Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Τέο Ρόμβος

Ο Τέος Ρόμβος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Παιδικά χρόνια στις νότιες συνοικίες, νυχτερινά σχολεία διάφορες δουλειές, αλητεία, μικροκλοπές, και ξύλο με παρακρατικούς.
Στα δεκαέξι του μπήκε σ’ ένα καράβι κι ανοίχτηκε στις θάλασσες του κόσμου. Έζησε κατά διαστήματα στη Λατινική Αμερική, Ιαπωνία, Ηνωμένες πολιτείες κι αλλού.
Το 1966-69 βρίσκεται στη Γαλλία όπου ζει μέρες και νύχτες εξέγερσης. Εκείνο τον καιρό παρακολουθεί μαθήματα κινηματογράφου και κάνει τις πρώτες πειραματικές ταινίες μικρού μήκους.
Το 1969 πηγαίνει στην Γερμανία ( Φραγκφούρτη, Μόναχο). Παρέες με γερμανούς λογοτέχνες, ταινίες που δεν τελειώνουν ποτέ, κασέτες με λογοτεχνία. Εργάζεται στην γερμανική τηλεόραση και τα παρατάει.
Στη μεταπολίτευση επιστρέφει στην Αθήνα και ανοίγει ένα μικρό βιβλιοπωλείο (το Οκτάπους) στα Εξάρχεια, που λειτουργεί σαν χώρος γέννησης και πολλαπλασιασμού παράξενων ιδεών και κάνει μικροεκδόσεις.
Το 1976 κλείνει το βιβλιοπωλείο και δουλεύει στο κινηματογράφο για να ζήσει.
Το 1980 εκδίδει το περιοδικό ΤΡΥΠΑ.
Το 1981 φεύγει από την Αθήνα και ζει για τρία χρόνια σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου (Κρανίδι) όπου ασχολείται με το γράψιμο και τις μεταφράσεις.
Το 1984-85 ταξιδεύει στην Αφρική. Ξαναγυρίζει στην Αθήνα και εκδίδει τα «Τρία Φεγγάρια στην Πλατεία».
Το 1987 πηγαίνει στο Βερολίνο και όπου περνά χρόνια απογοήτευσης,. Την ίδια χρόνια εκδίδεται το βιβλίο του «Πλάνος δρόμος»
Το 1991 επιστρέφει στην Ελλάδα και εκδίδει την συλλογή διηγημάτων « Ασσασίνοι του Βορρά, Δρασουλίτες του Νότου».
Το 1995 εκδίδει το βιβλίο του «Κείμενο Πάθος».
Το 2002 τα «Ίχνη»
Ενώ πρόσφατα (2005) τα «Κρυφά Ταξίδια» και την μελέτη για τον έλληνα αναρχικό «Πλατίνο Ροδοκανάκη».

Το παρών αντλήθηκε από το βιβλίο του 1985 «Τρία φεγγάρια στην πλατεία» εκδόσεις «Ο σκύλος που κλαιει»

Σ’ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΞΕΠΗΔΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ

Παχνίδισμα στον αμφιβληστροειδή φέγγισμα σε μισάνοιχτη χαραμάδα στα εσωτερικά του εγκεφάλου, ταλάντευση αποκάλυψης μεταξύ συνειδητού – ασυνείδητου , τερμοφέγγισμα. Λαμπύρισμα στιγμιαίο, γέννηση ιδέας καθαρής , στιγμές επαναλαμβανόμενες, ανάπαυλα, πέσιμο στο σκοτάδι υποθετικής προσέγγισης, προσμονή αναμονή, αδημονία, λαχτάρα ενθουσιασμός…
Κι ήταν οι μέρες όμορφες, τρυφερές κι ήταν ή διάθεσή μου γλυκιά, ήρεμή και ποιητική κι ο καιρός έξω από το σπίτι ήταν ζεστός και βροχερός κι έφερνε αναμνήσεις από τις τροπικές μπόρες στην κεντρική Αμερική που πέρναγαν από πάνω μας και μας μούσκευαν και που τις βλέπαμε να ‘ ρχονται και που τις νιώθαμε να φτάνουμε πάνω στα γυμνά κορμιά μας, να μας χαϊδεύουν με τις χοντρές ψιχάλες και μετά να για μερικά λεφτά και μετά να φεύγουνε. Ναι., όλα αυτά τα ωραία πράγματα υπάρχουνε στο μυαλουδάκι μου και είναι πράγματα, τα φανταστικά που όμως τα έχω ζήσει και που εσείς δεν έχετε ζήσει κι όπου εκεί , στις αναμνήσεις, υπάρχω μόνος μου σε μια. Όπως έλεγα, γλυκειά διάθεση μοναξιάς, που δεν μπορεί κανείς άλλος να συμμετάσχει, τουλάχιστο με τον τρόπο που νιώθω εγώ. Έτσι λοιπόν και για αυτό το λόγο κάθε φορά που έχανα κάποιο κομμάτι από τον εαυτό μου φτιαγμένο μέσα από την συνύπαρξη με κάποιο πρόσωπο, ένιωθα κατά ένα μέρος λιγότερος. Έφευγε αυτό το κομμάτι από τη ζωή μου κι έμενε το υπόλοιπο στα σίγουρα πληγωμένο κι ώσπου να κλείσει η τρύπα από την οβίδα της θλίψης και της ασκήμιας ο εαυτός φρικιούσε και σπάραζε κι έφτιαχνε νέες φαντασιώσεις μέσα σε τεράστιες αίθουσες που διέσχιζε με κάποιο φακό στο χέρι και κάποιο κλειδί κρεμασμένο στη ζώνη- στο σκοτάδι, στην ησυχία, να ψάχνει για την αίθουσα με τα εγκληματολογικά βιβλία. Για τη σειρά με τις πιο εντυπωσιακές αυτοκτονίες του 32, λίγο πριν την άνοδο του Χιτλερ στην εξουσία. Μιλούσε νύχτες πολλές με τα σκυλιά που είχαν γυμναστεί για να σκοτώσουν κι ερωτεύονταν μαζί τους. Τότε ήτανε που έπαιρν α τηλέφωνα καθισμένο σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Τον Μπάροουζ στην Καλιφόρνια, το Κέρουακ στην Νέα Υόρκη, το Πελιέ στο Λονδίνο, τον Γκαίτε στο Βερολίνο, τον Παναϊτ Ιστράτι σ’ εκείνο το θλιβερό νοσοκομείο της Μασσαλίας κι αυτός δεν μπορούσε να μου μιλήσει γιατί είχε κόψει το λαιμό του με γυαλί και δεν του επιτρέπανε να χρησιμοποιεί τις φωνητικές του χορδές. Ένας Τούρκος, ένας Γερμανός, ένας Έλληνας κι ένας Γιουγκοσλάβος ήτανε το καθημερινό ανέκδοτο που ζούσα. Τις νύχτες, όλοι μας πολύ αγριεμένοι , καθόμασταν αντικριστά και περιμέναμε ποιος θα κάνει την επόμενη κίνηση, την έκανε πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Και πίναμε συνέχεια καφέδες. Και μ’ έπιανε το στομάχι μου. Και οι ξινίλες ανεβαίνανε ψιλά στο κεφάλι και μαστούρωνα κακοδιαθεσία και όποτε πέρναγα δίπλα από τον συναρμολογημένο δεινόσαυρο του ‘ δινα από μια κλωτσιά και μέσ’ στην απελπισία μου κοίταζα το πρόσωπό μου στο τζάμι που μού ‘διχνε μια νεκροκεφαλή.
Και μετά έρχονταν κι οι νύχτες, σκούρες σκοτεινές, με κρώξιμο επίμονο ερωτευμένου στριγγλοπουλιού που επαναλάμβανε του καημό του για το θηλυκό που καθόταξ πάνω σε κεραμιδένια στέγη σιωπηλό και παρατηρούσε τις γάτες που ξεσκίζανε τις πλαστικές σακούλες των σκουπιδιών και φέρμαρε τον ποντικό της τουαλέτας που έχουμε εκεί έξω στην αυλή. Και η νύχτα ενός ολόκληρου χωριού μεταμορφωμένη σ’ ένα πελώριο χασμουρητό μπαίνει σε κύματα από τα παράθυρα και τις πόρτες στο κρεβάτι που είμαι ξαπλωμένος και με τυλίγει και κάνει το δεξί μου χέρι που κρατά το βιβλίο να τρέμει, τα μάτια μου να’ χουνε πυρετό. Τα βλέφαρα ν’ ανοίγουνε και να κλείνουνε κόφτα στην ανυπαρξία τη θανατική του ύπνου που με φοβίζει, με φοβίζει ατέλειωτα γιατί είναι ο θάνατος μεταμφιεσμένος σε κάτι απαλό και γλυκερό και ύπουλο και το ξέρω καλά. Και βλέπω την μορφή της Κρίστελ με άσπρό μακρύ φουστάνι σε καταπράσινο λιβάδι που διακόπτεται από μικρά κίτρινα λουλουδάκια να’ρχεται προς τα μένα και τη φωνή της Σούζαν ν’ ακούγεται στην ανοιξιάτικη αθηναϊκή νύχτα , πέρα μακριά , από την Καλιφόρνια και να μου περιγράφει την ακινησία του απογεύματος στο προάστιο το Λος Άντζελες που μένει και το ταξίδι των ογδόντα λιρών που’ χε πίσω της μαζί με μια σιχαμερή εμπειρία από κάποιο Κύπριο της ΕΟΚΑ Β΄. και τη βραδιά που ο Τσίκο δραπέτευσε από το κλουβί του και ο Γιώργος έκανε θηλιά για τίγρεις για το τον ξανξαπιάσει αλλά εκείνος. Ανεβασμένος στο παράθυρο του παλιού αρχοντικού της οδού Ζαϊμη, του ‘ σπρωχνε μακριά την θηλιά και δεν ήθελε ν\’ ακούσει κουβέντα για την επιστροφή του στο κλουβί. Και ο Βαγγέλης που ανέλαβε να τον πείσει και μας έδιωξε όλους κι έμεινε μόνος μαζί του. Τι είπανε κανένας δεν ξέρει, μόνο να. Την άλλη μέρα που ήρθε ο φύλακας από το ζωολογικό κήπο της Νέας Φιλαδέλφειας για να το πάρει ο Τσίκο , ο πίθηκας κι εμείς, δηλαδή η μανιοκαταθλιπτική ηθοποιός κι εγώ, κυλιόμασταν πάνω σε ροκανίδια και κομμάτια φενιζόλ από τα σκηνικά της αρχαϊκής του ψωνισμένου σκηνοθέτη και κάναμε όργια.
Κι όπως κρατάς τον εαυτό σου μέσα στο χέρι γίνεται πλαδαρός. Γίνεται νερουλός και τρέχει μέσα από τα δάχτυλα, γλιστράει και δεν μπορεί να το κρατήσεις δεν μπορείς να τον σφίξεις δεν μπορείς και εκείνος χάνεται , ρέει αποσυντίθεται, εξαφανίζεται, γίνεται σκόνη, γίνεται σταγόνες, γίνεται φαταιζί κορδελίτσες σε άσπρα- μπλε κοντάρια που κρατούν άνθρώποι μεταμφιεσμένοι και βγάζοντας μικρούς κοφτούς ήχους χορεύουν ολόγυρα. Μουσική που επαναλαμβάνεται από επαναλαμβάνεται από μικρό αφρικανικό όργανο, ιδρώτας που κυλάει αργα, υγρασία, θολά μάτια, σκιές γυναικών που αμέσως μετά γίνονται άντρες. Περίεργα και παράξενα και αλλόκοτα και παράδοξα και παράλογα, παρανοϊκά παραληρικά πετράδια , πέτρες, πετραδίτσες, πετραδάκια ανεμοσφυρίγματα σε άκρη γκρεμού που θαμπώνει, ζαλίζει εξαγνίζει, γοητεύει, επιθετικότητα, άγριο ξεπέταγμα.
Περπατούσα από πολλή ώρα σ’ ένα δρόμο με πολαπλά αυτοκίνητα. Εγώ περπατούσα, αυτά σφυρίζανε περνώντας δίπλά στ’ αυτί μου. Εγώ πήγαινα αργά εκείνα γρήγορα. Εγώ δεν ήξερα που πηγαίνω ούτε αυτά ξέρανε. Κάθε φορά που ενωνόμασταν, κάθε φορά που έχανα την αίσθηση της μοναδικότητας και γινόμουνα πιο πολύ από ε΄νας, από μια ανυπόφορη μοναξιά, καθεφορά που δημιουργούσα μαζί με άλλους τρελά σχήματα, σχέδια, ιστορίες , θορύβους και ήχους, αρώματα, γεύσεις κουβέντες μεγάλες μικρές, για το για το καζανάκι που τρέχει γιαι το καθολικισμό και την αναρχικότητα του Μπουνουέλ, για τη ληστεία στο ταμιευτήριο στο Κουκάκι, για το γυναικείο καφενείο της Ζωοδόχου Πηγής, για την τρύπα στο σλίπιν μπαγκ. Για την πλατεία Εξαρχείων, για τα σπυριά που έβγαλα στα αρχίδια μου και θέλουν ταλκ, για το περσινό καλοκαίρι που δούλευα με μια γαλλίδα, οδηγό αγώνων ταχύτητας, γλείψιμο με την γλώσσα στα ξεραμένα χείλια, άναμα καινούργιου τσιγάρου , τρίψιμο της παλάμης στο μηρό, καπνός που φεύγει μέσα από τα μισάνοιχτα χείλια και ανεβαίνει στην τρύπα του εξαεριστήρα που έχει χαλάσει, το τσαλακωμένο πουκάμισο με τους λεκέδες από καφέ, το γεμισμένο τασάκι, τα’ άδειο μπουκάλι Μεταξά, το κατεβασμένο βλέμμα, η στιγμιαία αίσθηση ότι ολ’ αυτά τα ζεις για πολλοστή φορά, όλ’ αυτά τα ζεις για πολλοστή φορά , όλ’ αυτά τα έχεις ξαναζήσει, όλ’ αυτά υπάρχουνε πριν αποκτήσεις συνείδηση για τον εαυτό σου, για το περιοριστικό σώμα σου, για τις επιθυμίες που δεν βρίσκονται σ’ αρμονία με τις αντοχές σου, με το ρυθμό τον εξωτερικό που καταπιέζει τι εσωτερικό που καταπιέζει τον εσωτερικό ρυθμό και γίνεται εμπόδιο και φραγμός. Μια βόλτα στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστήμιου, από ποια πλευρά; Δεξιά που κατεβαίνω έχει βρεγμένους και μελαγχολικούς πανσέδες μπροστά στην Ακαδημία. Χρώματα στενόχωρα. Πιτσιλιές μελαγχολίας σε βαριεστημένους μίσχους που δεν κρατάνε τα φαρδιά μουσκεμένα πέταλα κι ένας σκύλος κανελής που σταματάει, γυρίζει λίγο τον πισινό του και σηκώνοντας το δεξί του πόδι εκσφενδονίζει το κάτουρο ζεστό – ζεστό κι έπειτα με μια σβουριχτή ουρά τρέχει, τρέχει και κυλιέται στο μισομαδημένο γρασίδι, σταματάει στο θόρυβο μιας βαριάς μηχανής που μαρσάρει στην άσφαλτο και ξαναμολιέται να κάνει στροφές γύρω από τον καθισμένο δάσκαλο του έθνους. Στο αντικρινό πεζοδρόμιο η στριγγιά σκουριασμένη περιστροφή της κάμερας της αστυνομίας. Το λερωμένο τελάρο του εφημεριδοπώλη, τα γέλια από δυο δεκατετράχρονες που βλέπουν ένα γέρο να τους δείχνει την ψωλή του κάτω από μια διπλωμένη Εστία, η Εγγγλέζα που φωτογραφίζει τον κουλουροπώλη, μια αστραπή στο φόντο, στη γωνία του «Ρωσικόν» που αχνοφαίνεται το όρος Αιγάλεω, ο βγαλμένος τρολές, κομμάτι από ξεκολλημένη φωτογραφία του Εφραιμίδη Δήμαρχου, ασθενοφόρο που κλαψουρίζει μονότονα, επαναλαμβανόμενα, τα σκαλιά της Βιβλιοθήκης σαν ψωμί γαλλικό μισηκορώνα, περιστέρια βιαστικά, μαυρισμένα , περιστέρια βιαστικά , μαυρισμένα, οι πρώτοι αναρχικοί που μαζεύονται….

Τώρα όλοι πηγαίνανε στην πλατεία.
Νυχτοπούλια, Στριγγλοπούλια, Βρυκόλακες της νύχτας, παθιασμένα κι αλλόκοτα Φαντάσματα που βγήκαν από τους υπονόμους και τα σκοτάδια λες και γεννήθηκαν μέσα στους φόβους των άλλων, τώρα κατέβαιναν στην πλατεία.
Τα πρωινά στα χορτάρια της πλατείας αστράφτανε και λαμπυρίζανε λαγαρές, διάφανες δροσοσταλίδες που βλέπανε μα δεν συγκρατούσαν κουβέντες ούτε και πρόσωπα. Κάπου ψηλά και νοητά πάνω απ’ τα’ άσπρο μάρμαρο του άγνωστου ποιητή, πάνω από τα τραπεζάκια και τις καρέκλες των καφενείων, πάνω από τους χάλκινους στρουμπουλούς έρωτες που χορεύουνε διαρκώς γύρω από το μαντεμένιο φανάρι του Δήμου, πάνω από την πλατεία μια χρυσαλίδα μεταμορφωνότανε. Ήταν η αρχή του τέλους.
Εκείνες τις μέρες έγινε έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα μια γιορτή στην πλατεία. Οι πρώτοι που πατησανε στο δημοτικό χορτάρι ξάπλωσαν πάνω του και λιαζόντουσαν, χασμουριόντουσαν, φιλιόντουσαν ενώ μερικοί παίξανε μουσική, έτσι απλά κι αυθόρμητα. Μαζευτήκανε ταμπουρίνια, κάνα-δυο κιθάρες, ήρθανε φυσαρμόνικες, μια αμερικάνικη πλύστρα, φλογέρες, μέχρι κουτάλια και πηρούνια επιστρατεύτηκαν και τραγουδήθηκαν ποιήματα οργισμένα από αυτοσχέδιους τραγουδιστές με φωνητικά και κραυγές από τους άλλους στο χόρτο. Ο κόσμος από τα τραπεζάκια, οι περαστικοί κοίταζαν περίεργα. Σε λίγο από το πατάρι του καφενείου τπου παιζότανε μπαρμπούτι κατεβήκανε οι «ποινικοί» ενώ οι πρώτοι οργανωμένοι άρχισαν να φτάνουν, περίεργοι να δούνε ποιοι είναι και πού το πάνε οι καινούριοι.
Όλοι μοιάζανε να μην καταλαβαίνουν τι συμβαίνει…
Έτσι ωραία, ρυθμικά και απελευθερωτικά προχώραγε το ξάφνιασμα και κάποια στιγμή ξεκίνησε και ο πρώτος τσαμπουκάς και άρχισε να πέφτει ξύλο. Μέχρι και γιαούρτια πέσανε και ήτανε η πρώτη φορά που η πλατεία ζωντανεύψε. Οι ακακίες του Δήμου χαιρετήσανε το πρώτο μπουμπούκιασμα και το μάρμαρο του ποιητή χωρίς χέρια ξηλώθηκε από τη βάση του και ρίχτηκε στο γρασίδι με τη φρικτή μούρη του στο χώμα. Ο θυρωρός της πιο παλιάς πολυκατοικίας βγήκε στην είσοδο και βλαστήμησε σιγανά τα κωλόπαίδα. Ο επίσημος χαφιές της πλατείας, παλιός μποξέρ αλλά τώρα πολύ γέρος για τσαμπουκάδες, έκανε το τηλεφώνημα και τα πρώτα πέντε εκατό φτάσανε.
Ήτανε άνοιξη και οι κουβέντες αρχίσανε να γίνονται πάνω στους τοίχους της πλατειάς και στους τριγύρω δρόμους, η μοναξιά και το δάκρυ μπλέκονταν στο παραλήρημα και στο όνειρο το απραγματοποίητο, πέρα μακριά στους κρεμαστούς κήπους της Σεμίραμις και στις πλάνες των Χασασίν του Χασάν- Ιμπν- Σαμπαχ, στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου, στις παραμορφωτικές διαθλάσεις του φωτός μέσα από ορυκτούς κρυστάλλους και στην αιώρηση του αστροναύτη στο απόλυτο κενό. Και φτιάχνανε σχέδια μοναδικά, όνειρα χρωματισμένα και γίνονταν όλοι αυτοί που περπάταγαν εδώ, αρωματισμένα φαντάσματα και γεννιότανε μια γλώσσα ζεστή με μια αμεσότητα που περιείχε την ανάσα του άλλου. Και έτσι γίνηκε η μεγάλη μήτρα που τους μάζεψε όλους. Η παγίδα, η πλάνη, το όνειρο, η πλατεία, ο μύθος. Και γνωριστήκαμε. Και αγαπηθήκαμε. Και γίναμε κάτι πολύ όμορφο, δυνατό, απερίγραπτα σοφό, εκστασιασμένο, σπουδαίο, αδιάντροπο, ερωτικό και σαλέψαμε τα μυαλά των άλλων…
Είχε περάσει καιρός από την συγκέντρωση στο Σύνταγμα.
Ο Λουκάς περίμενε τα μεσημέρια ττο πέμπτο να σχολάσει και κυνηγούσε τη Μαρία την κόρη του που πέρναγε με τις φίλες της να τις γαμήσει.
Ο Γιατρός ετοίμαζε τα χειρόγραφα για την έκδοση του γαλάζιου βιβλίου και ο Βασίλας που τα πήγαινε στο τυπογραφείο, χάριζε στο δρόμο σελίδες στους περαστικούς.
Η Ελεονώρα ερωτευότανε παράφορα όποιν την κοίταζε για λίγο με γυρτό το κεφάλι και του χάριζε την κυρία Νταλαγουέη με αφιέρωση.
Ο Νικόλας φόρεσε το σταυρωτό κουστούμι με τη ρίγα και τα διπλά πέτα, μυτερό παπούτσι και ρεπούμπλικο και ήπιε το καφέ του στο Φλοράλ. Την άλλη μέρα ο Κατίνος κυκλοφόρησε με τα ίδια ακριβώς ρούχα. Σταυρωτό κουστούμι με ρίγα, μυτερά παπούτσια και καφέ ρεπούμπλικο.
Ο Γιώργος με το Νταμπαντούμπα κάνανε την νύχτα μπούκα και φέρανε στερεοφωνικό και δίσκους.
Ο Ηλίας που είχε γεμίσει τους τοίχους λεξούλες για τις γάτες, κράταγε στην αγκαλιά του τη Μάινχοφ μια μικρή μαύρη γατούλα και την χάιδευε.
Η Φρούλα έκανε δαχτυλίδια με τα όμορφα μαλλιά μου.
Ο Δαβίδ πέταξε το ανοιχτό μπεζ κουστούμι του στο σκουπιδοντενεκέ και κάθισε μαζί μας.
Ο Απολιτίκ μίλαγε ώρες ατέλειωτες για το Γιώργο που θα’ ρχότανε από την Ελβετία.
Ο Νικόλας ξημερωνότανε στη γραφομηχανή κι έπειτα κατέβαινε στην Ομόνοια και μετά στο Μοναστηράκι για παλιά περιοδικά.
Ο Λεωνίδας έφτιαξε μια σειρά από μουτσούνες και μας τις χάρισε να τις φοράμε στο δρόμο.
Ο Μαξ ήταν ερωτευμένος με την Άλκηστη και τα μάτια του λαμπυρίζανε μαύρη δροσιά.
Η Μπενεντικτ έπαιρνε τηλέφωνο και μίλαγε μαζί της όλη νύχτα. Της περιγράφαμε πως τραβάμε μαλακία και μας έλεγε κι εκείνη τι και πως χάιδευε κάθε στιγμή κι έτσι χύναμε μαζί.
Ο Αλεξανδρινός με τον Καβάτζα κατεβαίνανε τα πρωινά στο Πολυτεχνείο και πουλάγανε βιβλία. Ο Ηλίας πήγαινε μαζί, ανέβαινε στα κάγκελα και φώναζε με όλη του τη δύναμη κοιτάζοντας τον κόσμο που πέρναγε μπροστά του, ένα κεφάλι πιο κοντοί, ν\’ ανοίξουνε τα τρελοκομεία και οι φυλακές και να βγούνε όλοι έξω.
Ο Ηλίας καθισμένος μια νύχτα στο δωματιάκι του στο Λυκαβηττό κοίταζε το γλόμπο που βρισκόταν ψηλά, καταμεσής στο ταβάνι κι ένιωσε σιγά- σιγά το φως το ηλεκτρικό να τον πλημμυρίζει και να γίνεται ένα μαζί του αφού το ίδιος εξαϋλώθηκε κι έγινε πράγμα ρευστό, σκόνη και αέρας. Μετά απ’ αυτή την εμπειρία του πέρασε μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας, βγήκε έξω στους δρόμους, ήρθε και μας βρήκε να μας το πει. Έκτοτε ο Ηλίας περπάταγε στο δρόμο – τον βλέπαμε- κι έδειχνε να πετάει χαμηλά, λίγο πιο πάνω απ΄’ το δρόμο. Με κινήσεις τέλεια αρμονικές χωρίς καμιά προσπάθεια, σαν απαλή φτερούγα πουλιού μακρινής θάλασσας ανασηκωνόταν και κυμάτιζε.
Ο Χρήστος και ο Χάρος έβαζε ερωτήματα για μίνιμουμ συνεργασία με το αριστερό χέρι και απάνταγε με το δεξί και ενωνότανε σαν φίδι που τρωει την ουρά του.
Το τηλέφωνο στην πλατεία είχε φτιάξει και δούλευε χωρίς λεφτά. Παίρναμε τηλέφωνα όλη τη νύχτα και μιλάγαμε σε όλο τον κόσμο. Στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Μπαλί.
Ο Γιατρός στην μετακόμιση μας χάρισε πιστόλια.
Η Νατάσα έφτιαξε τα σχέδια για το βιβλίο του. Και μεις λιώναμε από κάβλα για την Νατάσα.
Ο Γιώργος ήρθε από την Ελβετία αλλά τον βλέπαμε σπάνια. Έπινε κάνα καφέ μαζί μας και χανότανε πάλι.
Ο Κοκόρας μας εξηγούσε ότι τα ντουβάρια γύρω μας είναι ψευδαίσθηση. Ο Λουκάς του’ λέγε «παιδαρά μου αυτό το κωλαράκι το σφιχτό που έχεις πίσω σου είναι και αυτό ψευδαίσθηση;» και έτριβε τον καβλωμένο πούτσο του.
Ο Χρήστος, ο Κάπταιν, ο Μάνθος, ο Κωστής, ο Ίλιτς, ο Βύρωνας και οι ραϊχικές μας αναστατώνανε που χαϊδεύονταν μεταξύ τους και γαμιόνταν ελευθέρα χωρίς φανερά προβλήματα.
Εκείνο τον καιρό κυκλοφόρησε μια μπροσούρα από δύο αναρχικούς, Καταγγέλαν ε την Σύλβια σαν νοικοκύρα που θα ‘ πρεπε να κάθεται σπίτι της να σιδερώνει πουκάμισα.
Στα Προπύλαια έγινε η αντιπολεμική συγκέντρωση.
Τώρα ήτανε η σειρά του μαλάκα του δημοσιογράφου να γράψει για το κίνημα.
Ο Μάκης έδωσε το πρώτο χαστούκι στο χοντρό, που τρελάθηκε τελείως μετά από αυτό, για την μαλακισμένη συνέντευξη που πήγε και έδωσε. Τον κλείσανε στο Δαφνί.
Ο Πουλίκας είχε φέρει σ’ επαφή τον Νικόλα και το τζόβενο τον Ουτοπία με το μαλάκα τον δημοσιογράφο.
Η Αναρχία είχε ξεχυθεί στους δρόμους, ο Γαρμπής κατάλαβε ότι ήταν καιρός να κυκλοφορήσει Μπακούνιν στην αγορά.
Ο Σκουμπεκάκης πήγε στο στρατό, κάθισε λίγες μέρες και γύρισε με ωραίες, μαύρες, ψηλές αρβύλες που τις έδενε ψιλά, ψιλόλιγνος και τρυφερός, μόνος του κάπου στην Καισαριανή.
Η επίθεση, το ΚΡΑΚ, οι «ομάδες αναρχικών», οι «Αναρχικοί εργαζόμενοι», ο «Σοσιαλισμός και Βαρβαρότητα», ο Στίνας , η Διεθνής, το Πεζοδρόμιο, το Οκτόπους, ο Ελεύθερος Τύπος, η ΑΑΚΟ, το «ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ» το Παντέρμα.
Σο υπόγειο της πλατείας βισκόντουσαν σαράντα κιβώτια με νιτρογλυκερίνη και από στιγμή σε στιγμή η πλατεία μπορούσε να τιναχτεί ολόκληρη στον αέρα.
Συνθήματα γραφόντουσαν στους τοίχους των Εξαρχείων. Τώρα πια δεν μιλούσανε για μοναξιά, για γάτες, για βήματα στο σκοτάδι, για λυγμούς, για τα ψάρια του Αιγαίου και τη θάλασσα που τους ανήκει, τώρα τα συνθήματα γίνονταν πολιτικά. Ο σαρκασμός υπήρχε, ένα γέλιο θα σας θάψει, είμαστε οι νεκροθάφτες της συνείδησής σας, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι, αναρχία και ζωή.
Κυκλοφορούσαν πολλά έντυπά εφημερίδες, μπροσούρες, βιβλία, αφίσες. Για σεξουαλική απελευθέρωση, για βόμβες, για εμπειρίες σε αντάρτικο πόλης, εμπειρίες σε κομμούνες, εμπειρίες με ναρκωτικά.
Ένας αλλόκοτος και αλλιώτικος κόσμος προσπαθούσε να αρθρώσει μια νέα αντίληψη, μια καινούρια στάση και θεώρηση ζωής.
Μερικοί αναπαράγανε τα πρότυπα μιας απαράδεκτης νοοτροπίας, άλλοι το έκαναν λιγότερο κι άλλοι ακόμα πιο λίγο. Πάντως για πρώτη φορά φύσαγε ούρια ο άνεμος του προβληματισμού για εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Τα πρώτα ταξίδια στη Θεσσαλονίκη που άκουγε ονόματα και πράγματα κι έφτιαχνε μύθους για την Αθήνα. Έπειτα ήρθε η υπόθεση Πόλε.
Ο Πολιτείας που ζούσε τα τελευταία χρόνια σ’ ένα υπόγειο χωρίς παράθυρα που το χε βάψει μαύρο κι έβγαινε μόνο την νύχτα, ο Αντρέας ο πανκ με την αλυσίδα, ο Περικλής, ο Δημήτρης ο ψεύτης, η Ράνια, η Νατάσα, ο Τσοκάκης, η Φιλιώ η μεγάλη, η Φιλιώ η μικρή, ο Γιώργος, η Άλκηστη, η Βασούλα , η Αρετούλα, ο Ανδρέας ο ροκ, ο Άκης το μωρό, ο Άγγελος ο Ζυγομαλάκας, ο Τόλης, ο Μαξ, ο Βασίλας, ο Άγιος Πέτρος, ο Πάνος, ο Φωτεινός, η Αγγέλα, ο Κυριάκος, ο Μαχαράτζι, ο Πάνος απ’ την Κυψέλη, ο Στράτος ο κλειδαράς, απ’ το Βύρωνα, ο Αξ, ο Άγγελος ο απολιτίκ, η Σταυρούλα, ο Βλάσης, ο Μίλτος με το φλάουτο, ο Τζιμάκος με την μηχανή, ο αφισοκολλητής, ο αφίσας, ο Χάσαν, ο Τζίμης και η Νανά, φιγούρες που στροβιλίζονται στο μεταίχμιο της φθοράς της μνήμης.
Θεσσαλονίκη – ο Μπούφη, ο Χάρης ο βοτανολόγος που έψαχνε στην Κρήτη για μανδραγόρα και ντατούρα,
Ο Νικόλας και η Ματίνα, ο Μαρίος και τα αρχίδι που έκλεψε από το νεκροτομείο.
Ο Βαγγέλης και η Στέρη, ο Βραχάτης, η Όλγα, ο Θάμνος με τη φλογέρα.
Ο Χρήστος έφυγε στην Πελοπόννησο μόνος του για μια βδομάδα. Εκεί σε μια ωραία παραλία, βρήκε μια μαγεμένη σπηλιά κι έμεινε. Τράβαγε μαλακία μόνος του με το πέλαγο που ανοιγότανε μπροστά του, εκστασιασμένος και ξετρελαμένος από τη δύναμη της φύσης που την ένιωθε μα τον συνθλίβει, κράταγε το σπέρμα του μέσα σ’ ένα κουτάλι και κάθε μέρα που περνούσε το εξέταζε, το μύριζε, το ακούμπαγε, προσπαθώντας να καταλάβει πως είναι και τι κρύβει το μαγικό υγρό.
Ο Δημήτρης ο ψεύτης, μαθητής τότε, μας μίλαγε για κάποιον φιλαράκο του που έγραφε ωραία και κάποια μέρα θα γίνοτανε μεγάλος λογοτέχνης και όλοι καταλαβαίναμε ότι ο φίλος ήταν ανύπαρκτος και όλα αυτά τα’ γραφε ο ίδιος ο Δημήτρης μα δεν είχε το θάρρος να το πει.
Η Σούζη ερχότανε κάθε μέρα και μας χάιδευε όλους τρυφερά και νιώθαμε να μας αγαπάει και θυμα΄μια μια μέρα που την είδα με τον Αμπέ πόσο ευτυχισμένοι ήτανε κι οι δυο. Η Σούζυ μιλούσε και γα τους δύο μιας και ο Αμπέ ήτανε κωφάλαλος και πόσο ερωτευμένα κοιτάζονταν στα μάτια, καθώς φεύγανε να πάνε σε κάποιο δωμάτιο να γαμηθούνε.
Ο Άγιος Πέτρος τσακισμένος από την οικοδομή, με μια πίκρα και μια αξιοπρέπεια στα μάτια, βιβλική ασκητική μορφή, με πάθος για πολιτικές κουβέντες.
Ο Σάκης ο Καρχαρίας, που μόλις είχε φύγει από τους οργανωμένους έκανε τη δικιά του προσωπική επανάσταση, πρόθυμος να κάνει τα πάντα, πιο τρελός απ’ όλους τους τρελούς, με πυρετό στα μάτια, στη φωνή, στις κινήσεις γι αυτά που ανακάλυπτε, για τους καινούργιους ανθρώπους που γνώριζε. Φώναζε, ΕΓΩ, ΕΓΩ κι εννοούσε «εγώ θα τα κάνω όλα, αφήστε με μένα, είναι η σειρά μου, εσείς πια τα έχεε κάνει όλα, αφήστε με μένα» και στη συνέχεια λίγα έκανε αλλά δεν έχει και καμιά σημασία.
Ο Σταύρος απ΄ τα Γιαννένα που μίλαγε με το γλυκό και ήρεμο τρόπο του και πήγαινε στο ζουμί κάθε ιστορίας με μια έντονη πολιτικότητα και μια διάθεση να σταθεί σε όλα και σε όλους κριτικά.
Ο Τάκης το κλεφτρόνι με το καθαρό πρόσωπο, τα όμορφα γαλανά μάτια και το γέλιο του που τον έκανε σαν παιδί και χαιρόσουνα να τον βλέπεις, εκείνη την ημέρα που οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν φωτιά και ο κόσμος ξεσηκώθηκε, άρπαξε μια δακρυγόνα βόμβα και την κούναγε στους δημοσιογράφους κάνοντάς την σημαία της εξέγερσης.
Και η Ιουλιέτα που κείνη την μέρα γύρναγε μέχρι αργά το βράδυ με μια μεγάλη τσάντα γιατρού παραγεμισμένη με μολότωφ και μας τις μοίραζε. Όταν πια έπεσε η νύχτα και οι μπάτσοι πλησιάζανε στην πλατεία και εμείς στα οδοφράγματα προσπαθούσαμε να τους το κάνουμε δύσκολο, είδαμε την σκιά του Νικόλα μπροστά σε μια αύρα , σιδερένιο κτήνος που γύριζε χαζά και άγαρμπα ψάχνοντας να τον βρει, να τον σημαδέψει.
Ο Στέφανος με τα άγρια ατίθασα μαλλιά του να τρέχει βιαστικός με τις μολότωφ στα χέρια να προλάβει κι άλλοι πολλοί με μια ζωντάνια στα πρόσωπα που ήταν σκυθρωπά, με μια πρωτοφανή έξαψη από το ξεφάντωμα της εξέγερσης που απλωνότανε γύρω μας. Ο Μάκης, η Έλεν, η Σοφία, η Βούλα, ο Κώστας.

Τη νύχτα εκείνη που καίγονταν τα Εξάρχεια με πρόσωπα βγαλμένα από φλαμανδικούς πίνακες με λιγοστούς φωτισμούς σε απαλό κιτρινωπό χρώμα, με μάτια γάτων που βλέπανε στο σκοτάδι, με τον πόθο και το πάθος της ανατροπής στο αίμα, στην ψυχή, στο μυαλό και στα χέρια, γυρνάγανε οι σκιές μας στα αναχώματα και στα οδοφράγματα που είχαμε στήσει την ημέρα και απωθούσαμε τους οργανωμένους που έρχονταν να τα χαλάσουν. Ο Χρήστος μ’ ένα καδρόνι στα χέρια κράταγε μακριά καμιά εικοσαριά απ’ αυτούς, ο Χάρης ο γίγαντας μ’ ένα διαφημιστικό πλακάτ, ξηλωμένο από κάπου εκεί γύρω τους απωθούσε όλους μαζί. Και κάθε νύχτα καιγότανε η πλατεία με τα μεθύσια, τις ξέφρενες συζητήσεις, τις ασυναρτησίες, τους έρωτες, τις φωνές του τσακωμούς τους ντενεκέδες των σκουπιδιών που κυλάγανε στην κατηφοριά, τα άδεια μπουκάλια που σπαγανε με εκκωφαντικό θόρυβο στους τοίχους των κοιμισμένων πολυκατοικιών, τα εκατό που φτάνανε και κάνανε απειλητικούς κύκλους σαν καρχαρίες γύρω στην πλατεία, κοιτάζοντας προκλητικά κι εκείνοι κι εμείς, ένα παιχνίδι με κλέφτες και αστυνόμους.
Και ο Άκης, το μωρό, να κλαιει στο μεθύσι του και να αγκαλιάζει τον Άγγελο και να του λεει «σ’ αγαπάω». Και ο Νικόλας ζαλισμένος από την μετάφραση του Τζολ να μιλάει για τον Μπουεναβεντούρα και ο Άγγελος για τη ντάτουρα. Το ΡΟΚ ακούγεται ξανά στην Αθήνα και προπαντός συζητιέται. Έπειτα από χρόνια απουσίας, άνθρωποι μιλάνε για Ροκ μουσική, για Ροκ τρόπο ζωής. Γίνονται μερικές συναυλίες τσάμπα. Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, στην αμερικανική ένωση, στο θέατρο Γκλόρια οι Σώκρατες, ο Ηρακλής, αργότερα ο Άσιμος που παίζει μαζί με άλλους στο δρόμο, ο Άλαν, οι Σπυριδούλα, ο Σιδηρόπουλος φτιάχνανε μια κατάσταση για ν’ ακουστεί η μουσική μας.

Οι πρώτες γκρίζες μέρες. Τα στρογγυλά φύλλα που ‘ χαν κιτρινίσει στα κλαριά των ακακιών ξεκόλλησαν και πέσανε πάνω στην τραγιάσκα του γεροντάκου που εδώ και πενηνταπέντε χρόνια καθότανε στο πάνω μέρος της πλατείας και γυάλιζε παπούτσια. Όταν είχε πρωτοέρθει από την επαρχία η πλατεία δεν υπήρχε. Ήταν ένα πλάτωμα που συναντιόντουσαν τρεις χείμαρροι, ένας κατέβαινε από την Θεμιστοκλέους , άλλος από την Αραχώβης κι ένας τρίτος από την Βαλτετσίου. Τώρα οι χείμαρροι ήτανε δρόμοι και φέρνανε τον κόσμο στην πλατεία , κι ο γεροντάκος που ‘ χε σταματήσει να κοιτάζει τα παπούτσια τους, τους κοίταζε ψηλά στα πρόσωπα λες και κάτι περίμενε να του πούνε. Μοιάζανε όλοι τους ανήσυχοι. Υπήρχε γύρω μια διάχυτη νευρικότητα. Λίγοι κάθονταν στα τραπεζάκια ή στο γρασίδι. Τώρα έβλεπες μικρές – μικρές παρέες. Κάποια στιγμή κάποιος έφευγε και πήγαινε σε μια άλλη παρέα, κάτι έλεγε στα γρήγορα, ξανάφευγε και πήγαινε σε άλλη παρέα. Μια διαρκής και νευρώδης κίνηση. Πολλοί κάθονταν μόνοι τους και κοιτάζανε χαμηλά τα παπούτσια τους.
Το έρεβος μιας ατέλειωτης νύχτας ξεδιπλωνότανε, οι φωνές χαμήλωναν και χάνονταν σε ψιθύρους, τα μάτια γλίστραγαν πάνω στα πρόσωπα, τα νευρικά δάχτυλα που στρίβανε και ασπρίζανε στις κλειδώσεις, κάποιος που περπατούσε ανήσυχος ανάμεσα στα τραπεζάκια λέγοντας βρισιές χωρίς συνοχή λες και απευθυνόταν σε όλους, εκεί ο Μητσάρας με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα τραπεζάκι να κλαιει σιγανά, ενώ από το στόμα του τρέχουνε ξερατά με αλκοόλ και ανακατεύονται με δάκρυα.
Το πέμπτο Γυμνάσιο σχόλαγε αλλά ο Λουκάς έλειπε από τη θέση του στην πλατεία. Τις προάλλες καθώς έτρεχε με τα’ αμάξι του σ’ ένα επαρχιακό δρόμο καρφώθηκε πάνω σ’ ένα δέντρο και έμεινε στο τόπο.
Τη Ράνια προχθές ακόμη μόλις την προλάβανε με το στομάχι γεμάτο χάπια και της κάνανε πλύση για να γλιτώσει.
Το Γιατρό τον σκοτώσανε στο σπίτι του οι μπάτσοι.
Όλοι το διαβάσαμε… Κόσμος ήτανε μαζεμένος στην γωνιακιά πολυκατοικία, σήμερα το πρώι μόλις ανακάλυψαν από την αποφορά της αποσύνθεσης που έβγαινε από το υπόγειο φαλτσαριστό παράθυρο , ένα δεκαεννιάχρονο που είχε κόψει από μέρες το λαρύγγι του. Έβγαινε στην πλατεία και καθότανε μόνος του σε κάποιο τραπεζάκι αλλά γνωστούς δεν είχε.
Το Σαλονικιό τον πυροβολήσανε μέσα σε μια λέσχη μια νύχτα.
Ο Κασίμης πέθανε με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Τη Μάιωχοφ, την μαύρη γατούλα την κυνήγησε το λυκόσκυλο κάποιου μαλάκα και την ξεκοίλιασε.
Οι ταξιτζήδες ζητάγανε από τους πιστιρικάδες να γαμήσουνε τις ξέμπαρκες για κάνα χιλιάρικο.
Το ταξίδι της νύχτας χωρίς τέλος άρχισε να ξεδιπλώνεται.
Ο Τζιμάκος αγόρασε μια παλιά ΒΜW κι έφευγε κι ερχόταν βιαστικός. Άρχισε αλισβερίσι με τους ποινικούς και ακούστηκε ότι σπρώχνει μαύρα. Δεν προλάβαινε να μας χαιρετήσει καλά – καλά.
Στις οικοδομές και στα παλιά κι εγκαταλειμμένα σπίτια γύρω από την πλατεία σύριγγες, κουτάλια σπαρματσέτα. Οι πρώτοι θάνατοι. Έναν τυπά τον βρήκανε στις σκάλες μιας πολυκατοικίας παγωμένο, με τη σύριγγα στο μπράτσο – υπερδόση.
Ο Βαγγέλης, η μυυστηριώδης νήσος, έφαγε μια μαχαιριά στην κοιλιά από ένα τύπο πάνω στην τράμπα.
Οι πρώτες αυτοκτονίες. Τον Δαβιδ τον βρήκανε στην παραλία μπουκωμένο χάπια να χαρετάει την αυγή με τα παιχνιδίσματα του πρωινού ήλιου στ’ ανοιχτά της θάλασσας πάνω στα νεκρά του μάτια.
Ο Λιβέρης, που τις τελευταίες μέρες καθότανε μόνος του καταμεσής στην πλατεία σ’ ένα παγκάκι και δεν μίλαγε σε κανένα , κάποια μέρα αυτοπυρπολήθηκε.
Τη Σόνια τη τραβεστί τη σκοτώσανε και την πετάξανε στα βράχια στο Σούνιο.
Κάποιος πήδηξε από τέσσερις ορόφους,
Ο Μαχαράτζι μίλησε στην αστυνομία. Ο Όττο μάθαμε ότι είναι χαφιές.
Πολλοί μπήκαν στις φυλακές άλλοι για χρόνια, άλλοι για μήνες.
Κάποιοι κάνανε ληστεία σε τράπεζα και ούτε λεφτά καταφέρανε να πάρουνε και σκότωσαν και έναν άσχετο. Μπήκανε στην φυλακή για χρόνια. Άλλοι χωρίς να κάνουνε τίποτα μπήκαν στην φυλακή με στημένες κατηγορίες.
Ο Κυριάκος, ο Κυρίτσης, η γυναίκα του. Ο Μιχαλάκης πιάστηκε σινεμά. Είπανε ότι θα τον έκαιγε σαν διαμαρτυρία γιατί έπαίζε τον Αγώνα του Χίτλερ.
Ο Στράτος που έκαβε κάθε λίγο τις φλέβες του.
Ο Μητσάρας, ο Κύργιος, τα μεθύσια του κι ο θάνατός του σ’ ένα υπνωτήριο της οδού Αθηνάς.
Ο Γιώργος από την Ελβετία με μια εκατομμυριούχα στην Αμερική.
Ο Θάμνος κλείστηκε από την μάνα του στο Δαφνί.
Ο Χρήστος ο Ραϊχιτικός στην Νέα Υόρκη έπιασε δουλειά σ’ ένα πάρκιν αυτοκινήτων.
Ο Μαξ που τελευταία ζει στη Θεσσαλονίκη, έμαθα ότι είναι με ψυχοφάρμακα.
Η Μόνικα είναι σε μια φάρμα στην Έσση.
Ο Γαϊτάνος σκοτώθηκε με τη μηχανή του σ’ ένα νησί.
Ο τεράστιος Χάρης έφυγε, Μπαρκάρε με σκοπό να πάει στην Νότια Αμερική να συναντήσει τους Τουπαμάρος.

Περιδιαβαίνοντας για χρόνια στους δρόμους των πόλεων και βλέποντας αποσπάσματα και αντανακλάσεις του εαυτού μου πάνω σε λαμαρίνες αυτοκινήτων νιώθω στα σίγουρα πολλαπλασιασμούς με τα κακέκτυπα αυτά είδωλα που με κυνηγούν.
Μια άσκημη διάθεση κατεβαίνει από κάπου ψηλά και πλημμυρίζει το κορμί μου, την μοναξιά μου, τη διάθεση που όμως οδηγεί στο τίποτα, την καρδιά στην παγωμάρα, το λαρύγγι στο σκλήρημα απ’ τα τσιγάρα, τον αέρα να με πνίγει, το περίπτερο στην γωνία μακρινό και απρόσιτο, τα χέρια μου μουδιασμένα , το στομάχι μου με ξυνίλες και μια επιπλέον γεύση ότι λίγα είναι τα ψωμιά μου, το καινούριο παντελόνι γεμάτο ζάρες, ασιδέρωτο, το κρύο που’ ρχεται πέρα από τον Υμηττό, με τα χλωμά σύννεφα χαμένα κι αυτά από κάτι ξεθωριασμένες ανταύγειες ενός φεγγαριού που δεν λεει απολύτως τίποτα για το αποψινό βράδυ, αυτή η διάθεση που κατεβαίνει από ψηλά σαν κάποια αράχνη που κρέμεται ενώ γλιστράει πάνω στο νήμα που βγάζει απ’ το κώλο της, είναι η πρόσκαιρη παρέα.
Μια μουσική ερωτική, μια φωνή ερωτική, όσο μισό χαρέμι με δεκατετράχρονα ουρία και γω με μια όρεξη ερωτική που όμως σταματάει πολύ πριν τα αρχίδια μου. Μισοξαπλωμένος χαιρετάω με το μικρό μου δαχτυλάκι τα’ αστέρια που δεν πέφτουνε ή χασμουριώνται κάπου ψηλά στον αττικό ουρανό.
Σκιές μεσ’ στη νύχτα που πέφτει να σκεπάσει τη μνήμη μου, σκιές ανθρώπων και μιζέριας, οι Ηροστράτοι, καταστροφείς έργων και θεσμών για προσωπικούς λόγους που όμως δίνουνε την επιβεβαίωση και τη δικαίωση της ύπαρξης σ’ ένα κόσμο που μας εξαφανίζει και το θέαμα μας κάνει αδιάφορους θεατές.
Καταστροφείς μηχανών, Χίπυς, Ρόκερ, Αναχωρητές, Γιόγκι, Αλήτες, Ζητιάνοι, Πανκ μας γητεύουν. Σχιζοφρενείς, παρανοϊκοί, απόβλητοι κοινωνικά μας σαγηνεύουν. Έχω αρχίσει να στριμώχνομαι σ’ ένα χώρο πολύ μικρό, χώρο τόσο δα μικρούλη και μου τη σπάει, νιώθω χολή στο μυαλό μου, το μεταβολισμό της φύσης γύρω μου να με τυλίγει σαν πελώριος πίθωνας και να με σαλιώνει ολόγυρα για να με καταπιεί.
Κλείσανε οι δρόμοι διαφυγής. Μαζί θα πεθάνουμε.

Επιλογή και επιμέλεια Νίκος Λέκκας
www.poein.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου