Μάλκολμ Λόουρι (1909-1957)
[No se puede vivir sin amar]
Ευτυχώς, για κάμποσους εραστές της Νύχτας, της Απερισκεψίας και της Περιπέτειας (ναι, υπάρχουν ακόμα τέτοιοι), δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που ανανεώνουν, με τρόπους απροσδόκητους, την παράδοση του Καταραμένου Καλλιτέχνη, του άσωτου μνηστήρα της λογοτεχνίας, την οποία φροντίζει ωστόσο να απατά πού και πού με τις διάφορες σκανδαλώδεις ή και ευφρόσυνες ποικιλίες της κραιπάλης. Τέτοιοι συγγραφείς επιμένουν στην κατάργηση των ορίων ανάμεσα στην τέχνη και στη ζωή, φροντίζοντας πριν απ’ όλα να είναι ταλαντούχοι και ως προς τη μία και ως προς την άλλη. Τέτοιοι συγγραφείς πάντα έχουν κάτι να πουν, πάντα ξέρουν να πουν αυτό που κάνουν και να κάνουν αυτό που λένε, αποστομώνοντας (άλλοτε τρυφερά και άλλοτε βιαίως) τόσο τους θιασώτες μιας «καθαρής» λογοτεχνίας όσο και τους ζηλόφθονους κήρυκες μιας «καθαρής» ζωής – είναι πια γνωστό ότι οι μεν δεν ξέρουν να ζήσουν και γι’ αυτό δεν ξέρουν να γράψουν, ενώ οι δε δεν ξέρουν να γράψουν και γι’ αυτό καμώνονται ότι ξέρουν να ζήσουν.
Ο Μάλκολμ Λόουρι μπορεί να διεκδικήσει, απ’ όπου κι αν βρίσκεται, μιαν εξέχουσα θέση στο πάνθεον των όμορφων και καταραμένων, πλάι στον Ντοστογιέφσκι, πλάι στον Χένρι Μίλλερ, πλάι στον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τα διαπιστευτήριά του είναι ένα μυθιστόρημα, που θεωρείται πια από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα, και μια ζωή που θα τη ζήλευε κάθε φανατικός των έως υπερβολής απολαύσεων και της δημιουργικότητας που υπόσχεται, όχι δίχως κινδύνους, όχι δίχως τιμήματα, η ανεξέλεγκτη κατανάλωση οινοπνεύματος και η ανυποχώρητη πίστη στη τέχνη του λόγου, στην διεισδυτική και λυτρωτική δύναμη του πνεύματος.
Αλλά ας ρίξουμε μια ματιά στα διαπιστευτήρια αυτά. Ο Κλάρενς Μάλκολμ Λόουρι γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1909. Στην εφηβεία του θα γράφει ποιήματα και διηγήματα. Επίσης, θα παίζει το αγαπημένο του γιουκαλίλι – που δεν το αποχωρίστηκε ποτέ – και θα συμμετάσχει σε σχολικές θεατρικές παραστάσεις. Στα δεκαεφτά του, ανοίγεται στο Υγρό Στοιχείο, που θα είναι κυρίαρχο σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Μπαρκάρει για την Άπω Ανατολή και μένει στον ωκεανό πάνω από έξι μήνες. Θα καταγράφει σε σημειωματάρια τις εμπειρίες του, και αργότερα θα επεξεργαστεί αυτό το υλικό για να συνθέσει το πρώτο μου μυθιστόρημα, το Ουλτραμαρίν. Πριν στείλει στον εκδότη το έργο αυτό, θα χάσει τα δακτυλόγραφα, κάτι που έμελλε να συμβεί δυστυχώς και άλλες φορές, και θα αναγκαστεί να το γράψει όλο από την αρχή έχοντας σαν πυξίδα τις σημειώσεις του και κάποιες σκόρπιες σελίδες που βρήκε και ανέσυρε από τα σκουπίδια ένας φίλος του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε, τελικώς, το 1933. Καμία επιτυχία δεν συνόδευσε την έκδοσή του.
Θα ακολουθήσει ένας γάμος, με την εξωτική καλλονή Jan Gabrial, στο Παρίσι. Μετά, ένα μεγάλο ταξίδι στην Ισπανία. Δεν θ’ αργήσουν τα συνήθη παράπονα: ο άντρας μου πίνει, δεν εργάζεται, δεν κερδίζει χρήματα, όλα τα γνωστά ρεφραίν. Πριν περάσουν πέντε μήνες από την γαμήλια τελετή, η Jan θα φύγει για τη Νέα Υόρκη. Ο Λόουρι θα την ακολουθήσει ύστερα από λίγο. Μεθυσμένος. Στο τελωνείο τον ρώτησαν τι έχει να δηλώσει. Απάντησε: «Ιδέα δεν έχω, για να δούμε». Και αυτό που είδαν δεν ήταν παρά ένα μισοδιαλυμένο αντίτυπο του Μόμπι Ντικ.
Το 1936, Λόουρι θα πάει στο Χόλιγουντ και θα εργαστεί, για λίγο, ως σεναριογράφος. Είναι σημαδιακό ότι ετοίμασε ένα σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα Τρυφερή είναι η νύχτα του Φιτζέραλντ. Το σενάριο δεν εγκρίθηκε, και ο Λόουρι θα εγκαταλείψει το Λος Άντζελες – ήδη ένας μανιακός της κινητικότητας. Επόμενος προορισμός, ίσως ο πιο κρίσιμος στη ζωή του όλη, το Μεξικό. Επίσης, σημαδιακό: θα φτάσει εκεί, μαζί με την Jan, την 1η Νοεμβρίου, την Ημέρα των Νεκρών, μια μακάβρια γιορτή. Στο Κάτω από το Ηφαίστειο, τα πάντα διαδραματίζονται την Ημέρα των Νεκρών, την 1η Νοεμβρίου του 1939.
Στο Μεξικό, ο Λόουρι θα προσηλωθεί στην συγγραφή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες δύο φίλων του, του Conrad Aiken και του Arthur Calder-Marshall, που τον επισκέφθηκαν εκεί, είχε ολοκληρώσει την πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματος Κάτω από το Ηφαίστειο. Τα χειρόγραφα αυτά, όπως και τόσα άλλα γραπτά του Λόουρι, έχουν χαθεί.
Θα χαθεί και η Jan. Θα τον εγκαταλείψει. Και αρχίζει έτσι ο μαραθώνιος της μέθης. Όπως επισημαίνουν οι βιογράφοι του, ο Λόουρι θα ζει πια μονάχα για δύο δραστηριότητες: για να πίνει και για να γράφει. Μια φίλη του θα πει ειρωνικά: «Να πιει κανείς ή να μην πιει; Ιδού η απορία, για τον Μάλκολμ, κάθε στιγμή». Ο ίδιος, σε μιαν επιστολή του, ομολογεί: «Τον τελευταίο χρόνο, πίνω κατά μέσον όρο δυόμισι με τρία λίτρα κρασί καθημερινώς, χωρίς να υπολογίσουμε τα επιπλέον δυνατά ποτά στα μπαρ. Τους δύο τελευταίους μήνες, πίνω δύο λίτρα ρούμι την ημέρα. Ακόμη κι αν αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να με ξεκάνει ολωσδιόλου, δεν είμαι σε θέση να κινηθώ ή να σκεφτώ δίχως να έχω πιει φοβερές ποσότητες αλκοόλ, η απουσία του οποίου, έστω και για λίγες ώρες, μου φαίνεται αβάσταχτο μαρτύριο».
Η Margerie Bonner, πρώην ηθοποιός, σεναριογράφος και συγγραφεας μυθιστορημάτων μυστηρίου και τρόμου, θα είναι η επόμενη σύζυγος του Λόουρι. Αυτή η γυναίκα συνέβαλε όσο κανείς άλλος ση σύνθεση και ολοκλήρωση του opus magnum του συγγραφέα, του Κάτω από το Ηφαίστειο.
Εγκατεστημένος τώρα στη Βρετανική Κολομβία, ο Λόουρι θα εργαστεί συστηματικά και, με τη βοήθεια της Margerie, θα δώσει μιαν οριστική μορφή στο μυθιστόρημά του. Η συνολική προετοιμασία αυτού του αριστουργήματος (που πλεόν οι κριτικοί έχουν κατατάξει δικαίως ανάμεσα στα δέκα σημαντικότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα), θα έχει διαρκέσει εννέα χρόνια. Ο Λόουρι πάλεψε με σθένος μέσα στον αδηφάγο και συγκλονιστικό λαβύριθνο της Γλώσσας, και βγήκε νικητής. Βέβαια, το πλούσιο αυτό βιβλίο είχε αρχικώς την τύχη πολλών ομοίων του (ας μην ξεχνάμε πώς φέρθηκε ο Ζιντ στον Προυστ): απορρίφθηκε από δεκατρείς εκδότες! Ο διορατικός, και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, Jonathan Cape ανέλαβε να γνωστοποιήσει στο κοινό την ύπαρξη αυτής της πολυσχιδούς, θυελλώδους, τραγικής, ευαίσθητης και πληθωρικής μορφής, του Πρόξενου Τζόφρεϊ Φέρμιν, του El Cόnsul.
Ο Φίλιππος Δρακονταειδής, προλογίζοντας την ελληνική έκδοση του Ηφαίστειου (μτφρ. Μαρίνα Λώμη, εκδ. Αστάρτη, 1983) θα γράψει: «Στο βιβλίο του τίποτα δεν γίνεται με την έννοια της διαδοχης, από σελίδα σε σελίδα, σημαντικών γεγονότων. Δεν υπάρχουν ρόλοι, χαρακτήρες. Τα πάντα στηρίζονται σ’ έναν πρωταγωνιστή (τον Τζόφρεϊ Φέρμιν), όλα γίνονται μέσα στον πρωταγωνιστή, οι ανταύγειες των εσωτερικών συγκρούσεων και των γεγονότων που είναι αφορμές κι αποτελέσματά τους, διακρίνονται τρομακτικές από τον αναγνώστη. Η μονομανία εδώ είναι η εγκεφαλικότητα, μια ψυχρή αργοκίνητη μάζα, που παγώνει τα πράγματα σε διαδοχικές φωτογραφίες».
Ο Κωστής Παπαγιώργης, συνοψίζοντας εύστοχα τις τετρακόσιες σελίδες του Ηφαίστειου (Περί Μέθης, εκδ. Καστανιώτης), θα γράψει: «Πρώην πρόξενος στο Μεξικό, αλλά στην ουσία έκπτωτος πολίτης του κόσμου, ο Τζόφρεϊ Φέρμιν έχει μεταναστεύσει στην πολιτεία Κουαουναουάκ μαζί με τις πληγές του, όχι φυσικά για να τις γιατρέψει, αλλά – μακριά από οχληρούς θεραπευτές – να τις αφήσει να θυμώσουν. Στα πάντα είναι Πρώην. Πρώην πρόξενος, πρώην μέλος του ναυτικού της Αυτής Μεγαλειότητος, πρώην μέλος του προξενικού σώματος της Αυτής Μεγαλειότητος, πρώην φίλος, πρώην εραστής, πρώην φιλόδοξος, πρώην φυσιολογικός άνθρωπος και νυν μεθύστακας. Αλλά αυτό το νυν, που αποτελεί μιαν χορταστική αποτυχία όσο κι έναν επιθανάτιο ρόγχο, ξέρει να το τιμάει. Δεν πίνει απλώς. Έχει ταυτιστεί με τον μεθυσμένο εαυτό του».
Ο ίδιος ο Λόουρι, στη σελίδα 298, μια από τις ωραιότερες του βιβλίου, θα μιλήσει σπαρακτικά γα τον Τζόφρεϊ Φέρμιν: «Ο Πρόξενος έμεινε καθισμένος χωρίς να κινείται. Η συνείδησή του ήταν σαν μουδιασμένη απ’ η βοή του νερού. Πάφλαζε και βογκούσε γύρω από το ξύλινο σπίτι, σπρωγμένο απ’ τις ριπές του ανέμου, μαζεύοντας μέσα από τα βαριά σύννεφα που φαίνοντα απ’ το παράθυρο πάνω από τα δέντρα, τα στρατεύματά του. Πώς να ελπίζει πως θα ξαναβρεί τον εαυτό του, πως θ’ αρχίσει πάλι από την αρχή όταν κάπου, ίσως μέσα σε μιαν απ’ αυτές τις σπασμένες μποτίλιες, σ’ ένα απ’ αυτά τα ποτήρια, βρισκόταν κρυμμένο για πάντα, το μοναχικό κλειδί της ταυτότητάς του; Πώς να γυρίσει και να ψάξει τώρα, να σκάψει κάτω απ’ τα σπασμένα γυαλιά, κάτω απ’ τα αιώνια μπαρ, κάτω από τους ωκεανούς;»
Ο Ραούλ Βανεγκέμ, στην περίφημη Πραγματεία του (μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Άκμων) θα γράψει ότι το μίνιμουμ πρόγραμμα της ζωής είναι το ανοξείδωτο αξίωμα του Πρόξενου: «No se puede vivir sin amar» (Δεν ζεις χωρίς αγάπη).
Ο Γκυ Ντεμπόρ, συμφωνα με την μαρτυρία του Roberto Ohrt (Phantom Avantgarde, εκδ. Nautilus) θεωρούσε σημαντικότατο συγγραφέα τον Λόουρι, και το Ηφαίστειο ήταν ένα από τα αγαπημένα του αναγνώσματα.
Ο Ραλφ Ράμνεϊ εξακολουθεί να περηφανεύεται για το παρατσούκλι Le Consul, ο Πρόξενος, που του είχαν χαρίσει οι φίλοι του, οι λετριστές, στην Αριστερή Όχθη της δεκαετίας του πενήντα (Ralph Rumney, Le Consul, εκδ. Allia).
Ο άνθρωπος που ενέπνευσε όλους αυτούς, και τόσους ακόμη (όποιος αμφιβάλλει, ας ρίξει μια ματιά στο Διαδίκτυο), ύστερα από κάμποσες περιπλανήσεις στην Ευρώπη, ύστερα από εγκλεισμούς σε ψυχιατρεία, ύστερα από αφόρητες κρίσεις κατάθλιψης, ύστερα από την συγγραφή εκατοντάδων εμπρηστικών σελίδων καθημαγμένου λυρισμού, ύστερα από πολλές ιδιωτικές περιπέτειες που δεν θα μάθουμε ποτέ, θα βρεθεί νεκρός από ασφυξία, στις 27 Ιουνίου του 1957, σε μια μικρή αγροικία στο Σάσσεξ. Άλλοι λένε ότι αυτοκτόνησε, άλλοι λένε ότι ο θάνατός του προήλθε από τυχαία. αίτια. Ο Douglas Day έγραψε τη θαυμάσια και βραβευμένη βιογραφία του (Malcolm Lowry, εκδ Oxford Univesrity Press, 1973). Άλλοι δεν νοιάζονται καθόλου, δεν ξέρουν καν ποιος ήταν ο Πρόξενος, αγνοούν αν υπήρξε κάποιος που έζησε κι έγραψε και τον έλεγαν Κλάρενς Μάλκολμ Λόουρι.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου