35 χρόνια θα κρατήσει τη σιωπή του. Και μόλις προτού πεθάνει το 1998 (σαρώνοντας ακόμη λογοτεχνικά βραβεία) θα εκδώσει το πιο προσωπικό βιβλίο του, τις «Γενέθλιες επιστολές». Το κύκνειο άσμα του γρήγορα θα εξελιχθεί στο μεγαλύτερο ποιητικό best seller. Οπως έγραψε ο Πίτερ Φορμπς, αρχισυντάκτης του «Poetry Review», «ο κόσμος προτιμά οι μεγάλοι ποιητές του να είναι νεκροί, ζωντανούς δεν ξέρει τι να τους κάνει».
Η ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ
Απόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη
Το έκανα ξανά.
Κάθε δέκα χρόνια μια φορά
Το καταφέρνω -
Κάτι σαν περιφερόμενο θαύμα, το δέρμα μου
Φωτεινό όπως αμπαζούρ των ναζί,
Το δεξί μου πόδι
Ένα πρες παπιέ,
Το πρόσωπό μου άμορφο, λεπτό
Εβραϊκό λινό.
Ξετύλιξε τη γάζα
ω εχθρέ μου.
Προξενώ τον τρόμο; -
Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, η πλήρης σειρά των δοντιών;
Η στυφή αναπνοή
Σε μια μέρα θα χαθεί.
Γρήγορα, γρήγορα η σάρκα
Η φαγωμένη από του τάφου τη σπηλιά
Θα είναι πάνω μου μια χαρά
Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.
Είμαι μονάχα τριάντα χρονών.
Κι όπως η γάτα έχω να πεθάνω εννιά φορές.
Αυτή είναι η νούμερο «Τρία».
Τι ανοησία
Να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.
Πόσα εκατομμύρια κλωστές.
Το πλήθος μασουλώντας φιστίκια
Στριμώχνεται να τους δει
Να με ξετυλίγουν χέρια πόδια -
Το μεγάλο στριπτίζ
Κυρίες και κύριοι
Ιδού τα χέρια μου
Ιδού τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι κόκαλο και πετσί,
Κι όμως είμαι η ίδια κι απαράλλαχτη γυναίκα.
Την πρώτη φορά που συνέβη ήμουν στα δέκα
Ήταν ατύχημα.
Τη δεύτερη φορά είχα σκοπό
Να κρατήσει και να μην γυρίσω πίσω.
Λικνιζόμουν κλειστή
Καθώς κοχύλι.
Έπρεπε να με φωνάξουν και να με ξαναφωνάξουν
Και να μαζέψουν από πάνω μου τα σκουλήκια σαν
λιπαρά μαργαριτάρια.
Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως κάθε τι.
Το κάνω εξαιρετικά καλά.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει αληθινό.
Μπορείτε να πείτε πως διαθέτω κλίση σ αυτό.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω σ ένα κελί.
Είναι αρκετά εύκολο να το κάνω και να μείνω εκεί.
Είναι η θεατρική
Επιστροφή μέρα μεσημέρι
Στα ίδια μέρη, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια βάρβαρη
Εύθυμη κραυγή:
«Θαύμα»
Που μου δίνει τη χαριστική βολή.
Υπάρχει επιβάρυνση
Για να κοιτάξετε τις ουλές μου, υπάρχει επιβάρυνση
Για ν ακούσετε την καρδιά μου
-πράγματι χτυπάει.
Και υπάρχει επιβάρυνση, πολύ μεγάλη επιβάρυνση
Για μια λέξη ή ένα άγγιγμα
Ή για λίγο αίμα,
Η ένα κομμάτι απ τα μαλλιά μου ή τα ρούχα μου.
Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.
Λοιπόν, χερ εχθρέ.
Είμαι το έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Ένα μωρό σκέτο χρυσάφι
Που αναλύεται σε μια στριγκλιά.
Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.
Μη νομίζεις πως υποτιμώ το μέγα ενδιαφέρον σου.
Στάχτη στάχτη -
Σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκα, κόκαλα, τίποτε δεν υπάρχει εκεί -
Μια πλάκα σαπούνι,
Μια βέρα,
Ένα σφράγισμα χρυσό.
Χερ Ύψιστε, χερ Εωσφόρε
Πρόσεξε
Πρόσεξε.
Από τη στάχτη βγαίνω
Με πορφυρά μαλλιά
Τ αντράκια τα μασάω
Τα κάνω μια χαψιά
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
dark angel come back
"για να τρομαξεις το χαος
σου αρεσε να γινοσουν εσυ το χαος"
Σημερα που σε πηρα αγκαλια
δεν καταφερα να σε κρατησω
είχες γινει ρευστη πολυ
μοριο μαλακο
κι ολο προσπαθουσα σφιχτα να σε κρατησω
κι ολο το σωμα σου σε εφερνε στη γη
καποια υπαρξιακη ισορροπια αναζητουσε
ητανε μερες που πεταγες και ετρεχες μακρια απο τη γη
(μακαρι να ηξερα που)
κι εγω δεν σε φτανα
κι οσο δεν σε εφτανα τοσο ετρεχες και τοσο πετουσες ακομα πιο ψηλα
και χαμογελαγες
και χαμογελαγες
και δεν είναι οτι δε σε εφτανα
αλλα οτι το ζυγι μου δεν με εσπρωχνε προς το δικο σου.
Ειχες μια οψη θανατου μια μυρωδια πρωιμου πανικου
Αυτο το νιωσιμο θα το θυμαμαι
Σαν να ειχες καταπιει ολη τη ζωη με μια ρουφηξια
ολος ο κοσμος, ολη η ζωη σε ενα σφηνοποτηρο
κι εγω να πινω αργα το δικο μου το ποτο
μιση ζωη να σου δινα, μιση γουλια ακομα
και θα ξερναγες
το βλεμμα σου καπου σταθηκε
διαλεξε αυτα που ηθελε να παρει
τα πηρε
πλανηθηκε στο χωρο για μια στιγμη
κι αφεθηκε
κατεβηκε ενα-ενα τα σκαλια
τον Αδη παρακαλεσες
μεσα να σε βαλει
κι εκατσες εκει.
Κι εγω απέξω κι εμεις απέξω
περιμεναμε να βγεις
ολοι εμεις διαχειριζομασταν το χρεος μας
στο σκοταδι μας αφηναμε ενα φωτακι παντα ανοιχτο
κι αν το δωματιο ηταν περισσοτερο σκοτεινο
κρατουσαμε φακο
μα εσυ επεμενες να το τρομαζεις
προσπαθουσες να γινοσουνα εσυ το φως
δεν φοβοσουν το σκοταδι μα ζηλευες το φως
ημουν σιγουρος γι αυτο.
σου αρεσε πολυ η διαδρομη
κι ολο
τσιγαρο και παρανομο αλκοολ κερνουσες το βαρκαρη
να ειναι αργη, να περιμενει το περα εκει
για να τη απολαυσεις
κι εμενα με τρομαζες και με τρομαζεις ακομα πιο πολυ
μα πιο πολυ με τρομαζε η ιδεα οτι ειμαστε κι οι δυο νεκροι
και πως ο ενας τον αλλο χαιρεταει
αλλος πληρωνει το βαρκαρη
αλλος χορο διαλεγει για να ξεχασει τη ζωη
εγω δεν ξερω τι διαλεξα ακομα
εσυ καλλιτερα το ηξερες, τεχνη το ειχες κανει
σου εβαλα κατι να φορεσεις,κατι για να φας
να σου ευχηθω δεν ηξερα και μου πες
«να ναι μεγαλη κι ωραια η διαδρομη»
και τα χειλη μας ενωθηκαν και τα σωματα μας χαιρετηθηκαν κι οι γλωσσες μας απλωθηκαν και τα στοματα μας καταπινανε νερο στη διαδρομη και φτασαμε σε οργασμο και μετα σιωπη.
[moth-man].
σου αρεσε να γινοσουν εσυ το χαος"
Σημερα που σε πηρα αγκαλια
δεν καταφερα να σε κρατησω
είχες γινει ρευστη πολυ
μοριο μαλακο
κι ολο προσπαθουσα σφιχτα να σε κρατησω
κι ολο το σωμα σου σε εφερνε στη γη
καποια υπαρξιακη ισορροπια αναζητουσε
ητανε μερες που πεταγες και ετρεχες μακρια απο τη γη
(μακαρι να ηξερα που)
κι εγω δεν σε φτανα
κι οσο δεν σε εφτανα τοσο ετρεχες και τοσο πετουσες ακομα πιο ψηλα
και χαμογελαγες
και χαμογελαγες
και δεν είναι οτι δε σε εφτανα
αλλα οτι το ζυγι μου δεν με εσπρωχνε προς το δικο σου.
Ειχες μια οψη θανατου μια μυρωδια πρωιμου πανικου
Αυτο το νιωσιμο θα το θυμαμαι
Σαν να ειχες καταπιει ολη τη ζωη με μια ρουφηξια
ολος ο κοσμος, ολη η ζωη σε ενα σφηνοποτηρο
κι εγω να πινω αργα το δικο μου το ποτο
μιση ζωη να σου δινα, μιση γουλια ακομα
και θα ξερναγες
το βλεμμα σου καπου σταθηκε
διαλεξε αυτα που ηθελε να παρει
τα πηρε
πλανηθηκε στο χωρο για μια στιγμη
κι αφεθηκε
κατεβηκε ενα-ενα τα σκαλια
τον Αδη παρακαλεσες
μεσα να σε βαλει
κι εκατσες εκει.
Κι εγω απέξω κι εμεις απέξω
περιμεναμε να βγεις
ολοι εμεις διαχειριζομασταν το χρεος μας
στο σκοταδι μας αφηναμε ενα φωτακι παντα ανοιχτο
κι αν το δωματιο ηταν περισσοτερο σκοτεινο
κρατουσαμε φακο
μα εσυ επεμενες να το τρομαζεις
προσπαθουσες να γινοσουνα εσυ το φως
δεν φοβοσουν το σκοταδι μα ζηλευες το φως
ημουν σιγουρος γι αυτο.
σου αρεσε πολυ η διαδρομη
κι ολο
τσιγαρο και παρανομο αλκοολ κερνουσες το βαρκαρη
να ειναι αργη, να περιμενει το περα εκει
για να τη απολαυσεις
κι εμενα με τρομαζες και με τρομαζεις ακομα πιο πολυ
μα πιο πολυ με τρομαζε η ιδεα οτι ειμαστε κι οι δυο νεκροι
και πως ο ενας τον αλλο χαιρεταει
αλλος πληρωνει το βαρκαρη
αλλος χορο διαλεγει για να ξεχασει τη ζωη
εγω δεν ξερω τι διαλεξα ακομα
εσυ καλλιτερα το ηξερες, τεχνη το ειχες κανει
σου εβαλα κατι να φορεσεις,κατι για να φας
να σου ευχηθω δεν ηξερα και μου πες
«να ναι μεγαλη κι ωραια η διαδρομη»
και τα χειλη μας ενωθηκαν και τα σωματα μας χαιρετηθηκαν κι οι γλωσσες μας απλωθηκαν και τα στοματα μας καταπινανε νερο στη διαδρομη και φτασαμε σε οργασμο και μετα σιωπη.
[moth-man].
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
Ενα τελευταίο τσιγάρο για τον Σερζ Γκενσμπούργκ
Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά
Ονομα: Λισιεν Επώνυμο: Γκινσμπούργκ
«Είμαι μικροκλέφτης, πλαστογράφος, τζογαδόρος, καταθλιπτικός, λυσσασμένος πεσιμιστής, αλαζόνας, ανεξίτηλος, αδέξιος, εθισμένος και βίαιος». Αυτός ήταν ο Σερζ Γκενσμπούργκ δια στόματος Σερζ Γκενσμπούργκ, και κανείς δε θα εκπλησσόταν εάν έβλεπε ακόμη και τα παραπάνω λόγια στον τάφο του. Ανθρωπος - κινητό σκάνδαλο και ο τελευταίος πραγματικά καταραμένος ποιητής, ο Ρώσος που γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1928 με το όνομα Λισιέν Γκινσμπούργκ και πέθανε στις 2 Μαρτίου 1991 κουβαλώντας ένα σωρό αποθεωτικά ή υβριστικά προσωνύμια στην πλάτη του δεν ζητάει κανένα οίκτο, καμία άμβλυνση των γωνιών. Το φιλμ της ζωής του ήταν πνιγμένο στο φλερτ με τον μισανθρωπισμό και τις καταχρήσεις κάθε είδους, και μόνο έτσι μπορεί να ξαναπαιχτεί.
Ντροπαλός και άσχημος, ο μικρός Λισιέν Γκινσμπούργκ θα αντλήσει τα πρώτα του μουσικά ερεθίσματα με έναν τρόπο καθαρά βιωματικό: ο πατέρας του Τζόσεφ, που είχε συγκρουστεί με τη σύζυγό του Ολια στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και είχε διαφύγει από τη Ρωσία, θα ντύσει το οικογενειακό τους σπίτι με τους ήχους του Σοπέν, του Μπαχ και του Βιβάλντι, ενώ την ίδια στιγμή κερδίζει τα προς το ζην παίζοντας πιάνο στα καμπαρέ του Παρισιού. Την ίδια στιγμή, χάρη στη τρυφερή φιγούρα της μητέρας του και τη συνύπαρξη με τις δύο αδελφές του, Λιλιάν και Ζακλίν, ο Λισιέν αρχίζει να εθίζεται ασυναίσθητα στις χάρες της γυναικείας παρέας. Εξακολουθεί φυσικά να είναι όχι μόνο απίστευτα ντροπαλός, αλλά και ασθενικός: σε ηλικία 13 χρονών, θα γλιτώσει από μια μορφή φυματίωσης που αποδεικνύεται σε ποσοστό 99% θανατηφόρα. Ιδού λοιπόν και το τελευταίο κομμάτι στο παζλ της αγωγής του Λισιέν Γκινσμπούργκ: να κοροϊδεύει το θάνατο κατάμουτρα από μικρό παιδί.
Καταμεσής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια Γκινσμπούργκ περνά δύσκολες στιγμές λόγω της εβραϊκής της καταγωγής, και ενώ ο Τζόσεφ φεύγει από το Παρίσι για να ψάξει δουλειά στην επαρχία, ο Λισιέν ανακαλύπτει τη σπάνια κλίση του στη ζωγραφική. Κάκιστος στις υπόλοιπες σχολικές του επιδόσεις, θέτει ως μοναδικό του στόχο να ακολουθήσει τα χνάρια του Σεζάν, του Ντελακρουά και πάνω απ όλα του Κουρμπέ. Στον ελεύθερό του χρόνο γρατζουνά με πολύ μικρότερο ενθουσιασμό την κιθάρα του, ξεχωρίζοντας από τις μουσικές του επιρροές του τον Τζάνγκο Ράινχαρντ. Μετά επιστρέφει βιαστικά στο πάθος της ζωγραφικής, πάντα ανικανοποίητος, πάντα αχόρταγος. Δε θα αργήσει να δείξει το ίδιο πρόσωπο και απέναντι στις γυναίκες.
Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, ο Λισιέν συναντά την πανέμορφη Ελίζαμπεθ Λεβίτσκι, κόρη Ρώσων αριστοκρατών που εκπατρίστηκαν μετά την επανάσταση, και ζει τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, μαζί με τις πρώτες στιγμές μεγάλης απελπισίας. Πνεύμα παντελώς ανυπότακτο, ο Λισιέν θα μείνει τρεις μήνες στη φυλακή για λιποταξία και θα γνωρίσει τους μόνους δύο φίλους που δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ: το αλκοόλ και το τσιγάρο. Μετά την καταναγκαστική εκτέλεση της στρατιωτικής θητείας, θα γυρίσει στον έβδομο ουρανό του έρωτα και της ζωγραφικής. Το 1951 παντρεύεται την Ελίζαμπεθ.
Σιγά σιγά, το δευτερεύον ενδιαφέρον για τη μουσική αρχίσει να κερδίζει έδαφος. Ενώ βγάζει χρήματα χρωματίζοντας τις φωτογραφίες ασπρόμαυρων ταινιών για τις εισόδους των κινηματογραφικών αιθουσών, ο Λισιέν συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια και πιάνει δουλειά στο κακόφημο καμπαρέ της μαντάμ Αρτούρ. Η συναναστροφή του με τον παρισινό υπόκοσμο τον αναγκάζει να αποκηρύξει το ντελικάτο όνομα Λισιέν, και με την ευκαιρία επιδιορθώνει τόσο δα το επώνυμό του. Ο Σερζ Γκενσμπούργκ έχει γεννηθεί και είναι από την αρχή ερωτεύσιμος όσο και ανυπόφορος. «Αυτός είμαι εγώ, αγαπώ τις γυναίκες μισώντας τες», δήλωνε πάντοτε ο Σερζ. Μετά από 5 χρόνια προσπάθειας να επιβιώσει δίπλα του, η Ελίζαμπεθ Λεβίτσκι θα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. Ωστόσο, ο Σερζ ενδιαφέρεται περισσότερο για την κυκλοφορία των πρώτων του τραγουδιών στη γαλλική αγορά, αλλά και για την αποδοχή της ερμητικής του σκηνικής παρουσίας από το ξαφνιασμένο κοινό. Οταν ανεβαίνει στη σκηνή, ο Γκενσμπούργκ μοιάζει να βρίσκεται σε επικοινωνία μόνο με τον εαυτό του. Μόνος απέναντι στο πλήθος, τραγουδά πικρούς στίχους για το αλκοόλ, τις γυναίκες, τα γρήγορα αυτοκίνητα. Κατακτά τον θαυμασμό ακόμα και του μεγάλου Μπορίς Βιάν, αλλά και αναρίθμητων γυναικών. Μεταξύ αυτών η Φρανσουάζ-Αντουανέτ Πανκρατσί (ή απλώς Μπεατρίς), σύντροφός του για αρκετά χρόνια, σύζυγός του από το 1964 ως το 1966 και μητέρα των δύο πρώτων του παιδιών, της Νατάσα και του Πολ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 50, ο Γκενσμπούργκ συναντιέται δημιουργικά με τον Μπορίς Βιάν και τη Ζιλιέτ Γκρεκό, μαγεύοντας τη δεύτερη σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον θεωρεί όμορφο. Μερικούς μήνες αργότερα θα δισταυρωθεί με τη Μπριζίτ Μπαρντό στα γυρίσματα της ταινίας «Voulez-Vous Danser Avec Μoi?», αλλά είναι νωρίς ακόμα για να υποψιαστούν αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Μια μικρή πρόγευση θα δοθεί τον Σεπτέμβριο του 1962, όταν ο Γκενσμπούργκ θα γράψει για τον πρώτο δίσκο της Μπαρντό ένα τραγούδι με τίτλο «Je me donne qui me plait» («Δίνομαι σε όποιον μου αρέσει»). Ο Σερζ δημιουργεί ποίηση με το πιο ταπεινό υλικό, αλλά παραμένει ενοχλητικά ανένταχτος. Η αδυναμία να βρει το κοινό του θα τον οδηγήσει σε εξάμηνη κατάθλιψη και πλήρη απραξία. Αμέσως μετά την ανάρρωσή του, θα δηλώσει αλαζονικά «Η nouvelle vague του γαλλικού τραγουδιού είμαι εγώ», θα συνεργαστεί κατά συρροήν με τα μεγαλύτερα ονόματα της Γαλλίας και θα παντρευτεί την Μπεατρίς. Μέσα σε δύο χρόνια, ωστόσο, ο αμετανόητος γυναικάς Γκενσμπούργκ θα βρεθεί να αποφεύγει παρά τρίχα ένα βάζο με μαρμελάδα που του εκτοξεύει οργισμένη η γυναίκα του, δε θα πάρει ούτε καν το καπελάκι του και θα αναζητήσει ένα ήσυχο δωμάτιο ξενοδοχείου.
-Σ' αγαπώ-Ούτε κι εγώ!
Στις 12 Απριλίου 1966, σε μια συλλογή που ενώνει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς «γιε γιε» της γαλλικής μουσικής, ο Γκενσμπούργκ θα μιλήσει για τις γνωστές και άγνωστες προτιμήσεις του: το μπέρμπον, τις γυναίκες, τον Πολ Κλέε, τον Στραβίνσκι και τον Τζέιμς Μπράουν, τα βιβλία του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Κατά τραγική ειρωνεία, το πνεύμα του συγγραφέα της «Λολίτα» θα στοιχειώσει τον Σερζ, καθώς εκείνος μπαίνει στον αστερισμό μιας «Μπεμπέ».
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, η Μπριζίτ Μπαρντό θα μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα τραγούδια «Ηarley Davidson» και «Contact» που της έχει γράψει ο Γκενσμπούργκ. Παντρεμένη με τον ζάμπλουτο Γκίντερ Σαξ και ποθητή από όλο τον αρσενικό πληθυσμό της Γαλλίας, η Μπαρντό θα αρχίσει να ντρέπεται σαν άβγαλτη έφηβη μπροστά στον Σερζ: «Δεν τολμούσα να τραγουδήσω μπροστά του, υπήρχε κάτι στον τρόπο που με κοιτούσε που με μπλόκαρε. Ενα είδος ντροπαλής αναίδειας, ένα είδος αναμονής, ένα λεπτό στρώμα ταπεινής ανωτερότητας, παράξενες αντιθέσεις, ένα ειρωνικό μάτι σε ένα ακραία θλιμμένο πρόσωπο, ένα ψυχρό χιούμορ, τα δάκρυα στα μάτια», θυμάται η «Μπεμπέ».
Παρ όλη τη συστολή της, είναι εκείνη που θα αποφασίσει να κάνει το πρώτο βήμα. Εκείνος όχι μόνο ακολουθεί, αλλά χάνει τα μυαλά του από τον έρωτα. Εμπνέεται μάλιστα το, διαβόητο για τους τολμηρούς του στίχους, ερωτικό τραγούδι «Je taime moi non plus» (που σημαίνει κάτι σαν «Σαγαπώ. Ούτε κι εγώ») και το ηχογραφεί μαζί της στα τέλη της χρονιάς. Οσοι παρευρίσκονται στο στούντιο απλώς προσπαθούν να μη σκανδαλιστούν από την ατμόσφαιρα που επικρατεί ανάμεσα στο τρελά ερωτευμένο ζευγάρι. Το τραγούδι καταφέρνει να προκαλέσει σκάνδαλο στον γαλλικό Τύπο πριν την κυκλοφορία του και ο σύζυγος της Μπαρντό της δίνει να καταλάβει ότι είναι ώρα να επανέλθει στην τάξη και την ασφάλεια του γάμου της. Το πάθος Μπαρντό-Γκενσμπούργκ θα τελειώσει ακριβώς πάνω στην κορύφωσή του, η κυκλοφορία του «Je ΤΑime Μoi Νon Ρlus» θα ματαιωθεί την τελευταία στιγμή και ο Σερζ παραδέχεται ότι αυτή η σχέση τον σημάδεψε σαν πυρωμένο σίδερο. Τώρα νιώθει πιο μόνος από ποτέ, κυριολεκτικά ρημαγμένος και με αυτοκτονικές τάσεις. Το μόνο αντίδοτο που βρίσκει στην κατάστασή του είναι οι απανωτές εφήμερες κατακτήσεις, τις οποίες καταγράφει και βαθμολογεί σε ένα ειδικό σημειωματάριο.
Ως άλλη μια τέτοια ενδεχόμενη κατάκτηση υπολόγιζε μάλλον την πανέμορφη ηθοποιό Μαρίζα Μπέρενσον, την οποία επρόκειτο να συναντήσει στα γυρίσματα της ταινίας «Slogan» του Πιερ Γκριμπλά. Οταν, όμως, θα συναντήσει την εικοσάχρονη, άγνωστη και ανίκανη να μιλήσει έστω και μια λέξη γαλλικά Τζέιν Μπίρκιν, ο Γκενσμπούργκ θα εκδηλώσει απερίφραστα την οργή του. Και θα τη μετατρέψει με την ίδια ευκολία σε ερωτική εμμονή, κτητικότητα και ζήλια προς κάθε κατεύθυνση, όπως τους όμορφους συμπρωταγωνιστές της Μπίρκιν (βλ. Αλέν Ντελόν). Ο Σερζ και η Τζέιν γίνονται γρήγορα αχώριστοι, ταξιδεύουν μαζί στο Νεπάλ για την ταινία του Αντρέ Καγιάτ «Les Chemins De Κatmandou», αλλά και για άλλα γυρίσματα όπου συμμετέχει μόνο εκείνη. Γύρω στα τέλη του 1968 ηχογραφούν ξανά το «καταραμένο» «Je taime moi non plus», κάτι που η ίδια η Μπαρντό ομολογεί ότι την έκανε να σκάσει από τη ζήλια της.
Ωστόσο, το μόνο που ενδιαφέρει πια τον Γκενσμπούργκ είναι η οικογενειακή ζωή με την Τζέιν και την κόρη της, Κέιτ, την οποία μεγαλώνει σαν δική του. Ολο και πιο ερωτευμένος με τη γυναίκα του, εμπνέεται από αυτή το αριστουργηματικό «Ηistoire de Melody Νelson», ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της καριέρας του. Το πραγματικό του αριστούργημα όμως δεν θα αργήσει να έρθει: στις 21 Ιουλίου 1971, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ έρχεται στον κόσμο και ο Σερζ βρίσκεται σε έκσταση. Αργότερα θα το επιβεβαιώσει ως εξής: «Εκείνη τη νύχτα άγγιξα τα δάχτυλα της ευτυχίας. Οι άντρες κάνουν έρωτα, οι μητέρες το θαύμα».
Υπό την επιρροή της αγαπημένης του Τζέιν, ο Γκενσμπούργκ επαναπροσδιορίζει το στυλ του και μαθαίνει να παίζει με την εικόνα του ελαφρώς αξύριστου προβοκάτορα, του κυνικού μετρ των καταχρήσεων. Ελα, όμως, που αυτή η εικόνα δεν απέχει και τόσο από την πραγματικότητα: ακόμα και ως ευτυχισμένος πάτερ φαμίλιας, ο Σερζ δε λέει να κόψει την παρέα με το αλκοόλ και το τσιγάρο. Ακόμη και όταν θα υποστεί μια σοβαρή καρδιακή κρίση σε ηλικία 45 ετών, θα μείνει στο νοσοκομείο για οχτώ εβδομάδες αλλά θα τηρήσει την επιβεβλημένη αποχή μόνο για τις πρώτες έξι. Μετά την έξοδό του, παραχωρεί μια μνημειώδη συνέντευξη στον Μισέλ Λανσελό, όπου δηλώνει ότι από μισογύνης έχει γίνει σχεδόν μισάνθρωπος και εμμέσως εκλιπαρεί την Τζέιν να μην τον εγκαταλείψει ποτέ. Το 1975 ο Γκενσμπούργκ πραγματοποιεί το πιο προσωπικό κινηματογραφικό του εγχείρημα και το βαφτίζει με το σκανδαλώδη τίτλο «Je Τ Aime Moi Non Ρlus». Το δράμα ενός ερωτικού (;) τριγώνου που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο ομοφυλόφιλους και μια Αγγλίδα με ερμαφρόδιτο παρουσιαστικό είναι τόσο αυθεντικά απελπισμένο, ώστε να μπει γρήγορα στο στόχαστρο με τη συνήθη κατηγορία της πρόκλησης και του σκανδάλου. Παρ όλα αυτά, το περιοδικό Variety θα το χαρακτηρίσει ως μία από τις μεγάλες κλασικές ταινίες της δεκαετίας, ενώ ο Φρανσουά Τριφό δεν θα σταματήσει να δηλώνει φανατικός υποστηρικτής της. Σε κάθε περίπτωση όμως, κοινός παρονομαστής παραμένει η απελπισία. Και ο γνήσιος εκφραστής της, Σερζ Γκενσμπούργκ, θα εξακολουθήσει να αυτοκαταστρέφεται με μαθηματική ακρίβεια, γκρεμίζοντας τις απαραίτητες γι αυτόν γέφυρες επικοινωνίας.
Οverdose
Το 1980, ο Γκενσμπούργκ δημιουργεί τον μύθο του Ευγκένι Σοκόλοφ, ενός τύπου «που αυτοκαταστρέφεται συνειδητά επειδή κυνηγά τη δόξα και η δόξα τον καταστρέφει, άρα είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό». Ο ίδιος ξέρει καλά ποιο θα είναι το τίμημα των υπερβολών του: τον Αύγουστο του 1980, μετά από δώδεκα χρόνια μιας συμβίωσης όλο και πιο αβίωτης, η Τζέιν θα φύγει από το σπίτι μαζί με τη Σαρλότ και την Κέιτ. Ο Σερζ παίρνει όλο το φταίξιμο πάνω του, αν αυτό έχει κάποια σημασία, και επιχειρεί να λυτρωθεί από τους έντονους φόβους της μοναξιάς μέσω της δουλειάς του. Στο φιλμ του Κλοντ Μπερί «Je Vous Αime» πρωταγωνιστεί μαζί με την Κατρίν Ντενέβ σε έναν ρόλο ξεκάθαρα εμπνευσμένο από τη ζωή του, δηλαδή ενός άντρα που κάνει τη σύντροφό του να υποφέρει. Ενώ ο Γκενσμπούργκ συνεχίζει να συνεργάζεται με τη Ντενέβ γράφοντάς της έναν ολόκληρο δίσκο, γνωρίζει την επόμενή του σύντροφο. Το όνομά της είναι Καρολίν φον Πάουλους ή απλώς Μπαμπού, ένα γερμανο-κινέζικο χαρμάνι μόλις 21 ετών και εθισμένο στα ναρκωτικά. Εκείνος ανακαλύπτει μια κάποια παρηγοριά κοντά σε μια φύση πιο αυτοκαταστροφική ακόμα και από αυτόν, σχολιάζοντας με απάθεια τα πάθη της: «Ναι, η μικρή υπερβάλλει λίγο, έχω βρει σύριγγες ακόμα και στο μπάνιο!».
Ο Γκενσμπούργκ καταναλώνει πια τις αγαπημένες του ουσίες χωρίς σταματημό. Παράλληλα, βρίσκει τη διαύγεια και τη γενναιότητα να συμφιλιωθεί (ή τον τρόπο να έρθει όσο πιο κοντά μπορεί;) με την Τζέιν Μπίρκιν, βαφτίζοντας την κόρη που απέκτησε με τον σκηνοθέτη Ζακ Ντουαγιόν και χαρίζοντάς της τον υπέροχο δίσκο «Βaby Alone In Βabylone». Στη συνέχεια επιστρέφει στα προσφιλή του παραληρήματα, πραγματοποιώντας δημόσιες εμφανίσεις που σχοινοβατούν ανάμεσα στο προκλητικό και το γραφικό. Είτε καίει χαρτονομίσματα μπροστά στην κάμερα, είτε δηλώνει στη Γουίτνεϊ Χιούστον «θέλω να σε γαμήσω» σε σόου υψηλής τηλεθέασης, είτε αποκαλεί την Κατρίν Ρινζέρ (τραγουδίστρια των Rita Mitsuko) «πουτάνα» ενώ κάθεται στον ίδιο καναπέ με αυτήν, ο Γκενσμπούργκ αγνοεί παντελώς τι σημαίνει προστασία της δημόσιας εικόνας του, πόσω μάλλον τι είναι η πολιτική ορθότητα.
Το ίδιο συμβαίνει και με το δίσκο του «Love Οn Τhe Βeat», που τον απεικονίζει στο εξώφυλλο βαμμένο σαν τραβεστί και εμμένει αφενός στο θέμα της ομοφυλοφιλίας, αφετέρου στον πλατωνικό τρελό του έρωτα για την κόρη του, Σαρλότ. Ενας έρωτας στον οποίο θα επανέλθει το 1986, σκηνοθετώντας την ταινία «Charlotte For Εver» και κινηματογραφώντας την 14χρονη κόρη του γυμνή. Το αποτέλεσμα θα σοκάρει μέχρι και τον ίδιο: «Μετά το γύρισμα, δεν άντεχα να αντικρίσω την κόπια. Οχι εξαιτίας μου, αλλά εξαιτίας της Σαρλότ. Πώς μπόρεσα να δημιουργήσω έναν ρόλο τόσο φρικτό; Δεν καταλαβαίνω».
Πιο πολύ από ποτέ, ο Γκενσμπούργκ έχει γίνει αφόρητος στον Γκενσμπούργκ। Το άλμπουμ που γράφει για την Μπαμπού με τίτλο «Μade in China» φανερώνει έλλειψη έμπνευσης, ο αλκοολισμός εξοντώνει τις τελευταίες αντιστάσεις του οργανισμού του, οι γιατροί εντοπίζουν έναν ύποπτο όγκο στο συκώτι. Εκείνος είναι αμετανόητος: «Η υπόθεσή μου με τον θάνατο δεν αφορά κανέναν. Το ότι συνεχίζω να πίνω και να καπνίζω είναι δικό μου πρόβλημα». Λίγο πριν την αρχή του οριστικού τέλους, ανακαλύπτει την τελευταία του μούσα, μια μικρόσωμη 17χρονη με όνομα Βανέσα και επίθετο «Παράδεισος». «Η Παραντί είναι η κόλαση» αποφαίνεται με ένα λογοπαίγνιο ο Γκενσμπούργκ. Τα δύο χρόνια που θα προηγηθούν της 1ης Μαρτίου 1991, ο Σερζ θα συνδυάσει τις καταχρήσεις με μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το περιβάλλον του. Επιθυμεί να φύγει εν ειρήνη, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό στην περίπτωσή του. Τη μέρα που θα συνειδητοποιήσει ότι τα κατάφερε, ή ότι είναι ανώφελο να προσπαθεί άλλο, θα ξεχάσει να πάρει το χάπι για την καρδιά του. Στις 2 Μαρτίου, η επίσημη ανακοίνωση του θανάτου του θα ωθήσει εκατοντάδες θαυμαστές έξω από το σπίτι του. Αρκετοί θα θυμηθούν το σλόγκαν ενός από τους τελευταίους του δίσκους: «Ο Γκενσμπούργκ δεν περιμένει τον θάνατο για να γίνει αθάνατος». Γι αυτό και το μόνο ιατροδικαστικό πόρισμα που του αξίζει είναι το εξής: ο Σερζ Γκενσμπούργκ πέθανε από υπερβολική δόση ζωής.
Ονομα: Λισιεν Επώνυμο: Γκινσμπούργκ
«Είμαι μικροκλέφτης, πλαστογράφος, τζογαδόρος, καταθλιπτικός, λυσσασμένος πεσιμιστής, αλαζόνας, ανεξίτηλος, αδέξιος, εθισμένος και βίαιος». Αυτός ήταν ο Σερζ Γκενσμπούργκ δια στόματος Σερζ Γκενσμπούργκ, και κανείς δε θα εκπλησσόταν εάν έβλεπε ακόμη και τα παραπάνω λόγια στον τάφο του. Ανθρωπος - κινητό σκάνδαλο και ο τελευταίος πραγματικά καταραμένος ποιητής, ο Ρώσος που γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1928 με το όνομα Λισιέν Γκινσμπούργκ και πέθανε στις 2 Μαρτίου 1991 κουβαλώντας ένα σωρό αποθεωτικά ή υβριστικά προσωνύμια στην πλάτη του δεν ζητάει κανένα οίκτο, καμία άμβλυνση των γωνιών. Το φιλμ της ζωής του ήταν πνιγμένο στο φλερτ με τον μισανθρωπισμό και τις καταχρήσεις κάθε είδους, και μόνο έτσι μπορεί να ξαναπαιχτεί.
Ντροπαλός και άσχημος, ο μικρός Λισιέν Γκινσμπούργκ θα αντλήσει τα πρώτα του μουσικά ερεθίσματα με έναν τρόπο καθαρά βιωματικό: ο πατέρας του Τζόσεφ, που είχε συγκρουστεί με τη σύζυγό του Ολια στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και είχε διαφύγει από τη Ρωσία, θα ντύσει το οικογενειακό τους σπίτι με τους ήχους του Σοπέν, του Μπαχ και του Βιβάλντι, ενώ την ίδια στιγμή κερδίζει τα προς το ζην παίζοντας πιάνο στα καμπαρέ του Παρισιού. Την ίδια στιγμή, χάρη στη τρυφερή φιγούρα της μητέρας του και τη συνύπαρξη με τις δύο αδελφές του, Λιλιάν και Ζακλίν, ο Λισιέν αρχίζει να εθίζεται ασυναίσθητα στις χάρες της γυναικείας παρέας. Εξακολουθεί φυσικά να είναι όχι μόνο απίστευτα ντροπαλός, αλλά και ασθενικός: σε ηλικία 13 χρονών, θα γλιτώσει από μια μορφή φυματίωσης που αποδεικνύεται σε ποσοστό 99% θανατηφόρα. Ιδού λοιπόν και το τελευταίο κομμάτι στο παζλ της αγωγής του Λισιέν Γκινσμπούργκ: να κοροϊδεύει το θάνατο κατάμουτρα από μικρό παιδί.
Καταμεσής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια Γκινσμπούργκ περνά δύσκολες στιγμές λόγω της εβραϊκής της καταγωγής, και ενώ ο Τζόσεφ φεύγει από το Παρίσι για να ψάξει δουλειά στην επαρχία, ο Λισιέν ανακαλύπτει τη σπάνια κλίση του στη ζωγραφική. Κάκιστος στις υπόλοιπες σχολικές του επιδόσεις, θέτει ως μοναδικό του στόχο να ακολουθήσει τα χνάρια του Σεζάν, του Ντελακρουά και πάνω απ όλα του Κουρμπέ. Στον ελεύθερό του χρόνο γρατζουνά με πολύ μικρότερο ενθουσιασμό την κιθάρα του, ξεχωρίζοντας από τις μουσικές του επιρροές του τον Τζάνγκο Ράινχαρντ. Μετά επιστρέφει βιαστικά στο πάθος της ζωγραφικής, πάντα ανικανοποίητος, πάντα αχόρταγος. Δε θα αργήσει να δείξει το ίδιο πρόσωπο και απέναντι στις γυναίκες.
Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, ο Λισιέν συναντά την πανέμορφη Ελίζαμπεθ Λεβίτσκι, κόρη Ρώσων αριστοκρατών που εκπατρίστηκαν μετά την επανάσταση, και ζει τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, μαζί με τις πρώτες στιγμές μεγάλης απελπισίας. Πνεύμα παντελώς ανυπότακτο, ο Λισιέν θα μείνει τρεις μήνες στη φυλακή για λιποταξία και θα γνωρίσει τους μόνους δύο φίλους που δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ: το αλκοόλ και το τσιγάρο. Μετά την καταναγκαστική εκτέλεση της στρατιωτικής θητείας, θα γυρίσει στον έβδομο ουρανό του έρωτα και της ζωγραφικής. Το 1951 παντρεύεται την Ελίζαμπεθ.
Σιγά σιγά, το δευτερεύον ενδιαφέρον για τη μουσική αρχίσει να κερδίζει έδαφος. Ενώ βγάζει χρήματα χρωματίζοντας τις φωτογραφίες ασπρόμαυρων ταινιών για τις εισόδους των κινηματογραφικών αιθουσών, ο Λισιέν συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια και πιάνει δουλειά στο κακόφημο καμπαρέ της μαντάμ Αρτούρ. Η συναναστροφή του με τον παρισινό υπόκοσμο τον αναγκάζει να αποκηρύξει το ντελικάτο όνομα Λισιέν, και με την ευκαιρία επιδιορθώνει τόσο δα το επώνυμό του. Ο Σερζ Γκενσμπούργκ έχει γεννηθεί και είναι από την αρχή ερωτεύσιμος όσο και ανυπόφορος. «Αυτός είμαι εγώ, αγαπώ τις γυναίκες μισώντας τες», δήλωνε πάντοτε ο Σερζ. Μετά από 5 χρόνια προσπάθειας να επιβιώσει δίπλα του, η Ελίζαμπεθ Λεβίτσκι θα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. Ωστόσο, ο Σερζ ενδιαφέρεται περισσότερο για την κυκλοφορία των πρώτων του τραγουδιών στη γαλλική αγορά, αλλά και για την αποδοχή της ερμητικής του σκηνικής παρουσίας από το ξαφνιασμένο κοινό. Οταν ανεβαίνει στη σκηνή, ο Γκενσμπούργκ μοιάζει να βρίσκεται σε επικοινωνία μόνο με τον εαυτό του. Μόνος απέναντι στο πλήθος, τραγουδά πικρούς στίχους για το αλκοόλ, τις γυναίκες, τα γρήγορα αυτοκίνητα. Κατακτά τον θαυμασμό ακόμα και του μεγάλου Μπορίς Βιάν, αλλά και αναρίθμητων γυναικών. Μεταξύ αυτών η Φρανσουάζ-Αντουανέτ Πανκρατσί (ή απλώς Μπεατρίς), σύντροφός του για αρκετά χρόνια, σύζυγός του από το 1964 ως το 1966 και μητέρα των δύο πρώτων του παιδιών, της Νατάσα και του Πολ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 50, ο Γκενσμπούργκ συναντιέται δημιουργικά με τον Μπορίς Βιάν και τη Ζιλιέτ Γκρεκό, μαγεύοντας τη δεύτερη σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον θεωρεί όμορφο. Μερικούς μήνες αργότερα θα δισταυρωθεί με τη Μπριζίτ Μπαρντό στα γυρίσματα της ταινίας «Voulez-Vous Danser Avec Μoi?», αλλά είναι νωρίς ακόμα για να υποψιαστούν αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Μια μικρή πρόγευση θα δοθεί τον Σεπτέμβριο του 1962, όταν ο Γκενσμπούργκ θα γράψει για τον πρώτο δίσκο της Μπαρντό ένα τραγούδι με τίτλο «Je me donne qui me plait» («Δίνομαι σε όποιον μου αρέσει»). Ο Σερζ δημιουργεί ποίηση με το πιο ταπεινό υλικό, αλλά παραμένει ενοχλητικά ανένταχτος. Η αδυναμία να βρει το κοινό του θα τον οδηγήσει σε εξάμηνη κατάθλιψη και πλήρη απραξία. Αμέσως μετά την ανάρρωσή του, θα δηλώσει αλαζονικά «Η nouvelle vague του γαλλικού τραγουδιού είμαι εγώ», θα συνεργαστεί κατά συρροήν με τα μεγαλύτερα ονόματα της Γαλλίας και θα παντρευτεί την Μπεατρίς. Μέσα σε δύο χρόνια, ωστόσο, ο αμετανόητος γυναικάς Γκενσμπούργκ θα βρεθεί να αποφεύγει παρά τρίχα ένα βάζο με μαρμελάδα που του εκτοξεύει οργισμένη η γυναίκα του, δε θα πάρει ούτε καν το καπελάκι του και θα αναζητήσει ένα ήσυχο δωμάτιο ξενοδοχείου.
-Σ' αγαπώ-Ούτε κι εγώ!
Στις 12 Απριλίου 1966, σε μια συλλογή που ενώνει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς «γιε γιε» της γαλλικής μουσικής, ο Γκενσμπούργκ θα μιλήσει για τις γνωστές και άγνωστες προτιμήσεις του: το μπέρμπον, τις γυναίκες, τον Πολ Κλέε, τον Στραβίνσκι και τον Τζέιμς Μπράουν, τα βιβλία του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Κατά τραγική ειρωνεία, το πνεύμα του συγγραφέα της «Λολίτα» θα στοιχειώσει τον Σερζ, καθώς εκείνος μπαίνει στον αστερισμό μιας «Μπεμπέ».
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, η Μπριζίτ Μπαρντό θα μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα τραγούδια «Ηarley Davidson» και «Contact» που της έχει γράψει ο Γκενσμπούργκ. Παντρεμένη με τον ζάμπλουτο Γκίντερ Σαξ και ποθητή από όλο τον αρσενικό πληθυσμό της Γαλλίας, η Μπαρντό θα αρχίσει να ντρέπεται σαν άβγαλτη έφηβη μπροστά στον Σερζ: «Δεν τολμούσα να τραγουδήσω μπροστά του, υπήρχε κάτι στον τρόπο που με κοιτούσε που με μπλόκαρε. Ενα είδος ντροπαλής αναίδειας, ένα είδος αναμονής, ένα λεπτό στρώμα ταπεινής ανωτερότητας, παράξενες αντιθέσεις, ένα ειρωνικό μάτι σε ένα ακραία θλιμμένο πρόσωπο, ένα ψυχρό χιούμορ, τα δάκρυα στα μάτια», θυμάται η «Μπεμπέ».
Παρ όλη τη συστολή της, είναι εκείνη που θα αποφασίσει να κάνει το πρώτο βήμα. Εκείνος όχι μόνο ακολουθεί, αλλά χάνει τα μυαλά του από τον έρωτα. Εμπνέεται μάλιστα το, διαβόητο για τους τολμηρούς του στίχους, ερωτικό τραγούδι «Je taime moi non plus» (που σημαίνει κάτι σαν «Σαγαπώ. Ούτε κι εγώ») και το ηχογραφεί μαζί της στα τέλη της χρονιάς. Οσοι παρευρίσκονται στο στούντιο απλώς προσπαθούν να μη σκανδαλιστούν από την ατμόσφαιρα που επικρατεί ανάμεσα στο τρελά ερωτευμένο ζευγάρι. Το τραγούδι καταφέρνει να προκαλέσει σκάνδαλο στον γαλλικό Τύπο πριν την κυκλοφορία του και ο σύζυγος της Μπαρντό της δίνει να καταλάβει ότι είναι ώρα να επανέλθει στην τάξη και την ασφάλεια του γάμου της. Το πάθος Μπαρντό-Γκενσμπούργκ θα τελειώσει ακριβώς πάνω στην κορύφωσή του, η κυκλοφορία του «Je ΤΑime Μoi Νon Ρlus» θα ματαιωθεί την τελευταία στιγμή και ο Σερζ παραδέχεται ότι αυτή η σχέση τον σημάδεψε σαν πυρωμένο σίδερο. Τώρα νιώθει πιο μόνος από ποτέ, κυριολεκτικά ρημαγμένος και με αυτοκτονικές τάσεις. Το μόνο αντίδοτο που βρίσκει στην κατάστασή του είναι οι απανωτές εφήμερες κατακτήσεις, τις οποίες καταγράφει και βαθμολογεί σε ένα ειδικό σημειωματάριο.
Ως άλλη μια τέτοια ενδεχόμενη κατάκτηση υπολόγιζε μάλλον την πανέμορφη ηθοποιό Μαρίζα Μπέρενσον, την οποία επρόκειτο να συναντήσει στα γυρίσματα της ταινίας «Slogan» του Πιερ Γκριμπλά. Οταν, όμως, θα συναντήσει την εικοσάχρονη, άγνωστη και ανίκανη να μιλήσει έστω και μια λέξη γαλλικά Τζέιν Μπίρκιν, ο Γκενσμπούργκ θα εκδηλώσει απερίφραστα την οργή του. Και θα τη μετατρέψει με την ίδια ευκολία σε ερωτική εμμονή, κτητικότητα και ζήλια προς κάθε κατεύθυνση, όπως τους όμορφους συμπρωταγωνιστές της Μπίρκιν (βλ. Αλέν Ντελόν). Ο Σερζ και η Τζέιν γίνονται γρήγορα αχώριστοι, ταξιδεύουν μαζί στο Νεπάλ για την ταινία του Αντρέ Καγιάτ «Les Chemins De Κatmandou», αλλά και για άλλα γυρίσματα όπου συμμετέχει μόνο εκείνη. Γύρω στα τέλη του 1968 ηχογραφούν ξανά το «καταραμένο» «Je taime moi non plus», κάτι που η ίδια η Μπαρντό ομολογεί ότι την έκανε να σκάσει από τη ζήλια της.
Ωστόσο, το μόνο που ενδιαφέρει πια τον Γκενσμπούργκ είναι η οικογενειακή ζωή με την Τζέιν και την κόρη της, Κέιτ, την οποία μεγαλώνει σαν δική του. Ολο και πιο ερωτευμένος με τη γυναίκα του, εμπνέεται από αυτή το αριστουργηματικό «Ηistoire de Melody Νelson», ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της καριέρας του. Το πραγματικό του αριστούργημα όμως δεν θα αργήσει να έρθει: στις 21 Ιουλίου 1971, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ έρχεται στον κόσμο και ο Σερζ βρίσκεται σε έκσταση. Αργότερα θα το επιβεβαιώσει ως εξής: «Εκείνη τη νύχτα άγγιξα τα δάχτυλα της ευτυχίας. Οι άντρες κάνουν έρωτα, οι μητέρες το θαύμα».
Υπό την επιρροή της αγαπημένης του Τζέιν, ο Γκενσμπούργκ επαναπροσδιορίζει το στυλ του και μαθαίνει να παίζει με την εικόνα του ελαφρώς αξύριστου προβοκάτορα, του κυνικού μετρ των καταχρήσεων. Ελα, όμως, που αυτή η εικόνα δεν απέχει και τόσο από την πραγματικότητα: ακόμα και ως ευτυχισμένος πάτερ φαμίλιας, ο Σερζ δε λέει να κόψει την παρέα με το αλκοόλ και το τσιγάρο. Ακόμη και όταν θα υποστεί μια σοβαρή καρδιακή κρίση σε ηλικία 45 ετών, θα μείνει στο νοσοκομείο για οχτώ εβδομάδες αλλά θα τηρήσει την επιβεβλημένη αποχή μόνο για τις πρώτες έξι. Μετά την έξοδό του, παραχωρεί μια μνημειώδη συνέντευξη στον Μισέλ Λανσελό, όπου δηλώνει ότι από μισογύνης έχει γίνει σχεδόν μισάνθρωπος και εμμέσως εκλιπαρεί την Τζέιν να μην τον εγκαταλείψει ποτέ. Το 1975 ο Γκενσμπούργκ πραγματοποιεί το πιο προσωπικό κινηματογραφικό του εγχείρημα και το βαφτίζει με το σκανδαλώδη τίτλο «Je Τ Aime Moi Non Ρlus». Το δράμα ενός ερωτικού (;) τριγώνου που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο ομοφυλόφιλους και μια Αγγλίδα με ερμαφρόδιτο παρουσιαστικό είναι τόσο αυθεντικά απελπισμένο, ώστε να μπει γρήγορα στο στόχαστρο με τη συνήθη κατηγορία της πρόκλησης και του σκανδάλου. Παρ όλα αυτά, το περιοδικό Variety θα το χαρακτηρίσει ως μία από τις μεγάλες κλασικές ταινίες της δεκαετίας, ενώ ο Φρανσουά Τριφό δεν θα σταματήσει να δηλώνει φανατικός υποστηρικτής της. Σε κάθε περίπτωση όμως, κοινός παρονομαστής παραμένει η απελπισία. Και ο γνήσιος εκφραστής της, Σερζ Γκενσμπούργκ, θα εξακολουθήσει να αυτοκαταστρέφεται με μαθηματική ακρίβεια, γκρεμίζοντας τις απαραίτητες γι αυτόν γέφυρες επικοινωνίας.
Οverdose
Το 1980, ο Γκενσμπούργκ δημιουργεί τον μύθο του Ευγκένι Σοκόλοφ, ενός τύπου «που αυτοκαταστρέφεται συνειδητά επειδή κυνηγά τη δόξα και η δόξα τον καταστρέφει, άρα είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό». Ο ίδιος ξέρει καλά ποιο θα είναι το τίμημα των υπερβολών του: τον Αύγουστο του 1980, μετά από δώδεκα χρόνια μιας συμβίωσης όλο και πιο αβίωτης, η Τζέιν θα φύγει από το σπίτι μαζί με τη Σαρλότ και την Κέιτ. Ο Σερζ παίρνει όλο το φταίξιμο πάνω του, αν αυτό έχει κάποια σημασία, και επιχειρεί να λυτρωθεί από τους έντονους φόβους της μοναξιάς μέσω της δουλειάς του. Στο φιλμ του Κλοντ Μπερί «Je Vous Αime» πρωταγωνιστεί μαζί με την Κατρίν Ντενέβ σε έναν ρόλο ξεκάθαρα εμπνευσμένο από τη ζωή του, δηλαδή ενός άντρα που κάνει τη σύντροφό του να υποφέρει. Ενώ ο Γκενσμπούργκ συνεχίζει να συνεργάζεται με τη Ντενέβ γράφοντάς της έναν ολόκληρο δίσκο, γνωρίζει την επόμενή του σύντροφο. Το όνομά της είναι Καρολίν φον Πάουλους ή απλώς Μπαμπού, ένα γερμανο-κινέζικο χαρμάνι μόλις 21 ετών και εθισμένο στα ναρκωτικά. Εκείνος ανακαλύπτει μια κάποια παρηγοριά κοντά σε μια φύση πιο αυτοκαταστροφική ακόμα και από αυτόν, σχολιάζοντας με απάθεια τα πάθη της: «Ναι, η μικρή υπερβάλλει λίγο, έχω βρει σύριγγες ακόμα και στο μπάνιο!».
Ο Γκενσμπούργκ καταναλώνει πια τις αγαπημένες του ουσίες χωρίς σταματημό. Παράλληλα, βρίσκει τη διαύγεια και τη γενναιότητα να συμφιλιωθεί (ή τον τρόπο να έρθει όσο πιο κοντά μπορεί;) με την Τζέιν Μπίρκιν, βαφτίζοντας την κόρη που απέκτησε με τον σκηνοθέτη Ζακ Ντουαγιόν και χαρίζοντάς της τον υπέροχο δίσκο «Βaby Alone In Βabylone». Στη συνέχεια επιστρέφει στα προσφιλή του παραληρήματα, πραγματοποιώντας δημόσιες εμφανίσεις που σχοινοβατούν ανάμεσα στο προκλητικό και το γραφικό. Είτε καίει χαρτονομίσματα μπροστά στην κάμερα, είτε δηλώνει στη Γουίτνεϊ Χιούστον «θέλω να σε γαμήσω» σε σόου υψηλής τηλεθέασης, είτε αποκαλεί την Κατρίν Ρινζέρ (τραγουδίστρια των Rita Mitsuko) «πουτάνα» ενώ κάθεται στον ίδιο καναπέ με αυτήν, ο Γκενσμπούργκ αγνοεί παντελώς τι σημαίνει προστασία της δημόσιας εικόνας του, πόσω μάλλον τι είναι η πολιτική ορθότητα.
Το ίδιο συμβαίνει και με το δίσκο του «Love Οn Τhe Βeat», που τον απεικονίζει στο εξώφυλλο βαμμένο σαν τραβεστί και εμμένει αφενός στο θέμα της ομοφυλοφιλίας, αφετέρου στον πλατωνικό τρελό του έρωτα για την κόρη του, Σαρλότ. Ενας έρωτας στον οποίο θα επανέλθει το 1986, σκηνοθετώντας την ταινία «Charlotte For Εver» και κινηματογραφώντας την 14χρονη κόρη του γυμνή. Το αποτέλεσμα θα σοκάρει μέχρι και τον ίδιο: «Μετά το γύρισμα, δεν άντεχα να αντικρίσω την κόπια. Οχι εξαιτίας μου, αλλά εξαιτίας της Σαρλότ. Πώς μπόρεσα να δημιουργήσω έναν ρόλο τόσο φρικτό; Δεν καταλαβαίνω».
Πιο πολύ από ποτέ, ο Γκενσμπούργκ έχει γίνει αφόρητος στον Γκενσμπούργκ। Το άλμπουμ που γράφει για την Μπαμπού με τίτλο «Μade in China» φανερώνει έλλειψη έμπνευσης, ο αλκοολισμός εξοντώνει τις τελευταίες αντιστάσεις του οργανισμού του, οι γιατροί εντοπίζουν έναν ύποπτο όγκο στο συκώτι. Εκείνος είναι αμετανόητος: «Η υπόθεσή μου με τον θάνατο δεν αφορά κανέναν. Το ότι συνεχίζω να πίνω και να καπνίζω είναι δικό μου πρόβλημα». Λίγο πριν την αρχή του οριστικού τέλους, ανακαλύπτει την τελευταία του μούσα, μια μικρόσωμη 17χρονη με όνομα Βανέσα και επίθετο «Παράδεισος». «Η Παραντί είναι η κόλαση» αποφαίνεται με ένα λογοπαίγνιο ο Γκενσμπούργκ. Τα δύο χρόνια που θα προηγηθούν της 1ης Μαρτίου 1991, ο Σερζ θα συνδυάσει τις καταχρήσεις με μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το περιβάλλον του. Επιθυμεί να φύγει εν ειρήνη, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό στην περίπτωσή του. Τη μέρα που θα συνειδητοποιήσει ότι τα κατάφερε, ή ότι είναι ανώφελο να προσπαθεί άλλο, θα ξεχάσει να πάρει το χάπι για την καρδιά του. Στις 2 Μαρτίου, η επίσημη ανακοίνωση του θανάτου του θα ωθήσει εκατοντάδες θαυμαστές έξω από το σπίτι του. Αρκετοί θα θυμηθούν το σλόγκαν ενός από τους τελευταίους του δίσκους: «Ο Γκενσμπούργκ δεν περιμένει τον θάνατο για να γίνει αθάνατος». Γι αυτό και το μόνο ιατροδικαστικό πόρισμα που του αξίζει είναι το εξής: ο Σερζ Γκενσμπούργκ πέθανε από υπερβολική δόση ζωής.
Τhe ladies man
Από τον Μάρκο Φράγκο
Κατά έναν τρόπο, η μουσική πορεία του Σερζ Γκενσμπούργκ μπορεί να θεωρηθεί ως η πορεία ενός κυκλοθυμικού, κακομαθημένου, εξαρτημένου από το σεξ Γάλλου προβοκάτορα, παρά ενός ανθρώπου που έκανε μια «σοβαρή» καριέρα στο ευρωπαΪκό τραγούδι. Ο Γκενσμπούργκ ήταν ένας κακομούτσουνος μποέμ, αλλεργικός στις νόρμες, οραματιστής ενός αποενοχοποιημένου ερωτισμού. Και ανάλογη ήταν και η μουσική του.
Η μουσική που παρήγαγε ο Γκενσμπούργκ, εκτεινόμενη σε τρεις δεκαετίες με σποραδική, άτακτη σειρά, είχε γυναικείο άρωμα. Οχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του - μόνιμο, καυτό και εμμονικό. Αλλά και ως αύρα. Ως γραφή. Ως οσμή. Ο Γκενσμπούργκ ήταν ένας ladies man, τόσο αφοσιωμένος που σχεδόν αλλοίωσε την προσωπικότητά του μέσα στα χρόνια και μεταλλάχθηκε σε ένα γυναικείο μουσικό «μπουντουάρ» ο ίδιος. Τα τραγούδια του -ο τρόμος κάθε αρχειοθέτη, όσον αφορά την ηχητική ποικιλομορφία τους- από όποια κουλτούρα και αν αντλούσαν κάθε φορά το ύφος τους, είχαν ένα στόχο: την απόλυτη και διαρκή υποταγή της γυναικείας επιθυμίας. Από τότε που εμπνεόταν από τους Γάλλους σουρεαλιστές δημιουργώντας συμβατικά αλλά «κουνημένα» σανσόν για κατεστραμμένους τύπους που κατρακυλούν από τα σκαμπό των μπαρ, μέχρι και το κύκνειο άσμα του το 1987, το εστέτ άλμπουμ «Υoure Under Αrrest», ο Γκενσμπούργκ διαπνεόταν από τη γυναικεία μούσα, βουτούσε αχόρταγα στο μέλι της ερωτικής πράξης και το αναπαρήγαγε μουσικά, το επέκτεινε, του έδινε διαστάσεις υπαρξιακής σοφίας. Βέβαια, μπορεί πράγματι τα δύο μεγαλύτερα ανοίγματά του στο ευρύ κοινό, η συμμετοχή της Φρανς Γκαλ στην Eurovision του 1965 με το «Ρoupe De Cire, Poupe De Son» (που του χάρισε και το πρώτο βραβείο) και το περιβόητο ντουέτο του με την Τζέιν Μπίρκιν στο «Je Τ Aime Moi Non Ρlus» το 1969 να αποτελούν σημαδιακές αναφορές στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού μουσικού τοπίου, αλλά οι πραγματικοί αισθητικοί θρίαμβοι του καλλιτέχνη, θα έρχονταν στα 70s.
Το «Ηistoire De Melody Νelson» του 1971, με την Τζέιν Μπίρκιν τιμώμενο πρόσωπο σε ένα concept άλμπουμ που παρακολουθούσε με εκτεταμένα ενορχηστρωτικά τσαλίμια τις περιπέτειες της ενζενί στον συναισθηματικό λαβύρινθο της εποχής, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματά του. Κατά κάποιον τρόπο, το συγκεκριμένο άλμπουμ αποτελεί πραγματικά μια απόπειρα εγκαταστατικής μουσικής τέχνης. Στο ρόλο των εικαστικών props τοποθετήστε τις προκλήσεις και τα διλήμματα της Μπίρκιν -που αφηγείται τις πλοκές με αυτή τη βαθιά μποέμικη αλητεία, χαραγμένη στη φωνή της- και στο ρόλο του φυσικού χώρου τοποθετήστε τις συνθέσεις του Γκενσμπούργκ. Πραγματικό installation συναισθημάτων, το συναρπαστικό ταξίδι της Μέλοντι Νέλσον προοιώνιζε τη φιλόδοξη, ανήσυχη πολιτιστική κρίση των 70s και την αχαλίνωτη ερωτική διάθεσή τους. Το «Rock Around The Βunker» (του 1975, ένα αμφιλεγόμενο άλμπουμ με επίκεντρο τους Ναζί και με διάθεση εξορκισμού από τον Γκενσμπούργκ των διώξεων των Ρωσοεβραίων γονιών του από τον Χίτλερ) και το «L Homme Α Tete De Chou» (του 1976, με επίκεντρο άλλη μια ενζενί, τη Μαριλού και το ξύπνημα της σεξουαλικής ταυτότητάς της) αποτελούν την πολύτιμη κληρονομιά του Γκενσμπούργκ στη μουσική των επόμενων δεκαετιών. Από τους συμπατριώτες του, Air, μέχρι τους Portishead, τους Pulp και τον Μπεκ, όλοι χρησιμοποιούν την παρορμητική μουσική ιδιοφυϊα του ως σπουδαία αναφορά των δημιουργιών τους.
Ούτε τα παιχνίδια του με την ρέγκε στις αρχές των 80s αλλά ούτε και οι state of the art παραγωγές του «Love On The Βoat» (1984) και «ΥouRe Under Αrrest» (1987) πρόσθεσαν σπουδαία πράγματα στο ήδη φορτωμένο από αμφισβήτηση μουσικό έργο του. Απλά επέτειναν το μύθο του που, στα 80s, έγινε πετυχημένη τηλεοπτική βορά, με πρώτο και καλύτερο θύτη τον ίδιο τον εαυτό του.
Το εκτόπισμα του Γκενσμπούργκ στη μουσική σκηνή σήμερα, δεν έχει τόσο να κάνει με την συνθετική επιρροή του ή τα τραγούδια του. Εχει να κάνει με τα κίνητρά του, τον παρορμητικό χαρακτήρα του και το ύφος του. Οταν η Κάιλι Μινόγκ χρησιμοποίησε σαμπλ από το ιστορικό ντουέτο του Γκενσμπούργκ με την Μπριζίτ Μπαρντό, «Βonnie And Clyde» του 1967, στο φετινό τραγούδι της «Sensitized», αυτό που οι παραγωγοί της έκαναν ήταν περισσότερο να κλείσουν το μάτι στον ερωτύλο εστέτ , παρά να εμπλουτίσουν με μια αξέχαστη μουσική φράση το ποπ οπλοστάσιο της λιλιπούτειας ντίβας. Επιπλέον, όταν το 2006 διάφοροι καλλιτέχνες ηχογράφησαν διασκευές τραγουδιών του για το σχέδιο «Μonsieur Gainsbourg Revisited», ήταν περισσότερο η αχαλίνωτη αίσθηση που τους οδήγησε στις επιλογές των τραγουδιών αλλά και στη μεταχείρισή τους ενορχηστρωτικά και όχι οι συνθέσεις. Αν ακούσει κανείς πώς μεταχειρίζονται οι Portishead το «Un Jour Comme Un Αutre» (μετατρέποντάς το σε «Requiem For Αnna») ή η περί πολλού Κάρλα Μπρούνι, η «αυτοκρατορική» σύζυγος Σαρκοζί, το «Ces Petits Riens» (που μετατρέπει σε «Τhose Little Τhings») θα νιώσει ότι η κληρονομιά Γκενσμπούργκ είναι άφθαρτη και καταλυτική. Πλην όμως, κτήμα λίγων και εκλεκτών
Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010
Στην Ποίηση σου είμαι φανατικά θνητός, Μην με παρεξηγείς στον ελεύθερο το χρόνο μου είμαι ο Θεός
ΛΥΠΙΟΥ (ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ)
Προοίμιο
Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζούν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι... όχι... λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας...
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας. .
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ’βγαίνε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,;
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ' το μαύρο στο τέλειο.
Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετο της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010
Η Ώρα της Μούσας Μου Την Στιγμή της Έμπνευσής Μου
Θέλω να κλέψω την γεύση από το κορμί σου
Και να την βάλω έτσι ανόθευτη στο ποτήρι μου
Γεμάτο με το τζιν μου το αγαπημένο
Θέλω αν δω αν μπορώ να μεθύσω με αυτή
Θέλω να γδυθούμε σιγά σιγά ακολουθώντας μία ιερή τελετουργία
Να αφήσουμε ελεύθερα τα σώματα μας να γνωριστούν
Οι ψυχές και οι καρδιές μας ότι μπορούσαν έκαναν
Δεν μένει να κάνουν κάτι άλλο πια
Θα χαιδευτούμε θα χαιδευόμαστε συνεχώς
Όχι εμείς, τα σώματά μας
Εμείς θα υπακούμε
Θα γίνουμε ξανά παρθένοι
Θα ανακαλύψουμε μαζί τον πρώτο έρωτα
Της πρώτης επαφής τη γεύση
Τον ηλεκτρισμό από το πρώτο χάδι.
Θα πίνουμε, θα πίνουμε τ’ αγαπημένα μας ποτά
Η γλώσσα μου πυρωμένη θα χαρτογραφήσει
Τις πεδιαδές σου
Τις οροσειρές
Και τις κοιλάδες σου
Και θα θελήσει να εξερευνήσει τις υπόγειες στοές σου
Εκεί που δεν έχει φως
εκεί με το ένστικτό θα περιπλανηθεί
θα ψάξει για κρυμμένα μυστικά
θα απλωθεί
θα απλωθεί σαν θάλασσα
που γλύφει τη δική σου αμμουδιά.
θα με πείσεις πως δεν είσαι θνητή
πως κάποιου Θεού είσαι κόρη
θα σε κοιτάξω με το βλέμμα μου το κάθετο
στα μάτια σου μπροστά θα σταθώ
δεν θα φοβηθώ του χρώματος τα βάθη
στα ίσια θα σε γδύσω πάλι
ετούτη την φορά
θα θελήσω να μπω μες το μυαλό σου
αν βρω την πόρτα ανοικτή θα κάτσω μέσα εκεί
θα δω του χάους σου την απλά
του φωτός σου την σχισμή
τα πάθη σου θα αγαπήσω όπως είναι
αφτιασίδωτα
κι ύστερα την πόρτα θα την κλείσω
και θα μείνω μέσα εκεί
θα πίνω το κρασί που αγαπάμε
θα κάνουμε έρωτα εκεί
κι ύστερα θα συστηθούμε πάλι
θα σου διαβάζω αποσπάσματα από του
Μεγάλου Ανατολικού τις γραμμές
Και τα σώματα θα σφίγγονται
Θα μοιάζουν με προνύμφες
με πρώιμες πεταλούδες
Καθώς θα ξεμπλέκονται οι γραμμές
Καθώς οι λέξεις παράγραφοι θα γίνουν
Και οι παραγράφοι σελίδες που θα διαβάζονται
Από τις γλωσσές μας
Κι οι γλώσσες μας θα λύνονται
Θα είναι φλύαρες, θα είναι υγρές
Θα ξεπροβάλλουν
Από των στόματων μας τις εσοχές
γλυκά θα σμίγουν και θα αφήνονται.
Αργά θα αποχωριστούμε
έτσι όπως ανταμώσαμε, υγρά
Θα αφήσουμε και θα αφεθούμε
Κι αν τύχει θ’αρχίσουμε ξανά.
[moth-man].
Και να την βάλω έτσι ανόθευτη στο ποτήρι μου
Γεμάτο με το τζιν μου το αγαπημένο
Θέλω αν δω αν μπορώ να μεθύσω με αυτή
Θέλω να γδυθούμε σιγά σιγά ακολουθώντας μία ιερή τελετουργία
Να αφήσουμε ελεύθερα τα σώματα μας να γνωριστούν
Οι ψυχές και οι καρδιές μας ότι μπορούσαν έκαναν
Δεν μένει να κάνουν κάτι άλλο πια
Θα χαιδευτούμε θα χαιδευόμαστε συνεχώς
Όχι εμείς, τα σώματά μας
Εμείς θα υπακούμε
Θα γίνουμε ξανά παρθένοι
Θα ανακαλύψουμε μαζί τον πρώτο έρωτα
Της πρώτης επαφής τη γεύση
Τον ηλεκτρισμό από το πρώτο χάδι.
Θα πίνουμε, θα πίνουμε τ’ αγαπημένα μας ποτά
Η γλώσσα μου πυρωμένη θα χαρτογραφήσει
Τις πεδιαδές σου
Τις οροσειρές
Και τις κοιλάδες σου
Και θα θελήσει να εξερευνήσει τις υπόγειες στοές σου
Εκεί που δεν έχει φως
εκεί με το ένστικτό θα περιπλανηθεί
θα ψάξει για κρυμμένα μυστικά
θα απλωθεί
θα απλωθεί σαν θάλασσα
που γλύφει τη δική σου αμμουδιά.
θα με πείσεις πως δεν είσαι θνητή
πως κάποιου Θεού είσαι κόρη
θα σε κοιτάξω με το βλέμμα μου το κάθετο
στα μάτια σου μπροστά θα σταθώ
δεν θα φοβηθώ του χρώματος τα βάθη
στα ίσια θα σε γδύσω πάλι
ετούτη την φορά
θα θελήσω να μπω μες το μυαλό σου
αν βρω την πόρτα ανοικτή θα κάτσω μέσα εκεί
θα δω του χάους σου την απλά
του φωτός σου την σχισμή
τα πάθη σου θα αγαπήσω όπως είναι
αφτιασίδωτα
κι ύστερα την πόρτα θα την κλείσω
και θα μείνω μέσα εκεί
θα πίνω το κρασί που αγαπάμε
θα κάνουμε έρωτα εκεί
κι ύστερα θα συστηθούμε πάλι
θα σου διαβάζω αποσπάσματα από του
Μεγάλου Ανατολικού τις γραμμές
Και τα σώματα θα σφίγγονται
Θα μοιάζουν με προνύμφες
με πρώιμες πεταλούδες
Καθώς θα ξεμπλέκονται οι γραμμές
Καθώς οι λέξεις παράγραφοι θα γίνουν
Και οι παραγράφοι σελίδες που θα διαβάζονται
Από τις γλωσσές μας
Κι οι γλώσσες μας θα λύνονται
Θα είναι φλύαρες, θα είναι υγρές
Θα ξεπροβάλλουν
Από των στόματων μας τις εσοχές
γλυκά θα σμίγουν και θα αφήνονται.
Αργά θα αποχωριστούμε
έτσι όπως ανταμώσαμε, υγρά
Θα αφήσουμε και θα αφεθούμε
Κι αν τύχει θ’αρχίσουμε ξανά.
[moth-man].
Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010
Schiele Egon Leo Adolf (1890-1918)
Βιογραφικό
Αυστριακός καλλιτέχνης που δέχτηκε σκληρή κριτική κι αμφισβήτηση, στο μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του, από κοινό και κριτικούς. Περισσότερο κι από τον Κλιμτ (με τον οποίο υπήρξε φίλος) έκαμε τον ερωτισμό αγαπημένο του θέμα και μάλιστα φυλακίστηκε γι' αυτό λίγο, για προσβολή των χρηστών ηθών. Οι γυμνές φιγούρες του, προβάλλουνε μοναχικό καταπιεσμένο πνευματικά άτομο πιότερο, παρά άτομο μ' έντονον ερωτισμό. Παρόλο που επηρεάστηκε από τον Κλιμτ σύντομα ανεξαρτητοποιήθηκε στο αντικλασικό στυλ, περιγράφοντας πιότερο ψυχολογική και πνευματικήν αίσθηση, παρά αισθητικό προβληματισμό. Φιλοτέχνησε μερικά ονομαστά πορτρέτα κι αργότερα, στον πίνακά του "Οικογένεια" εμφάνισε πρώτην αίσθηση ασφάλειας.
Έζησεν ελάχιστα κι έτσι δε γνωρίζουμε αν θα 'χεν αναπτυχθεί από τον μοναχικό σε σπλαχνικό και προσιτόν έφηβο, μιας κι αυτό εικάζεται πως ήταν η βαθύτερη ουσία όλου του έργου του. Στα πορτρέτα του εμφανίζεται συνδυασμός αξιολύπητου κι ισχυρής θέσης ατόμου, ευπαθές όλο δέρμα και κόκαλα, μα όχι ξεκάθαρη μορφή. Περιχαρακώνει το κορμί με σβησμένη λευκή γραμμή για να παρουσιάσει αίσθηση φυλάκισης και περιορισμών. Επίσης προβάλλει το παράδοξο, μέσω της αλογικής προέκτασης των χεριών. Καταδεικνύει έτσι δυστυχισμένη, λιπόσαρκη νεανικότητα, άγρια κι υπερβάλλουσα, όπως η έντονα τονισμένη ηβική τριχοφυΐα, που ίσως μαρτυρά και το επίκεντρο της θλίψης του. Μπορεί να φαντάζει ατομιστική κατάθεση μα με τον υστερικό αυτό τρόπο του, εκφράζει μέγα μέρος της τότε -κι όχι μόνο- νεολαίας. Είναι θαυμάσιος, συγκλονιστικός και παράξενα αθώος, ακόμα και στις ακρότητές του.
Γεννήθηκε στο Tulln στον ποταμό Δούναβη, στις 12 Ιουνίου 1890. Ο πατέρας του 'Αντολφ, εργαζότανε στους Αυστριακούς Σιδηροδρόμους κι η μητέρα του Μαρί, ήταν από το Krumau της Βοημίας. Απο μικρός έδειξε ταλέντο αναγνωρίσιμο κι από τους δασκάλους του. Στα 15 χάνει τον πατέρα του από σύφιλη κι ανέλαβε κηδεμόνας ο αδερφός της μητέρας του, που στεναχωρήθηκε όταν είδε πως ο μικρός 'Αντολφ δεν επιθυμούσε να λάβει ακαδημαϊκή εκπαίδευση, ωστόσο, αναγνώρισε το ταλέντο και το πάθος του για τη τέχνη. Έτσι την επόμενη χρονιά γράφεται στην Ακαδημία της Βιέννης και φοιτά μαζί με τον Κλιμτ, με τον οποίο γίνονται φίλοι. Ο Κλιμτ ενθάρρυνε τον νεαρό, καθώς είδε το ταλέντο του, πότε αγοράζοντας πίνακές του, πότε κλείνοντας μοντέλα για κείνον και πότε οργανώνοντας εκθέσεις του.
Μετά 3 χρόνια φοίτησης, εγκαταλείπει την Ακαδημία και προσχωρεί στο Νέο Κίνημα Τέχνης μαζί μ' άλλους ανικανοποίητους καλλιτέχνες ενώ παρουσιάζει τη 1η του έκθεση. Μακριά από τα δεσμά επιρροής της Ακαδημίας, εξερευνά, όχι μόνο τις ανθρώπινες μορφές, αλλά και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Σύντομα, πολλοί βρήκανε τη σαφήνεια των έργων του συγκλονιστική και σοκαριστική. Το 1911 συναντά τη 17χρονη Βάλι Νεουζίλ και συνάπτει σχέση μαζί της. Μένουν μαζί και του ποζάρει, ενώ γνωρίζουμεν ελάχιστα για κείνη εκτός ότι πρόσφερε υπηρεσίες μοντέλου σε μεγάλους ζωγράφους, όπως και στον Κλιμτ κι υπήρξε μια από τις πολλές ερωμένες του. Θέλοντας να ξεφύγει από τη Βιέννη, μετακομίζουν στο Νιούλεμπαχ, 35 χλμ μακριά, αναζητώντας την έμπνευση και το δωρεάν στούντιο για να εργαστούν ανεμπόδιστα. Λόγω της τάσης του να προκαλεί και της πρότερης διαμονής του στη πρωτεύουσα, το στούντιό του γίνεται γρήγορα καταφύγιο του υπόκοσμου της περιοχής.
Το 1912 και με τη κατηγορία της αποπλάνησης ανηλίκου (λόγω του νεαρού της ηλικίας της Βάλι και της σχέσης τους) συλλαμβάνεται. Στη δίκη καταρρίπτει τις κατηγορίες αυτές, πλην όμως δικάζεται σε 24 μέρες φυλακή λόγω προσβολής ηθών, ενώ του κατάσχουν περί τους 100 πίνακες. Έχοντας εκτίσει τις 21, παραμένει άλλες 3 μέρες έγκλειστος. Το 1915 συναντά τις αδελφές Έντιθ & Αντέλ Χαρμς, που κατοικούσαν απέναντι από το στούντιο με τους μεσοαστούς γονείς τους και συνάπτει δεσμό με την Έντιθ, διώχνοντας τη Βάλι. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους με τις ευλογίες όλων το ζεύγος παντρεύεται.
Παρά τον Α' Παγκ. Πολ. η παραγωγικότητα κι η ωριμότητά του ως καλλιτέχνη συνεχίζεται όπως πριν και μάλιστα καλείται να λάβει μέρος στη 49ην Έκθεση στη Βιέννη, με 15 αποδεκτούς πίνακες, που θα παρουσιάζονταν μάλιστα στη κεντρική σάλα. Επίσης, επιμελήθηκε της αφίσας της έκθεσης με θέμα τον Μυστικό Δείπνο και στη θέση του Χριστού, το πρόσωπό του. Είχε θριαμβευτικήν επιτυχία κι αποτέλεσμα είχε, την αύξηση της αξίας των πινάκων του και των παραγγελιών. Την ίδια χρονιά είχεν επιτυχημένες εκθέσεις σε Ζυρίχη, Πράγα και Δρέσδη. Είχε λάβει μέρος και στο παρελθόν σ' αρκετές εκθέσεις, ειδικά στο διάστημα 1910-4. (Βουδαπέστη, Πράγα, Κολωνία, Μόναχο και Παρίσι σε προσωπική έκθεση).
Το φθινόπωρο του 1918, η Ισπανική Γρίπη που σκότωσε πάνω από 20 εκατομμύρια πληθυσμού στην Ευρώπη, κτυπά και τη Βιέννη. Η Έντιθ ήταν 6 μηνών έγκυος όταν προσβλήθηκε και πέθανε στις 28 Οκτώβρη. 3 μέρες αργότερα, στις 31 Οκτώβρη 1918 την ακολούθησε κι ο ζωγράφος, στα 28 του μόλις χρόνια.
________________________________________________
Διαβάζοντας Πάντα Ποίηση: Βλαντιμιρ Μαγιακοφσκι
Σύννεφο με παντελόνια
Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί!
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.
Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια
(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)
Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010
"Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΩΣ ΜΟΥΣΑ, 1900-1950"
3 Σεπτεμβρίου 2010 - 21 Νοεμβρίου 2010
Δευτέρα: κλειστά,
Τρίτη-Σάββατο: 13:00-21:00,
Κυριακή: 11:00-19:00
Photo Gallery
Dame Laura Night, “Τρεις Χάριτες”
Επιμέλεια Έκθεσης: Αλεξάνδρα Van der Staaij
Το Μουσείο Ηρακλειδών θα παρουσιάσει από την 3η Σεπτεμβρίου 2010 έως την 21η Νοεμβρίου 2010 την έκθεση με τίτλο: "Η Γυναίκα ως Μούσα, 1900-1950". Θα εκτεθούν περί τα ενενήντα (90) έργα επί χάρτου - υδατογραφίες, χαρακτικά και σχέδια - της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ού αιώνα, Ευρωπαίων καλλιτεχνών (συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων) από τη συλλογή του Μουσείου Ηρακλειδών, της Εθνικής Πινακοθήκης, της συλλογής Alpha Bank καθώς επίσης και από τις συλλογές των ιδιωτών Γεωργίου Οικονόμου και Χαράλαμπου Λεοντιάδη.
Αναλυτικότερα:
Από τη συλλογή του Μουσείου Ηρακλειδών παρουσιάζονται έργα των Pablo Picasso, Salvador Dali, Henri Matisse, Aristide Maillol, Henri de Toulouse-Lautrec, Paul Landacre, Dame Laura Knight, Theophile-Alexandre Steinlen και Childe Hassam.
Από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης φιλοξενούνται έργα των Pierre Bonnard, Henri Matisse, Gustav Klimt, Pablo Picasso, Egon Schiele, Jules Pascin, Γιάννη Μόραλη, Γιώργη Βαρλάμου, Γιώργου Οικονομίδη, Μάρκου Ζαβιτζιάνου, Εμμανουήλ Ζέπου, Δημητρίου Γαλάνη, Αλέξανδρου Κορογιαννάκη, Δημήτρη Γιαννουκάκη, Γιάννη Κεφαλληνού, Κώστα Γραμματόπουλου και Άγγελου Θεοδωρόπουλου.
Η συλλογή της Alpha Bank εκπροσωπείται από έργα των Σπύρου Βασιλείου, Δημητρίου Γαλάνη, Άγγελου Θεοδωρόπουλου, Δημήτρη Γιαννουκάκη, Γιώργου Οικονομίδη, Κώστα Γραμματόπουλου και Μάρκου Ζαβιτζιάνου.
Η συλλογή Γεωργίου Οικονόμου συμμετέχει με έργα των Franz von Stuck, Alfons Walde, Lev Tchistovsky, Anton Peschka, Otto Müller, Otto Rudolf Schatz, Arthur Brusenbauch, Max Beckmann, Jeanne Mammen, Béla Kádár, Jean Metzinger και Erich Metzoldt.
Η συλλογή Χαράλαμπου Λεοντιάδη συμμετέχει με το έργο "Η Παριζιάνα" του Δ. Γαλάνη.
Η γυναικεία μορφή έχει εμπνεύσει καλλιτέχνες όλων των ηλικιών και εθνοτήτων από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η έκθεση “Η Γυναίκα ως Μούσα, 1900-1950” θα παρουσιάσει έργα παγκοσμίως γνωστών καλλιτεχνών του μοντερνισμού, τα οποία απεικονίζουν ποικίλους τρόπους απόδοσης της γυναικείας μορφής και αντικατοπτρίζουν τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής τους. Η γυναίκα απεικονίζεται ως μητέρα, ερωμένη, φίλη ή ως η “εξ’ απορρήτων”. Είναι διαδοχικά περιποιητική, παραπλανητική, επίμονη ή συνωμοτική.
Το Μουσείο Ηρακλειδών ευχαριστεί τις κυρίες:
- Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, δρ. Iστορίας της Τέχνης,
Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
- Ειρήνη Οράτη, Ιστορικό Τέχνης,
Επιμελήτρια της συλλογής Alpha Bank
- Ειρήνη Δημητρακοπούλου, Ιστορικό Τέχνης-Αρχαιολόγο,
Επιμελήτρια της συλλογής Γεωργίου Οικονόμου
για την πολύτιμη συμβολή τους στην επιλογή των έργων και στην προετοιμασία της έκθεσης.
Δευτέρα: κλειστά,
Τρίτη-Σάββατο: 13:00-21:00,
Κυριακή: 11:00-19:00
Photo Gallery
Dame Laura Night, “Τρεις Χάριτες”
Επιμέλεια Έκθεσης: Αλεξάνδρα Van der Staaij
Το Μουσείο Ηρακλειδών θα παρουσιάσει από την 3η Σεπτεμβρίου 2010 έως την 21η Νοεμβρίου 2010 την έκθεση με τίτλο: "Η Γυναίκα ως Μούσα, 1900-1950". Θα εκτεθούν περί τα ενενήντα (90) έργα επί χάρτου - υδατογραφίες, χαρακτικά και σχέδια - της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ού αιώνα, Ευρωπαίων καλλιτεχνών (συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων) από τη συλλογή του Μουσείου Ηρακλειδών, της Εθνικής Πινακοθήκης, της συλλογής Alpha Bank καθώς επίσης και από τις συλλογές των ιδιωτών Γεωργίου Οικονόμου και Χαράλαμπου Λεοντιάδη.
Αναλυτικότερα:
Από τη συλλογή του Μουσείου Ηρακλειδών παρουσιάζονται έργα των Pablo Picasso, Salvador Dali, Henri Matisse, Aristide Maillol, Henri de Toulouse-Lautrec, Paul Landacre, Dame Laura Knight, Theophile-Alexandre Steinlen και Childe Hassam.
Από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης φιλοξενούνται έργα των Pierre Bonnard, Henri Matisse, Gustav Klimt, Pablo Picasso, Egon Schiele, Jules Pascin, Γιάννη Μόραλη, Γιώργη Βαρλάμου, Γιώργου Οικονομίδη, Μάρκου Ζαβιτζιάνου, Εμμανουήλ Ζέπου, Δημητρίου Γαλάνη, Αλέξανδρου Κορογιαννάκη, Δημήτρη Γιαννουκάκη, Γιάννη Κεφαλληνού, Κώστα Γραμματόπουλου και Άγγελου Θεοδωρόπουλου.
Η συλλογή της Alpha Bank εκπροσωπείται από έργα των Σπύρου Βασιλείου, Δημητρίου Γαλάνη, Άγγελου Θεοδωρόπουλου, Δημήτρη Γιαννουκάκη, Γιώργου Οικονομίδη, Κώστα Γραμματόπουλου και Μάρκου Ζαβιτζιάνου.
Η συλλογή Γεωργίου Οικονόμου συμμετέχει με έργα των Franz von Stuck, Alfons Walde, Lev Tchistovsky, Anton Peschka, Otto Müller, Otto Rudolf Schatz, Arthur Brusenbauch, Max Beckmann, Jeanne Mammen, Béla Kádár, Jean Metzinger και Erich Metzoldt.
Η συλλογή Χαράλαμπου Λεοντιάδη συμμετέχει με το έργο "Η Παριζιάνα" του Δ. Γαλάνη.
Η γυναικεία μορφή έχει εμπνεύσει καλλιτέχνες όλων των ηλικιών και εθνοτήτων από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η έκθεση “Η Γυναίκα ως Μούσα, 1900-1950” θα παρουσιάσει έργα παγκοσμίως γνωστών καλλιτεχνών του μοντερνισμού, τα οποία απεικονίζουν ποικίλους τρόπους απόδοσης της γυναικείας μορφής και αντικατοπτρίζουν τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής τους. Η γυναίκα απεικονίζεται ως μητέρα, ερωμένη, φίλη ή ως η “εξ’ απορρήτων”. Είναι διαδοχικά περιποιητική, παραπλανητική, επίμονη ή συνωμοτική.
Το Μουσείο Ηρακλειδών ευχαριστεί τις κυρίες:
- Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, δρ. Iστορίας της Τέχνης,
Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
- Ειρήνη Οράτη, Ιστορικό Τέχνης,
Επιμελήτρια της συλλογής Alpha Bank
- Ειρήνη Δημητρακοπούλου, Ιστορικό Τέχνης-Αρχαιολόγο,
Επιμελήτρια της συλλογής Γεωργίου Οικονόμου
για την πολύτιμη συμβολή τους στην επιλογή των έργων και στην προετοιμασία της έκθεσης.
Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010
Ο Άγιος των ημερών
Time is on my side, Rolling stones
Όποιος τον χρόνο ανακαλύπτει πάλι είναι ένας άγιος του καιρού του
Όταν ο χρόνος παύει τα ρόλογια σταματούν να μετράνε τις στιγμές
Κι οι στιγμές μεμιάς διαστέλλονται ανοίγουν
Ατενίζουν με δέος την αιωνιότητα καθισμένες κάτω από τα κασώματα
Ελεύθερα φοβισμένες.
Του ρυθμού ο χρόνος και ο χρόνος του ρυθμού είναι η φθορά
Τι θα γινόταν αν όλοι ανάβαν την ίδια στιγμή ένα τσιγάρο με σπίρτα
Πως του χρόνου ο μάταιος ρυθμός θα κώπαζε
Κι εσύ μες της στιγμής την ιερότητα και στο σανίδι του θεατρικού εγώ σου
Τον χρόνο θα ανακάλυπτες πάλι
Θα γινόσουν ο άγιος των ημερών σου...............................................................................................................................................(σιωπή 2 λεπτών για να σπάσω το μένος του ρυθμού για να νιώσω το βάρος του χρόνου, την ποιητική σιωπή)
Όλα κερδίζονται στη σιωπή και στο χαμένο χρόνο
Τόση υπερβολή για ένα τέχνασμα για μία επινόηση
Τόση λατρεία για ένα ψέμα ένα κατασκεύασμα
Όλοι ανάβοντας κεράκια στο έλεος του
Όλοι κεράκια ιδρωμένα κάτω από το φως του
Ας είναι
Ανάβω ένα σπίρτο ενώ μου μιλάς
Ανάβω ένα τσιγάρο με σπίρτο την ώρα που όλοι μου μιλάτε
Εγώ δεν σας ακούω
Είμαι ο άγιος εκείνης της στιγμής
Για μένα εκείνη τη στιγμή υπάρχει Αυτό
Το σοβαρό για σένα είναι σοβαρό
Εγώ ανακαλύπτω το κενό
Χαλαρώνω τον ρυθμό την ταραχή σου στο χαλινάρι μου την έχω
Ασκητεύω Μαθητεύω στο κενό
Η σιωπή του χρόνου η παύση του ρυθμού είναι Θάνατος καλός
Ναι υπάρχει κι αυτός και καλό θα είναι να τον συνηθίζεις
Τα μεγάλα που λέγονται ή γίνονται έχουν μέσα τους ένα Θάνατο καλό
Έχουν τα αίματα από του χρόνου το μακελειό
Είναι τότε που κι η φύση σε συμβουλεύει μα δεν την ακούς δε βλέπεις
Αποτινάζει από πάνω τις ομορφιές ντύνεται άσχημη τα χρώματα σκουραίνει
Έως ότου νέοι σπόροι να βλαστήσουν
Και τούτοι οι νέοι σπόροι περικλείουν ένα Θάνατο καλό.
Και τώρα θα σπάσω τον ρυθμό
Σωπαίνω. ..Αυτό ήταν.....
Από την έμπνευσή μου θα προσπαθήσω πάλι να σωθώ.
[moth-man].
Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010
Οι Σελίδες του Καπνού
Ο ποιητής Νίκος Καρούζος, πείσμων εξερευνητής του αινιγματικού χώρου που λέγεται στήθος, και μανιώδης καπνιστής (Γκολουάζ και Καρέλια Αγρινίου άφιλτρα), δεν άφησε τα τσιγάρα μακριά από τα ποιήματά του: «Μ' ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε/ κατεύθυνση» («Ο χρόνος κακοποιός», Τα Ποιήματα, δεύτερος τόμος, εκδ. Ικαρος). Ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, θρηνώντας για τον αφανισμό του δανδισμού σε μιαν ολοένα και πιο υλόφρονη και ωφελιμιστική κοινωνία, θα καταφύγει στα θέλγητρα του καπνίζειν προκειμένου να διαλαλήσει την περιφρόνησή του προς τη σκλήρυνση μιας τέτοιας οργάνωσης του υπάρχειν. Μάλιστα, θα μιλήσει για το τσιγάρο ως εάν να ήταν μια παθιασμένα ποθητή γυναίκα, μια θεσπέσια θριαμβεύουσα ερωμένη: «Με μια λέξη», γράφει, «όλοι θέλουν τα πάντα• ωστόσο, το τσιγάρο, που είναι η πιο αγέρωχη, η πιο θελκτική, η πιο απαιτητική, η πιο αγαπημένη, η πιο ραφινάτη των ερωμένων, δεν ανέχεται τίποτα που να μην είναι αυτή, και με τίποτα δεν συμβιβάζεται• εμπνέει ένα πάθος, η ερωμένη αυτή, που είναι απόλυτο, αποκλειστικό, λυσσαλέο σαν τη χαρτοπαιξία ή το διάβασμα».
Ομότεχνος του Καρούζου, του Μπανβίλ και του Μποντλέρ, ο συμβολιστής ποιητής Ζιλ Λαφόργκ θα δημοσιεύσει ένα σονέτο για τα τσιγάρα το 1880 - την εποχή που αυτά είχαν παγκοσμιοποιηθεί και ανήκαν πλέον σε όλους «χάρη στην επίδραση που είχε ο Πόλεμος της Κριμαίας στους Γάλλους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν εθιστεί σ' αυτή την ακαταμάχητη απόλαυση από τους εχθρούς τους, τους Τούρκους, καθώς και χάρη στην επιρροή απόλυτων καπνιστών, όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης και η Γεωργία Σάνδη, που κάπνιζαν πάνω από πενήντα τσιγάρα την ημέρα» (Ρίτσαρντ Κλάιν, «Τα Τσιγάρα είναι Θεσπέσια», μτφ. Γ.Ι.Μ., εκδ. Οξύ). Γράφει ο Λαφόργκ:
«Ναι, αφόρητα πεζός και βαρετός αυτός ο κόσμος - κι όσο για τον άλλον, κουραφέξαλα!
Εγώ αποτραβιέμαι, στη μοίρα μου αφήνομαι χωρίς καμιάν ελπίδα.
Και τον καιρό για να σκοτώνω, προσμένοντας το θάνατο,
Καπνίζω τσιγάρα λυγερά που ο καπνός τους μπαίνει στη μύτη των θεών.
Εμπρός, σεις ζωντανοί, στη μάχη, άμοιροι του αύριο σκελετοί
Ρίχνομαι στην άπειρη έκσταση εγώ, γαλαζωπών μαιάνδρων
Που στριφογυριστά στον ουρανό ανεβαίνουν κι εμένα με κοιμίζουν
Σαν από μύρια θυμιατήρια αρώματα που σβήνουν.
Αν ο Λαφόργκ μίλησε έτσι για το τσιγάρο, ο Στεφάν Μαλαρμέ θα εκθειάσει, επίσης με ένα ποίημα, ένα σονέτο, το πούρο - λεπταίσθητος καθώς ήταν, δεν θέλησε (καίτοι φανατικός καπνιστής σιγαρέτων) να επιδοθεί σε ομοιοκαταληξίες με το cigar -ette. Ο καπνός είναι και εδώ παρών, όπως παρούσα είναι και η ουσία του καπνίζειν, δηλαδή η εξοικείωση με τη φθορά, με την αναπότρεπτη παρέλευση του χρόνου:
Η ψυχή μας όλη συναγμένη
Σαν την εκπνέουμε αργά
Σε καπνού κάμποσα δαχτυλίδια
Σ' άλλα δαχτυλίδια αφανισμένα
Τούτο ένα πούρο μαρτυρά
Που καίγεται σταθερά, μόνον ενώ
Χωρίζεται η στάχτη ξαφνικά
Απ' το λαμπρό φλογάτο της φιλί.
Αλλού, ο Μαλαρμέ θα επιχειρήσει μια διάκριση ανάμεσα στα τσιγάρα και στο κάπνισμα ταμπάκου με πίπα, κατανέμοντας τα πρώτα στις θερινές και το δεύτερο στις χειμερινές του δραστηριότητες. Ιδού: «Χθες, βρήκα την πίπα μου καθώς ονειρευόμουν ένα παρατεταμένο βράδυ δουλειάς, όμορφης χειμερινής δουλειάς. Τα τσιγάρα, με όλες τις άλλες παιδιάστικες χαρές του θέρους, απορριγμένα είναι πια στο παρελθόν που φωτίζει τα γαλάζια φύλλα του ήλιου, και ξαναγυρίζω τώρα στη σοβαρή μου πίπα, όντας πάλι ένας σοβαρός άντρας που θέλει, προκειμένου να εργάζεται πιο καλά, να καπνίζει για ώρα πολλή ανεμπόδιστα».
Ο Σαρτρ, επίσης, θα συνδυάσει το καπνίζειν με το γράφειν - καίτοι το κάπνισμα είναι μια δραστηριότητα που αγγίζει την άρνησή της, είναι μία από τις τέρψης της τεμπελιάς, είναι μια σχεδόν μη-δράση, είναι δύσκολο να διανοηθούμε κάποιον συγγραφέα μη καπνιστή. Ο φιλόσοφος θα χαρακτηρίσει το καπνίζειν «οικειοποιητική καταστροφική αντίδραση», «μικρή αποτεφρωτική θυσία» και «θυσιαστική τελετουργία», ενώ το τσιγάρο ή την πίπα του «μικρού θερμαντήρα ανάμεσα στα δάχτυλα». Αφηγούμενος το πώς κάπνιζε ενόσω ατένιζε ένα τοπίο, εκδιπλώνει σκέψεις που συνδέουν το κάπνισμα με τη δεξίωσή μας ολόκληρου του κόσμου και με τη στάση μας απέναντι σε τούτη τη δεξίωση: «Μέσω του ταμπάκου που κάπνιζα ήταν ο κόσμος όλος που καιγόταν, που καπνιζόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό, προκειμένου και πάλι να εισαχθεί εντός μου. Για να τηρήσω την απόφασή μου να κόψω το κάπνισμα, όφειλα να κατορθώσω ένα είδος απο-κρυστάλλωσης - δηλαδή, χωρίς να το συνειδητοποιήσω επακριβώς, περιόρισα τον καπνό στο καθεαυτό είναι του: σε ένα φύλλο που καίγεται. Εκοψα τους συμβολικούς δεσμούς μου με τον κόσμο, έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν θα έχανα τίποτε από το θέατρο, από το τοπίο, από το βιβλίο που μελετούσα εάν τα αντιμετώπιζα χωρίς την πίπα μου - κατέληξα, δηλαδή, στο ότι πρέπει να έχω άλλους τρόπους κατοχής αυτών των αντικειμένων και όχι μέσω εκείνης της θυσιαστικής τελετουργίας».
Ετσι, ο Σαρτρ αποπειράθηκε να κόψει το κάπνισμα. Ματαίως! Οπως και ο Σάμιουελ Μπέκετ, έτσι και αυτός κάπνιζε έως τις τελευταίες ημέρες και νύχτες της ζωής του. Σε μια συνένετυξή του, στο ευρωπαϊκό Newsweek, ο Σαρτρ, ερωτώμενος ποιο ήταν το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του, θα απαντήσει ανενδοιάστως: «Δεν ξέρω. Τα πάντα. Το να ζω. Το να καπνίζω». Λίγο περισσότερο χιουμορίστας, ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν θα μας προσφέρει την αθάνατη ρήση: «Σας ορκίζομαι, είμαι αθώος. Συγχέετε την κόρη του ματιού μου με τη φωτιά του τσιγάρου μου». Ο άλλος υπερρεαλιστής Ανδρέας, ο Εμπειρίκος, δεν θα πάψει να καπνίζει και να φωτογραφίζεται κρατώντας με ανυπέρβλητη κομψότητα (παρεμπιπτόντως, μονάχα ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης τη συναγωνίζεται) το τσιγάρο του.
Το κάπνισμα είναι σχεδόν αναπόσπαστο στοιχείο της πνευματικής δημιουργίας, καλλιτεχνικής είτε φιλοσοφικής. Το κάπνισμα είναι ένα είδος παρηγορίας. Οι ποιητές και οι συγγραφείς ξέρουν τι σημαίνει να παρηγορείς και να σε παρηγορούν. Ξέρουν τι σημαίνει χρόνος, τι σημαίνει συνεχής εγγύτητα με τη ματαίωση και με το θάνατο, ξέρουν να βρίσκουν τρόπους ξεγελάσματος αυτών των άτεγκτων βεβαιοτήτων. Η Ανί Λεκλέρ θα φτάσει, μάλιστα, στο σημείο να αποφανθεί: «Το τσιγάρο είναι η προσευχή των καιρών μας» («Πυρογραφίες», μτφ. Ελένη Βέλτσου, εκδ. Καστανιώτης).
Στο ίδιο βιβλίο, η Λεκλέρ θα επιχειρήσει μια ταξινόμηση των τσιγάρων: «Θυμάμαι τώρα τη γεύση εκείνου του τσιγάρου, την αχρεία, ωμή γεύση του ψέματος. Δεν είναι ανώδυνο τσιγάρο. Πόσες ταινίες θα χάσουν τη γοητεία τους, πόσοι ήρωες την ένταση που προκαλούν, αν τους πάρεις το τσιγάρο από το στόμα. Είναι το τσιγάρο "Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ". Είναι το τσιγάρο του μπάτσου, του δημοσιογράφου, του κακού• το τσιγάρο κάποιου που είναι στα κόλπα, κάποιου ψυλλιασμένου. Είναι το τσιγάρο του πολιτικού, του επιστήμονα, του αγωνιστή, είτε άντρας είναι είτε γυναίκα. Είναι πάντα το τσιγάρο του στρατιωτικού, του αποικιοκράτη, του ιμπεριαλιστή. Είναι το φάντασμα μιας εξουσίας που την ποθείς, που φιλοδοξείς να την κάνεις δική σου, που καπνίζεται τόσο πολύ ώστε καταλήγει να πάρει σχήμα και μορφή, να γίνει στερεό». Και αλλού, προς το τέλος του βιβλίου της, θα μιλήσει για τη σχέση του αέρα με τον καπνό, του τσιγάρου με την ανάσα, όπως συμπλέκονται - σαν εχθρικές πραγματικότητες, θανάσιμα εχθρικές θα μπορούσαμε να πούμε - στο ίδιο μας το κορμί: «Αέρας, Air». Θαρρείς κι είχε λησμονηθεί ακόμα και η λέξη αυτή. Η μικρή παράξενη λέξη. Μια έωλη λέξη, ξέχωρη από τις άλλες λέξεις, αποτραβηγμένη. Μια δροσερή λέξη, εναρκτήρια, ημιτελής, που αχνοφαίνεται μονάχη της ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο, μια τόσο ανάλαφρη λέξη, τη λες, την προφέρεις κι είναι κιόλας στον αέρα. Μια πουπουλένια λέξη. Μια λέξη σαν πουλί. Αέρας... Δεν κάπνιζα άραγε για να επανορθώσω τούτη τη λησμοσύνη, για να θυμίσω στον εαυτό μου τον αέρα, το λαρύγγι, τα πνευμόνια; Δεν κάπνιζα για να περάσει μέσα μου, για να κυκλοφορήσει εντός μου και να ανταλλαγεί; Δεν είναι πάντα διασκεδαστικό να είσαι ο εαυτός σου. Να είσαι μονάχος, μοναδικός, απομονωμένος. Πρέπει να έχω καπνίσει για να πασχίσω ν' ανοίξω το κέλυφος, ν' ανοίξω διάπλατα το βαρύ, δυσβάσταχτο δισάκι των αισθημάτων, της τροφής, των σκέψεων. Να καπνίσω για ν' αποπειραθώ, ξανά και ξανά, μιαν έξοδο από τούτο τον εαυτό-δοχείο, τον εαυτό-σκουπιδοντενεκέ, τον εαυτό-ναό. Να σηκώσω το καπάκι της πνιγηρής επαναληπτικότητας. Να καπνίσω για να περάσω στην άλλη όχθη. Και ν' ανασάνω πέρα ακόμη κι απ' την ανάσα».
Ο Ρίτσαρντ Κλάιν, ο οποίος, προκειμένου να κόψει επιτέλους το κάπνισμα, στρώθηκε κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο στο οποίο εγκωμιάζει ποικιλοτρόπως τα τσιγάρα, τα πούρα και το ταμπάκο, θα εξάρει τη σημασία του καπνίζειν ως τρόπου κατευνασμού της αγωνίας, της αναμονής, του φόβου. Ακόμη, σχολιάζοντας ένα μικρό ποίημα του Τσαρλς Φ. Λούμις (το «My Cigarette»), θα αποτολμήσει πυκνές σκέψεις για τα «μαγικά ραβδιά», τα τσιγάρα: «Τα τσιγάρα είναι πύρινα ραβδιά, με τα οποία μπορείς να καλέσεις το μέλλον και να το διευθύνεις• είναι λεπτοί, λευκοί προωθητήρες της προβλεπτικής σκέψης και των δημιουργικών υποθέσεων, όργανα εκστατικής προβολής μακριά από το παρόν σε έναν χρόνο μέλλοντα όπου το παρόν παύει, για μια στιγμή, να υπάρχει. Η μαγεία τους αντλείται ίσως από την ικανότητά τους να ημερεύουν την αγωνία που προκαλείται από τη σκέψη του μέλλοντος. Σου επιτρέπουν ήρεμα να προβάλεις τον εαυτό σου σε πιθανούς μελλοντικούς κόσμους που ενδέχεται ποτέ να μην υπάρξουν αλλά, όσο διαρκεί ένα τσιγάρο, είναι εκεί, είναι παρόντες - περισσότερο οικείοι από όσο η παρούσα στιγμή. Οι καπνιστές, όταν παίζουν σκάκι ή γράφουν ερωτικές κάρτες, καπνίζουν αδιάκοπα• το ίδιο και οι δημοσιογράφοι και οι ηθοποιοί στα παρασκήνια».
Τι άλλο μπορεί να είναι ένα τσιγάρο; Ας θυμηθώ μια παλιά απάντησή μου, πάνε χρόνια. Τι είναι το τσιγάρο, λοιπόν; Και τι δεν είναι; Οσα τα τσιγάρα τόσες και οι χρήσεις ή οι αντιχρήσεις τους. Κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη, μας θυμίζει αδυσώπητα ο Τζέιμς Τζόις, κι αν δεν πίνεις, αν δεν τρως, αν δεν ερωτεύεσαι, αν δεν γράφεις, κι αν δεν καπνίζεις, πώς, άνθρωπος πράμα, ν' αντιμετωπίσεις μια τέτοια συντριπτική σκληρότητα; Μνεία θανάτου, αλλά και τάνυσμα της ζωής, στοίχημα αδιάκοπο με τα όριά μας, αλλά και αγέρωχο ξόδεμα, παιγνιώδης σπατάλη, το τσιγάρο βοηθάει το homo-χώμα να διασκορπίζει το «καταραμένο απόθεμα», το άχθος της παραπανήσιας υγείας που καταντάει, ενίοτε, ανυπόφορη μπροστά στο απόλυτο μαύρο του θανάτου. Το τσιγάρο, όπως και ο αχώριστος σύντροφός του, το ποτό, μας εμβολιάζει με μικρές δόσεις θανάτου, κάνει το θάνατο ορατό, όπως θα έλεγε κι ο Νίκος Καρούζος, ώστε να τον αντέχουμε προκαλώντας τον, να τον προκαλούμε πριν μας προκαλέσει, να φθείρουμε εν τέλει εμείς πρώτοι την απόγνωση της αμετάκλητης φθοράς. Το τσιγάρο είναι αυτό το τέχνασμα, αυτή η «φάμπρικα» που βρήκαμε για να «χαλάμε το χρόνο», με ένα είδος απολαυσιακής αυθάδειας μάλιστα, προτού ο χρόνος χαλάσει εμάς. Με όπλο το τσιγάρο, δίνουμε μάχες ενάντια στο χρόνο, επιμηκύνουμε τα δευτερόλεπτα, υψώνουμε ένα προπέτασμα καπνού για να προφυλαχτούμε από το καταδικαστικό βλέμμα της Ειμαρμένης. «Η στάχτη είναι το αντίο του τσιγάρου», συνόψισε αποφθεγματικά ο Ραμόν Γκομέθ ντε λα Σέρνα, και η ζωή μας είναι ένα γαϊτανάκι από μικρά και μεγάλα αντίο που το τσιγάρο τα κάνει λιγότερο οδυνηρά.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
[Δημοσιευμένο πριν από δέκα χρόνια στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας]
Ο ποιητής Νίκος Καρούζος, πείσμων εξερευνητής του αινιγματικού χώρου που λέγεται στήθος, και μανιώδης καπνιστής (Γκολουάζ και Καρέλια Αγρινίου άφιλτρα), δεν άφησε τα τσιγάρα μακριά από τα ποιήματά του: «Μ' ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε/ κατεύθυνση» («Ο χρόνος κακοποιός», Τα Ποιήματα, δεύτερος τόμος, εκδ. Ικαρος). Ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, θρηνώντας για τον αφανισμό του δανδισμού σε μιαν ολοένα και πιο υλόφρονη και ωφελιμιστική κοινωνία, θα καταφύγει στα θέλγητρα του καπνίζειν προκειμένου να διαλαλήσει την περιφρόνησή του προς τη σκλήρυνση μιας τέτοιας οργάνωσης του υπάρχειν. Μάλιστα, θα μιλήσει για το τσιγάρο ως εάν να ήταν μια παθιασμένα ποθητή γυναίκα, μια θεσπέσια θριαμβεύουσα ερωμένη: «Με μια λέξη», γράφει, «όλοι θέλουν τα πάντα• ωστόσο, το τσιγάρο, που είναι η πιο αγέρωχη, η πιο θελκτική, η πιο απαιτητική, η πιο αγαπημένη, η πιο ραφινάτη των ερωμένων, δεν ανέχεται τίποτα που να μην είναι αυτή, και με τίποτα δεν συμβιβάζεται• εμπνέει ένα πάθος, η ερωμένη αυτή, που είναι απόλυτο, αποκλειστικό, λυσσαλέο σαν τη χαρτοπαιξία ή το διάβασμα».
Ομότεχνος του Καρούζου, του Μπανβίλ και του Μποντλέρ, ο συμβολιστής ποιητής Ζιλ Λαφόργκ θα δημοσιεύσει ένα σονέτο για τα τσιγάρα το 1880 - την εποχή που αυτά είχαν παγκοσμιοποιηθεί και ανήκαν πλέον σε όλους «χάρη στην επίδραση που είχε ο Πόλεμος της Κριμαίας στους Γάλλους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν εθιστεί σ' αυτή την ακαταμάχητη απόλαυση από τους εχθρούς τους, τους Τούρκους, καθώς και χάρη στην επιρροή απόλυτων καπνιστών, όπως ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης και η Γεωργία Σάνδη, που κάπνιζαν πάνω από πενήντα τσιγάρα την ημέρα» (Ρίτσαρντ Κλάιν, «Τα Τσιγάρα είναι Θεσπέσια», μτφ. Γ.Ι.Μ., εκδ. Οξύ). Γράφει ο Λαφόργκ:
«Ναι, αφόρητα πεζός και βαρετός αυτός ο κόσμος - κι όσο για τον άλλον, κουραφέξαλα!
Εγώ αποτραβιέμαι, στη μοίρα μου αφήνομαι χωρίς καμιάν ελπίδα.
Και τον καιρό για να σκοτώνω, προσμένοντας το θάνατο,
Καπνίζω τσιγάρα λυγερά που ο καπνός τους μπαίνει στη μύτη των θεών.
Εμπρός, σεις ζωντανοί, στη μάχη, άμοιροι του αύριο σκελετοί
Ρίχνομαι στην άπειρη έκσταση εγώ, γαλαζωπών μαιάνδρων
Που στριφογυριστά στον ουρανό ανεβαίνουν κι εμένα με κοιμίζουν
Σαν από μύρια θυμιατήρια αρώματα που σβήνουν.
Αν ο Λαφόργκ μίλησε έτσι για το τσιγάρο, ο Στεφάν Μαλαρμέ θα εκθειάσει, επίσης με ένα ποίημα, ένα σονέτο, το πούρο - λεπταίσθητος καθώς ήταν, δεν θέλησε (καίτοι φανατικός καπνιστής σιγαρέτων) να επιδοθεί σε ομοιοκαταληξίες με το cigar -ette. Ο καπνός είναι και εδώ παρών, όπως παρούσα είναι και η ουσία του καπνίζειν, δηλαδή η εξοικείωση με τη φθορά, με την αναπότρεπτη παρέλευση του χρόνου:
Η ψυχή μας όλη συναγμένη
Σαν την εκπνέουμε αργά
Σε καπνού κάμποσα δαχτυλίδια
Σ' άλλα δαχτυλίδια αφανισμένα
Τούτο ένα πούρο μαρτυρά
Που καίγεται σταθερά, μόνον ενώ
Χωρίζεται η στάχτη ξαφνικά
Απ' το λαμπρό φλογάτο της φιλί.
Αλλού, ο Μαλαρμέ θα επιχειρήσει μια διάκριση ανάμεσα στα τσιγάρα και στο κάπνισμα ταμπάκου με πίπα, κατανέμοντας τα πρώτα στις θερινές και το δεύτερο στις χειμερινές του δραστηριότητες. Ιδού: «Χθες, βρήκα την πίπα μου καθώς ονειρευόμουν ένα παρατεταμένο βράδυ δουλειάς, όμορφης χειμερινής δουλειάς. Τα τσιγάρα, με όλες τις άλλες παιδιάστικες χαρές του θέρους, απορριγμένα είναι πια στο παρελθόν που φωτίζει τα γαλάζια φύλλα του ήλιου, και ξαναγυρίζω τώρα στη σοβαρή μου πίπα, όντας πάλι ένας σοβαρός άντρας που θέλει, προκειμένου να εργάζεται πιο καλά, να καπνίζει για ώρα πολλή ανεμπόδιστα».
Ο Σαρτρ, επίσης, θα συνδυάσει το καπνίζειν με το γράφειν - καίτοι το κάπνισμα είναι μια δραστηριότητα που αγγίζει την άρνησή της, είναι μία από τις τέρψης της τεμπελιάς, είναι μια σχεδόν μη-δράση, είναι δύσκολο να διανοηθούμε κάποιον συγγραφέα μη καπνιστή. Ο φιλόσοφος θα χαρακτηρίσει το καπνίζειν «οικειοποιητική καταστροφική αντίδραση», «μικρή αποτεφρωτική θυσία» και «θυσιαστική τελετουργία», ενώ το τσιγάρο ή την πίπα του «μικρού θερμαντήρα ανάμεσα στα δάχτυλα». Αφηγούμενος το πώς κάπνιζε ενόσω ατένιζε ένα τοπίο, εκδιπλώνει σκέψεις που συνδέουν το κάπνισμα με τη δεξίωσή μας ολόκληρου του κόσμου και με τη στάση μας απέναντι σε τούτη τη δεξίωση: «Μέσω του ταμπάκου που κάπνιζα ήταν ο κόσμος όλος που καιγόταν, που καπνιζόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό, προκειμένου και πάλι να εισαχθεί εντός μου. Για να τηρήσω την απόφασή μου να κόψω το κάπνισμα, όφειλα να κατορθώσω ένα είδος απο-κρυστάλλωσης - δηλαδή, χωρίς να το συνειδητοποιήσω επακριβώς, περιόρισα τον καπνό στο καθεαυτό είναι του: σε ένα φύλλο που καίγεται. Εκοψα τους συμβολικούς δεσμούς μου με τον κόσμο, έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν θα έχανα τίποτε από το θέατρο, από το τοπίο, από το βιβλίο που μελετούσα εάν τα αντιμετώπιζα χωρίς την πίπα μου - κατέληξα, δηλαδή, στο ότι πρέπει να έχω άλλους τρόπους κατοχής αυτών των αντικειμένων και όχι μέσω εκείνης της θυσιαστικής τελετουργίας».
Ετσι, ο Σαρτρ αποπειράθηκε να κόψει το κάπνισμα. Ματαίως! Οπως και ο Σάμιουελ Μπέκετ, έτσι και αυτός κάπνιζε έως τις τελευταίες ημέρες και νύχτες της ζωής του. Σε μια συνένετυξή του, στο ευρωπαϊκό Newsweek, ο Σαρτρ, ερωτώμενος ποιο ήταν το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του, θα απαντήσει ανενδοιάστως: «Δεν ξέρω. Τα πάντα. Το να ζω. Το να καπνίζω». Λίγο περισσότερο χιουμορίστας, ο υπερρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν θα μας προσφέρει την αθάνατη ρήση: «Σας ορκίζομαι, είμαι αθώος. Συγχέετε την κόρη του ματιού μου με τη φωτιά του τσιγάρου μου». Ο άλλος υπερρεαλιστής Ανδρέας, ο Εμπειρίκος, δεν θα πάψει να καπνίζει και να φωτογραφίζεται κρατώντας με ανυπέρβλητη κομψότητα (παρεμπιπτόντως, μονάχα ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης τη συναγωνίζεται) το τσιγάρο του.
Το κάπνισμα είναι σχεδόν αναπόσπαστο στοιχείο της πνευματικής δημιουργίας, καλλιτεχνικής είτε φιλοσοφικής. Το κάπνισμα είναι ένα είδος παρηγορίας. Οι ποιητές και οι συγγραφείς ξέρουν τι σημαίνει να παρηγορείς και να σε παρηγορούν. Ξέρουν τι σημαίνει χρόνος, τι σημαίνει συνεχής εγγύτητα με τη ματαίωση και με το θάνατο, ξέρουν να βρίσκουν τρόπους ξεγελάσματος αυτών των άτεγκτων βεβαιοτήτων. Η Ανί Λεκλέρ θα φτάσει, μάλιστα, στο σημείο να αποφανθεί: «Το τσιγάρο είναι η προσευχή των καιρών μας» («Πυρογραφίες», μτφ. Ελένη Βέλτσου, εκδ. Καστανιώτης).
Στο ίδιο βιβλίο, η Λεκλέρ θα επιχειρήσει μια ταξινόμηση των τσιγάρων: «Θυμάμαι τώρα τη γεύση εκείνου του τσιγάρου, την αχρεία, ωμή γεύση του ψέματος. Δεν είναι ανώδυνο τσιγάρο. Πόσες ταινίες θα χάσουν τη γοητεία τους, πόσοι ήρωες την ένταση που προκαλούν, αν τους πάρεις το τσιγάρο από το στόμα. Είναι το τσιγάρο "Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ". Είναι το τσιγάρο του μπάτσου, του δημοσιογράφου, του κακού• το τσιγάρο κάποιου που είναι στα κόλπα, κάποιου ψυλλιασμένου. Είναι το τσιγάρο του πολιτικού, του επιστήμονα, του αγωνιστή, είτε άντρας είναι είτε γυναίκα. Είναι πάντα το τσιγάρο του στρατιωτικού, του αποικιοκράτη, του ιμπεριαλιστή. Είναι το φάντασμα μιας εξουσίας που την ποθείς, που φιλοδοξείς να την κάνεις δική σου, που καπνίζεται τόσο πολύ ώστε καταλήγει να πάρει σχήμα και μορφή, να γίνει στερεό». Και αλλού, προς το τέλος του βιβλίου της, θα μιλήσει για τη σχέση του αέρα με τον καπνό, του τσιγάρου με την ανάσα, όπως συμπλέκονται - σαν εχθρικές πραγματικότητες, θανάσιμα εχθρικές θα μπορούσαμε να πούμε - στο ίδιο μας το κορμί: «Αέρας, Air». Θαρρείς κι είχε λησμονηθεί ακόμα και η λέξη αυτή. Η μικρή παράξενη λέξη. Μια έωλη λέξη, ξέχωρη από τις άλλες λέξεις, αποτραβηγμένη. Μια δροσερή λέξη, εναρκτήρια, ημιτελής, που αχνοφαίνεται μονάχη της ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο, μια τόσο ανάλαφρη λέξη, τη λες, την προφέρεις κι είναι κιόλας στον αέρα. Μια πουπουλένια λέξη. Μια λέξη σαν πουλί. Αέρας... Δεν κάπνιζα άραγε για να επανορθώσω τούτη τη λησμοσύνη, για να θυμίσω στον εαυτό μου τον αέρα, το λαρύγγι, τα πνευμόνια; Δεν κάπνιζα για να περάσει μέσα μου, για να κυκλοφορήσει εντός μου και να ανταλλαγεί; Δεν είναι πάντα διασκεδαστικό να είσαι ο εαυτός σου. Να είσαι μονάχος, μοναδικός, απομονωμένος. Πρέπει να έχω καπνίσει για να πασχίσω ν' ανοίξω το κέλυφος, ν' ανοίξω διάπλατα το βαρύ, δυσβάσταχτο δισάκι των αισθημάτων, της τροφής, των σκέψεων. Να καπνίσω για ν' αποπειραθώ, ξανά και ξανά, μιαν έξοδο από τούτο τον εαυτό-δοχείο, τον εαυτό-σκουπιδοντενεκέ, τον εαυτό-ναό. Να σηκώσω το καπάκι της πνιγηρής επαναληπτικότητας. Να καπνίσω για να περάσω στην άλλη όχθη. Και ν' ανασάνω πέρα ακόμη κι απ' την ανάσα».
Ο Ρίτσαρντ Κλάιν, ο οποίος, προκειμένου να κόψει επιτέλους το κάπνισμα, στρώθηκε κι έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο στο οποίο εγκωμιάζει ποικιλοτρόπως τα τσιγάρα, τα πούρα και το ταμπάκο, θα εξάρει τη σημασία του καπνίζειν ως τρόπου κατευνασμού της αγωνίας, της αναμονής, του φόβου. Ακόμη, σχολιάζοντας ένα μικρό ποίημα του Τσαρλς Φ. Λούμις (το «My Cigarette»), θα αποτολμήσει πυκνές σκέψεις για τα «μαγικά ραβδιά», τα τσιγάρα: «Τα τσιγάρα είναι πύρινα ραβδιά, με τα οποία μπορείς να καλέσεις το μέλλον και να το διευθύνεις• είναι λεπτοί, λευκοί προωθητήρες της προβλεπτικής σκέψης και των δημιουργικών υποθέσεων, όργανα εκστατικής προβολής μακριά από το παρόν σε έναν χρόνο μέλλοντα όπου το παρόν παύει, για μια στιγμή, να υπάρχει. Η μαγεία τους αντλείται ίσως από την ικανότητά τους να ημερεύουν την αγωνία που προκαλείται από τη σκέψη του μέλλοντος. Σου επιτρέπουν ήρεμα να προβάλεις τον εαυτό σου σε πιθανούς μελλοντικούς κόσμους που ενδέχεται ποτέ να μην υπάρξουν αλλά, όσο διαρκεί ένα τσιγάρο, είναι εκεί, είναι παρόντες - περισσότερο οικείοι από όσο η παρούσα στιγμή. Οι καπνιστές, όταν παίζουν σκάκι ή γράφουν ερωτικές κάρτες, καπνίζουν αδιάκοπα• το ίδιο και οι δημοσιογράφοι και οι ηθοποιοί στα παρασκήνια».
Τι άλλο μπορεί να είναι ένα τσιγάρο; Ας θυμηθώ μια παλιά απάντησή μου, πάνε χρόνια. Τι είναι το τσιγάρο, λοιπόν; Και τι δεν είναι; Οσα τα τσιγάρα τόσες και οι χρήσεις ή οι αντιχρήσεις τους. Κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη, μας θυμίζει αδυσώπητα ο Τζέιμς Τζόις, κι αν δεν πίνεις, αν δεν τρως, αν δεν ερωτεύεσαι, αν δεν γράφεις, κι αν δεν καπνίζεις, πώς, άνθρωπος πράμα, ν' αντιμετωπίσεις μια τέτοια συντριπτική σκληρότητα; Μνεία θανάτου, αλλά και τάνυσμα της ζωής, στοίχημα αδιάκοπο με τα όριά μας, αλλά και αγέρωχο ξόδεμα, παιγνιώδης σπατάλη, το τσιγάρο βοηθάει το homo-χώμα να διασκορπίζει το «καταραμένο απόθεμα», το άχθος της παραπανήσιας υγείας που καταντάει, ενίοτε, ανυπόφορη μπροστά στο απόλυτο μαύρο του θανάτου. Το τσιγάρο, όπως και ο αχώριστος σύντροφός του, το ποτό, μας εμβολιάζει με μικρές δόσεις θανάτου, κάνει το θάνατο ορατό, όπως θα έλεγε κι ο Νίκος Καρούζος, ώστε να τον αντέχουμε προκαλώντας τον, να τον προκαλούμε πριν μας προκαλέσει, να φθείρουμε εν τέλει εμείς πρώτοι την απόγνωση της αμετάκλητης φθοράς. Το τσιγάρο είναι αυτό το τέχνασμα, αυτή η «φάμπρικα» που βρήκαμε για να «χαλάμε το χρόνο», με ένα είδος απολαυσιακής αυθάδειας μάλιστα, προτού ο χρόνος χαλάσει εμάς. Με όπλο το τσιγάρο, δίνουμε μάχες ενάντια στο χρόνο, επιμηκύνουμε τα δευτερόλεπτα, υψώνουμε ένα προπέτασμα καπνού για να προφυλαχτούμε από το καταδικαστικό βλέμμα της Ειμαρμένης. «Η στάχτη είναι το αντίο του τσιγάρου», συνόψισε αποφθεγματικά ο Ραμόν Γκομέθ ντε λα Σέρνα, και η ζωή μας είναι ένα γαϊτανάκι από μικρά και μεγάλα αντίο που το τσιγάρο τα κάνει λιγότερο οδυνηρά.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
[Δημοσιευμένο πριν από δέκα χρόνια στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας]
Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
Της Νύχτας η Πόιηση είναι Της Ποίησης το Φως
Ανδρέας Εμπειρίκος
Στροφές στροφάλων
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο
Ως υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010
Μπουκόβσκι ΙΙ
πράσινο
έχω μεθύσει μπροστά σε σπασμένους καθρέπτες μπάνιου
στις Νότιες πολιτείες του πουθενά
κρατώντας ένα κοφτερό μαχαίρι δίπλα στην φλέβα του λαιμού
και μ’ένα χαμόγελο στο στόμα.
ήταν τότε που έμαθα ότι η θεατρική σκηνή
είναι ένα σπουδαίο υποκατάστατο της
πραγματικότητας
η μόνη διαφορά ανάμεσα στο να κάνεις και
στο να υποκρίνεσαι ότι κάνεις
είναι αυτή η λεπτή γραμμή
της επιλογής μια επιλογή
ανάμεσα στο τίποτα και
το τίποτα.
να ξυπνάς το πρωί, για να
βρεις μια
δουλειά
όπου οι εργάτες έχουν αποδεχθεί τα πάντα
εκτός από το όνειρο της
απόδρασης.
υπήρξαν τόσο πολλά μέρη
σαν αυτό.
ήταν μια δουλεία στη Louisiana
όπου έφευγα κάθε βράδυ
κουρασμένος και άκεφος
για μια ακόμη νύχτα
να γεμίζω ποτήρια και
να κοιτάζω έξω απ’
το παράθυρο και
να σκέπτομαι μια κοπέλα
στη δουλειά
ντυμένη με μια πράσινη φόρμα που δεν της ταίριαζε
που έβριζε συνέχεια για
σχεδόν τα πάντα.
ήθελα μόνο να την πηδήξω
μια φορά και να
φύγω από την
πόλη.
το μόνο που τελικά έκανα ήταν να φύγω από την πόλη,
που σημαίνει ότι διάλεξα ανάμεσα στο
να μείνω στο πουθενά και να
πάω στο πουθενά,
και φαντάζομαι εάν είναι ακόμα ζωντανή
θα βρίζει ακόμη
για κάτι
αλλά δεν κρατάω πια το κοφτερό μαχαίρι
κοντά στη φλέβα του λαιμού-
το τέλος πλησιάζει
από μόνο του.
Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010
Τσαρλς Μπουκόβσκι
Ο ποιητής με τις λέξεις του που πετούσαν σαν τρελαμένα πουλιά
Κι όμως εξακολουθούν να υπάρχουν κι άλλα πράγματα να γράψω μέχρι να με πετάξουν μες στο σκοτάδι… Αυτό είναι το καλό με τις λέξεις, συνεχίζουν να καλπάζουν, γυρεύουν πράγματα, σχηματίζουν προτάσεις, στήνουν χορό.
Μπουκόβσκι
Το πρόσωπό του ήταν ένα ζωντανό γλυπτό. Γεμάτο ουλές. Όπως και η ζωή του ήταν γεμάτη ουλές. Έπαιζε σαν μανιακός στον ιππόδρομο, αλλά αν πόνταρε κάπου τα πάντα ήταν στην αγάπη, στην κατανόηση, και στην ποίηση. Οι εξεγερμένοι νέοι της Αμερικής αλλά κυρίως της Ευρώπης τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν από τους πιο θρυλικούς ήρωές τους. Ήταν ένας άδολος παρίας και έγραψε θαυμάσια ποιήματα και βραχνά πεζογραφήματα για τους άδολους παρίες. «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την Κόλαση», έλεγε και αμέσως μετά κατέφευγε στην πρώτη πρόθυμη αγκαλιά. Του άρεσε να πίνει και να αλητεύει, αλλά του άρεσε εξίσου να συναρπάζεται από τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ, και στους ρυθμούς των μεγάλων κλασικών, του Ντοστογιέφσκι και του Ντ. Χ. Λόρενς, του Έρνεστ «Πάπα» Χέμινγουεϊ και του Λουί Φερντινάν Σελίν, άγρια τα βράδια να χορεύει. Τον είπαν μισάνθρωπο, αλλά η αλήθεια είναι ότι πάντα βρισκόταν με φίλους, ότι πάντα χάριζε ένα πλατύ χαμόγελο σε όσους το αποζητούσαν, απλώς ήξερε να εκφράζει με εκπληκτική διαύγεια τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, τους ανήλιαγους χώρους της ανθρώπινης ψυχής. Τον έλεγαν Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια, στις 9 Μαρτίου του 1994, άφησε για πάντα την αγαπημένη του Πόλη των Αγγέλων, το Λος Άντζελες που το τραγούδησε όσο ο Ζακ Πρεβέρ το Παρίσι, και πήγε να σμίξει με τους αγγέλους τ’ ουρανού που τόσο τους είχε ανάγκη όταν πάλευε με τις κακουχίες και με τα πλήκτρα της παλιάς μαύρης βαριάς του γραφομηχανής, μιας πάντα κλασικής Ρέμινγκτον.
Στην Ελλάδα, η ποίησή του γοητεύει έμπειρους και επιδέξιους μεταφραστές, που συμβαίνει να είναι και οι ίδιοι ποιητές και συγγραφείς. Και μάλιστα, καλοί: Τεό Ρόμβος, Γιώργος Μπλάνας, Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Πίναμε τις λέξεις του, πίνοντας αλλεπάλληλες μπίρες στον αλήστου μνήμης «Μπερντέ», ένα φιλόξενο στέκι, μαγειρείο και ποτάδικο, τίγκα στον καπνό και στις ωραίες φάτσες, όλοι μια παρέα, οχτάωρα και δεκάωρα, συζητώντας παθιασμένα, γράφοντας, τρώγοντας, καβγαδίζοντας, αρχές δεκαετίας του ογδόντα, διακηρύσσοντας με αγέρωχο θράσος ότι είμαστε παιδιά του Μπάροουζ και του Γκίνσμπεργκ, του Κέρουακ και του Χέμινγουεϊ, του Χάμετ και του Τσάντλερ, του Μπρετόν και του Ντεμπόρ, του Μπακούνιν και του Μπουκόβσκι!
Τα χρόνια κύλησαν. Οι αγάπες παρέμειναν. Τώρα, πάλι φουντώνει ο ενθουσιασμός για τον μεγάλο ποιητή της ζωής, για τον άντρα αυτό που έμεινε πιστός στις προσηλώσεις του παλεύοντας γερά με τις λέξεις και τα μυστικά τους, «γυμνάζοντας τη σκέψη σε απογύμνωση», καθώς έλεγε ο Νίκος Καρούζος, τολμώντας να κάνει πετυχημένα μουσική πανδαισία την τραχύτητα, καθάριο λόγο την υπαρξιακή αγωνία, «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» (ω, Ανδρέα Εμπειρίκο!). Η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Γιάννης Λειβαδάς και ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, παρέλαβαν τη σκυτάλη και ανέλαβαν να μας δωρίσουν τις σελίδες του Μπουκόβσκι στα ελληνικά. Τον τελευταίο καιρό απολαμβάνουμε ένα Μπαράζ Μπουκόβσκι: κυκλοφόρησαν δύο ογκώδεις τόμοι, «Η Λάμψη της Αστραπής πίσω από το Βουνό» και «Να περιφέρεσαι στην τρέλα, αναζητώντας τη Λέξη, τον Στίχο, τη Ζωή» (από τη Σώτη Τριανταφύλλου και τις εκδόσεις Ηλέκτρα), ενώ αναμένεται ένας τρίτος σε μετάφραση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου, μια ανθολογία με τίτλο «Ποιήματα» και τα ημερολόγιά του, ανάμεσα στα 1991 και 1993, με τον έξοχο τίτλο «Ο καπετάνιος έχει κόψει αλυσίδα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυτών» (από τον Γιάννη Λειβαδά και τις εκδόσεις Ηριδανός), αλλά και μία εκτενέστατη συνέντευξή του στην Φερνάντα Πιβάνο, με τον επίσης έξοχο τίτλο «Το μόνο που με νοιάζει είναι να ξύνομαι στη μασχάλη» (μετάφραση Λένα Ταχμαζίδου, εκδόσεις Απόπειρα). Ωραίο λεκτικό πανηγύρι, και πολύπτυχη ευκαιρία γνωριμίας του Μπουκόβσκι με μια νέα ανήσυχη γενιά!
Ο ποιητής, γεννημένος στις 16 Αυγούστου του 1920, στο Άντερναχ, βορείως της Φρανκφούρτης, ήταν γιος του Χένρι Μπουκόβσκι, ενός Αμερικανού λοχία πολωνικής καταγωγής, και της Κατερίνας Φεττ, μιας Γερμανίδας ράπτριας. Μεγάλωσε μες στη δυστυχία, τη βία, την απόσταση ανάμεσα στις φιλοδοξίες του πατέρα του και στην σκληρή πραγματικότητα. Στα δεκατρία του, γέμισε με δοθιήνες που πυορροούσαν. Κυκλοφορούσε με επιδέσμους στο πρόσωπο, θύμιζε τέρας από ταινίες τρόμου. Κλείστηκε στον εαυτό του και αναζήτησε παρηγοριά στο διάβασμα. Καταβρόχθισε με πάθος τους ρώσους κλασικούς, τον Τζον ντος Πάσος, τον Σίνκλαιρ Λιούις και άλλους ανατόμους της ανθρώπινης ψυχής. Οι λέξεις, για τον μικρό Τσαρλς, δεν ήσαν ανιαρές, ήσαν ζώντες οργανισμοί που μπορούσαν να ζωντανέψουν το μυαλό του, που όταν τις διάβαζες σ’ έκαναν να νιώσεις τη μαγεία τους, σ’ έκαναν ανθεκτικό στην οδύνη, σου δώριζαν ελπίδα, σε δυνάμωναν ώστε τα πάντα να υπομένεις. Οι λέξεις έγιναν το βάλσαμο αλλά και το όπλο του. Οι λέξεις έγιναν η περιουσία του, η πατρίδα του, το κονάκι και το σύμπαν του. Με τις λέξεις κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες, να υπερβεί την ασχήμια, να δελεάσει δεκάδες γυναίκες, να ψάλλει ό,τι αγάπησε, να πλέξει συγκλονιστικά εγκώμια σε όσους ευγνωμονούσε.
Επιχείρησε να σπουδάσει αλλά τα παράτησε. Ήθελε μονάχα να νιώθει τον αγέρα της ελευθερίας. Κατέφευγε στη Δημοτική βιβλιοθήκη του Λος Άντζελες και αναζητούσε το νέκταρ των λέξεων. Μια μέρα, πήρε από το ράφι ακόμα ένα μυθιστόρημα. Ήταν το «Ρώτα τον Άνεμο» του Τζον Φάντε. Και άλλαξε άρδην η ζωή του. Τέτοια είναι η μαγεία και η δύναμη και η δόξα των λέξεων, όταν τις χειρίζονται οι μεγάλοι εραστές τους, οι ποιητές κι οι συγγραφείς.
Το μυθιστόρημα του Φάντε περιγράφει τη ζωή ενός επίδοξου συγγραφέα, του Αρτούρο Μπαντίνι, που πηγαίνει να ζήσει στο Μπούνκερ Χιλ του Λος Άντζελες αναζητώντας τον έρωτα και τον πλούτο των εμπειριών. Ο Μπουκόβσκι εγκατέλειψε πάλι τα πάντα, πήγε κι αυτός στο Μπούνκερ Χιλ, νοίκιασε μια κάμαρα, έκανε δουλειές του ποδαριού, έπινε στα καπηλειά της περιοχής, και άρχισε να γράφει. Και, συνάμα, να διαμορφώνει ένα εγώ που έμελλε να λάβει μυθικές διαστάσεις. Έκανε παρέα μονάχα με πόρνες, με μπάρμαν, με αλήτες και αποσυνάγωγους, με χαμένα κορμιά, με ξοφλημένους. Άκουγε τις ιστορίες τους, μοιραζόταν ό,τι είχε μαζί τους, τους απαθανάτισε με αγάπη στα μυθιστορήματα, στα διηγήματα, στα ποιήματά του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Μπουκόβσκι έγραφε για τα καλά, έδινε την ψυχή του όσο πιο αγνά και ανεξέλεγκτα μπορούσε, με τα δάχτυλά του να κοπανάνε τα πλήκτρα της Ρέμινγκτον και το ραδιόφωνο να παίζει πάντα κλασική μουσική. Και έμελλε, επί μία εικοσαετία και βάλε, να παραμείνει το πιο καλοκρυμμένο μυστικό της αμερικανικής λογοτεχνίας.
Την άνοιξη του 1955, ο Μπουκόβσκι αρρώστησε άσχημα, κλείστηκε στο νοσοκομείο, λίγο έλειψε να πεθάνει. Στα τριάντα τέσσερά του, ήταν ένας άνθρωπος άρρωστος, άνεργος, και μόνος. Και πάλι το γράψιμο ήταν η σωσίβια λέμβος.
Όταν επιμένεις, η ελπίδα γίνεται πράξη. Η Μπάρμπαρα Φράι, εκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού Harlequin, όχι μόνο δέχτηκε να δημοσιεύσει ποίηση του Μπουκόβσκι αλλά του έστειλε μιαν ενθουσιώδη επιστολή όπου του έλεγε ότι ήταν ποιητής μεγάλος όσο ο Ουίλλιαμ Μπλέικ. Ακολούθησε μια αλληλογραφία έμπλεη κατανόησης και αγάπης. Η Μπάρμπαρα εκμυστηρεύτηκε στον Τσαρλς ότι της λείπουν δύο αυχενικοί σπόνδυλοι κι ότι φοβάται πως κανείς δεν θα θελήσει ποτέ να την παντρευτεί. Ο ποιητής απάντησε ότι ευχαρίστως την παντρεύεται ο ίδιος. Κράτησε το λόγο του. Στις 29 Οκτωβρίου του 1955, τελέστηκαν οι γάμοι τους.
Η Μπάρμπαρα έκανε το κλασικό και μοιραίο γυναικείο λάθος. Μόχθησε να αλλάξει τον Τσαρλς, να τον ευπρεπίσει. Οι γυναίκες ενίοτε είναι απρόθυμες να καταλάβουν ότι ο ποιητής την Μούσα του αναζητεί και όχι την οικονόμο του. Ύστερα από δεκαπέντε μήνες ανώφελων προσπαθειών συγυρίσματος και νοικοκυρέματος, ο γάμος τινάχτηκε στον αέρα, και ο Τσαρλς πήγε να μείνει στο Χόλλυγουντ, στη σκοτεινή φτωχή μεριά του, αυτή που αποκαλούσε Ανατολικό Χόλλυγουντ και την ύμνησε τόσο ευαίσθητα και τόσο πολύ.
Την άνοιξη του 1966, θα σημειωθεί άλλη μία στροφή της Μοίρας που αρχίζει πια να γίνεται ευμενής. Ο Τζον Μάρτιν, ένας πετυχημένος επιχειρηματίας, μαγεύεται από το έργο του Μπουκόβσκι, εγκαταλείπει τα πάντα και στήνει έναν μικρό εκδοτικό οίκο, από τους καλύτερους στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Black Sparrow Press, αποφασισμένος να προωθήσει σχεδόν αποκλειστικά την ποίηση του Τσαρλς.
Ζει φτωχικά, αλλά μες στην υπέρτατη χλιδή της απόλυτης ελευθερίας. Γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Ταχυδρομείο». Γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά του, το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές». Γράφει τις περίφημες «Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας». Γράφει δεκάδες σκληρά και συνάμα ευαίσθητα ποιήματα. Συνάπτει μια σχέση παραφοράς και τρυφερότητας με την γλύπτρια Λίντα Κινγκ και την απαθανατίζει στα ποιήματά του και στο τρίτο του μυθιστόρημα, τις «Γυναίκες». Τον ανακαλύπτουν στη Γαλλία, στην Ιταλία, και κυρίως στη Γερμανία. Ο Μπουκόβσκι, ενώ κοντεύει τα εξήντα του, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ευρώπη και θριαμβεύει. Απαγγέλλει σε κατάμεστες αίθουσες και το κοινό τον αποθεώνει. Πηγαίνει στο Παρίσι. Εμφανίζεται στην φημισμένη εκπομπή «Apostrophes». Μεθάει, καβγαδίζει με τον οικοδεσπότη, σηκώνεται και φεύγει στα μισά της απευθείας μετάδοσης. Η απόφασή του να παραμείνει πάντα ελεύθερος δεν είναι σόου μήτε τρικ. Είναι γνήσια ως το κόκαλο.
Επιστρέφει στην Αμερική, παντρεύεται τη Λίντα Λη Μπέιλ, μια πετυχημένη εστιάτορα, είκοσι τρία χρόνια νεότερή του, και μαζί της αρχίζει να απολαμβάνει το καλό κρασί και το εύγευστο φαγητό. Γράφει το τέταρτο μυθιστόρημά του, το «Τοστ με ζαμπόν», με κεντρικό θέμα τα δεινά των παιδικών του χρόνων. Συνάμα, απολαμβάνει την παρέα ωραίων τύπων όπως ο Ντένις Χόπερ, ο Χάρι Ντην Στάντον, και, κυρίως, ο φοβερός και τρομερός Σον Πεν. Απίθανη ανθοδέσμη δυναμικών και τρυφερών αντρών! Ο Μπουκόβσκι μάλιστα θα αφιερώσει στον Πεν το βιβλίο του «Στη Σκιά του Ρόδου», το 1991, και ο Πεν θα ανταποδώσει αφιερώνοντας στον ποιητή την ταινία του «The Crossing Guard», το 1996. Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, ο Τσαρλς Μπουκόβσκι θα κοπανάει με πάθος τα πλήκτρα και θα μας δωρίζει τον πλούτο των εμπειριών και των σκέψεων, τη μουσική των λέξεών του. Και είναι προσωπικός του θρίαμβος, ναι, θρίαμβος αυτού του μειλίχιου και πονεμένου ανθρώπου, το ότι ολοένα και πιο πολλοί ευαίσθητοι αναγνώστες ανακαλύπτουν και πάλι το αναρχικό και βαθιά τρυφερό χιούμορ του Τσαρλς Μπουκόβσκι!
από το http://belleviefacile.blogspot.com/ Γ.Ι.Μπαμπασακης
Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
Φθινοπωρινά σεμινάρια
Τις Τετάρτες 8, 15 και 22 Σεπτεμβρίου στις 8 το βράδυ το Μικρό Πολυτεχνείο ανοίγει την ταράτσα του με θέα στην Ακρόπολη και το Αστεροσκοπείο και υποδέχεται όσους ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν σεμινάρια ή να συμμετέχουν σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες που προορίζονται για ερασιτέχνες και χομπίστες κάθε ηλικίας.
Αυτή τη βραδιά οι περισσότεροι εισηγητές των σεμιναρίων και οι καλλιτέχνες που συνεργάζονται με το Μικρό Πολυτεχνείο θα είναι όλοι παρόντες για να ενημερώσουν δια ζώσης το κοινό για τα φθινοπωρινά εργαστήρια, τις εκδρομές Σεπτεμβρίου (ΑΓΚΙΣΤΡΙ) και τα καλλιτεχνικά δρώμενα που έχουν προγραμματιστεί (ΕΚΘΕΣΕΙΣ – ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – POCKETTHEATRE ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ).
ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΜΕ ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΑΡΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΟΥΝ ΤΗΝ 1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ ΤΟΥ Μ.Π.:
Σεμινάρια
Από τα πιο αναμενόμενα σεμινάρια για φέτος:
Το τμήμα Στιχουργικής υπό την εποπτεία της Δήμητρας Γαλάνη που θα ολοκληρωθεί γύρω στις γιορτές με ένα cd που προβλέπεται να εκδοθεί με τραγούδια των συμμετεχόντων.
Τα εργαστήρια Ραδιοφώνου, παραγωγής μουσικής εκπομπής, μουσικής αρθρογραφίας, μουσικής επιμέλειας για κινηματογράφο και θέατρο, φωνητικής, μουσικού θεάτρου.
Τα σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής για Μυθιστόρημα, Διήγημα, Παραμύθι, θεατρικό έργο ή σενάριο (cinema / t.v.), αλλά και τα πολύ αποτελεσματικά εργαστήρια Αυτοματικής και Εξομολογητικής Γραφής.
Τα ψηφιακά εργαστήρια Κινηματογράφου, Video Art, Κινουμένου Σχεδίου και Ψηφιακής Φωτογραφίας .
Τα Life Style seminars (Διακόσμηση, Personal Styling & Image Making), τα workshops κατασκευής Κοσμήματος αλλά και όλα τα εικαστικά σεμινάρια (Ζωγραφική, Γλυπτική, Κόμικ, Εικονογράφηση Παιδικού Βιβλίου κλπ)
Τα πολύ αγαπητά πια εργαστήρια Pocket Theatre για στήσιμο και ανέβασμα παράστασης, όπου για φέτος φέρονται να συντονίζουν τα μαθήματα οι ηθοποιοί: Σοφία Σεϊρλή, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Δημήτρης Κανέλλος κ.α.
Τα σεμινάρια Ιστορίας της Τέχνης (Ειρήνη Χρυσοχέρη), Ιστορίας Κινηματογράφου (Μάκης Μωραίτης) και Ανάλυσης Φίλμ (Άγγελος Φρατζής).
Τις Τετάρτες 8, 15 και 22 Σεπτεμβρίου στις 8 το βράδυ το Μικρό Πολυτεχνείο ανοίγει την ταράτσα του με θέα στην Ακρόπολη και το Αστεροσκοπείο και υποδέχεται όσους ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν σεμινάρια ή να συμμετέχουν σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες που προορίζονται για ερασιτέχνες και χομπίστες κάθε ηλικίας.
Αυτή τη βραδιά οι περισσότεροι εισηγητές των σεμιναρίων και οι καλλιτέχνες που συνεργάζονται με το Μικρό Πολυτεχνείο θα είναι όλοι παρόντες για να ενημερώσουν δια ζώσης το κοινό για τα φθινοπωρινά εργαστήρια, τις εκδρομές Σεπτεμβρίου (ΑΓΚΙΣΤΡΙ) και τα καλλιτεχνικά δρώμενα που έχουν προγραμματιστεί (ΕΚΘΕΣΕΙΣ – ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – POCKETTHEATRE ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ).
ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΜΕ ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΑΡΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΟΥΝ ΤΗΝ 1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ ΤΟΥ Μ.Π.:
Σεμινάρια
Από τα πιο αναμενόμενα σεμινάρια για φέτος:
Το τμήμα Στιχουργικής υπό την εποπτεία της Δήμητρας Γαλάνη που θα ολοκληρωθεί γύρω στις γιορτές με ένα cd που προβλέπεται να εκδοθεί με τραγούδια των συμμετεχόντων.
Τα εργαστήρια Ραδιοφώνου, παραγωγής μουσικής εκπομπής, μουσικής αρθρογραφίας, μουσικής επιμέλειας για κινηματογράφο και θέατρο, φωνητικής, μουσικού θεάτρου.
Τα σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής για Μυθιστόρημα, Διήγημα, Παραμύθι, θεατρικό έργο ή σενάριο (cinema / t.v.), αλλά και τα πολύ αποτελεσματικά εργαστήρια Αυτοματικής και Εξομολογητικής Γραφής.
Τα ψηφιακά εργαστήρια Κινηματογράφου, Video Art, Κινουμένου Σχεδίου και Ψηφιακής Φωτογραφίας .
Τα Life Style seminars (Διακόσμηση, Personal Styling & Image Making), τα workshops κατασκευής Κοσμήματος αλλά και όλα τα εικαστικά σεμινάρια (Ζωγραφική, Γλυπτική, Κόμικ, Εικονογράφηση Παιδικού Βιβλίου κλπ)
Τα πολύ αγαπητά πια εργαστήρια Pocket Theatre για στήσιμο και ανέβασμα παράστασης, όπου για φέτος φέρονται να συντονίζουν τα μαθήματα οι ηθοποιοί: Σοφία Σεϊρλή, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Δημήτρης Κανέλλος κ.α.
Τα σεμινάρια Ιστορίας της Τέχνης (Ειρήνη Χρυσοχέρη), Ιστορίας Κινηματογράφου (Μάκης Μωραίτης) και Ανάλυσης Φίλμ (Άγγελος Φρατζής).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)