Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010
η περιπτωση του Ηλια Πετροπουλου
ΒΙογΡΑΦΙκΑ σΤΟΙχΕΙΑ
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1973. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με τον υπογειο κοσμο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους,συμμορίτες και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι 'ήρωες' των βιβλίων του. Ακάματος συγγραφέας και ερευνητής έγραφε μέχρι το 2003 που πέθανε από καρκίνο. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.
Τα βιβλία του έχουν συχνά τη μορφή της μελέτης ή της μονογραφίας ενώ πολλά αποτελούν συλλογές άρθρων παρεμφερούς θεματικής, είτε αδημοσίευτων, είτε δημοσιευμένων σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό με το βιβλίο του Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1979 από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη ενώ αναμφισβήτητη είναι και η αξία της πρώτης ρεμπετολογικής μελέτης στην Ελλάδα που ακόμα και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς για τη μελέτη του ρεμπέτικου-τροπου ζωης, τα Ρεμπέτικα τραγούδια (Αθήνα 1968), τα οποία εκδόθηκαν πολλάκις έκτοτε, με αρκετές προσθήκες και βελτιώσεις. Άλλα του έργα είναι τα Καλιαρντά (Αθήνα 1971), Kiosque grec, La Voiture grecque, Cages d'oiseaux, Moments en Grèce (Το ελληνικό περίπτερο, Αυτοκίνητο, Κλουβιά πουλιών και Στιγμές στην Ελλάδα) που εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1976 καθώς και Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι (Αθήνα 1979), Το μπουρδέλο (Αθήνα 1980), Θεσσαλονίκη: η μνήμη μιας πόλης (Παρίσι 1982), Πτώματα, πτώματα, πτώματα (Αθήνα 1988), Ο μύσταξ (Αθήνα 1989), Ρεμπετολογία (Αθήνα 1990) και το τελευταίο βιβλίο εμπνευσμένο από τη μόδα του στρινγκ, πιστό στο στυλ Πετρόπουλου, Ο κουραδοκόφτης.
Ανάμεσα στα έργα του, είναι ακόμα το πασίγνωστο Το άγιο χασισάκι, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Ιστορία της Καπότας, Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες, καθώς και το τελευταίο του που κυκλοφόρησε το 2003, οι Παροιμίες του υπόκοσμου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε μονογραφίες για τους ζωγράφους Μοσχίδη, Πεντζίκη, Τέτση, Σικελιώτη και τους γελοιογράφους Μποστ και Καναβάκη. Το 1966 εξέδωσε το βιβλίο του Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης.
Τα τρία ποιητικά έργα του Πετρόπουλου ακολουθούν την ίδια οπτική που διαφαίνεται σε όλο του το έργο. Έτσι, στην σκληρή και ασυνήθιστή του ποίηση, συναντάμε τον ίδιο ανατρεπτικό χαρακτήρα - πλην όμως εδώ μας παρουσιάζεται ο όχι χωρίς τρυφερές στιγμές συναισθηματικός του κόσμος. Το τελευταίο βιβλίο ήταν το Ποτέ και τίποτα και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1993. Το 2000 κυκλοφόρησαν ποιήματα από αυτή τη συλλογή, μελοποιημένα από την Μαρίνα Καναβάκη, σε άλμπουμ με τον ομώνυμο τίτλο.
Ο Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό,μηδενιστικό χαρακτήρα των γραπτών του. Για το βιβλίο του Τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα Καλιαρντά το 1972 και για το κείμενό του Σώμα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 —δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του— εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας. Κουρασμένος από το κυνηγητό και απογοητευμένος, μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα.
Επίμονος ερευνητής των λαϊκών φραστικών επινοήσεων αλλά και πιστός στην πολυτονική γραφή, συστηνόταν ως λαογράφος και έψεγε με το ύφος του τον καθωσπρεπισμό του «πολιτικά ορθού». Το έργο του αναδίδει μια αίσθηση καθολικού ανθρώπου. Δεν θα ήταν υπερβολή να τον χαρακτηρίσουμε ιστορικό, λαογράφο, γλωσσολόγο, εικαστικό καλλιτέχνη (έχει εικονογραφήσει αρκετά βιβλία του με σκίτσα και κολλάζ), φωτογράφο - εν τέλει έναν ελευθέριο στοχαστή-ερευνητή που το έργο του αξίζει ευρύτερης προσοχής. Τα περίπου 80 βιβλία του αποτελούν καταθέσεις έρευνας και μελέτης του λαϊκού μας υποπολιτισμού, ενώ πολλές φορές εξερευνά θέματα ταμπού ή περιθωριακά (χασίς, ρεμπέτικο, υπόκοσμος, πορνεία, σεξουαλικότητα, φυλακή).
Στα 40 χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2003 στο Παρίσι, δημοσίευσε 80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα. Kατά τον θάνατό του, ζήτησε να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να πεταχτούν στον υπόνομο. Με βασικό άξονα ό,τι ο ίδιος αποκάλεσε «λαογραφία του άστεως», το έργο του καταγράφει δομές, θεσμούς, τρόπους έκφρασης και αντικείμενα της ελληνικής λαϊκής υποκουλτούρας. Το ανέκδοτο έργο του είναι τεράστιο, μέρος του οποίου είναι λεξικογραφικό. Το «Υπο–Λεξικό», το «Λεξικό του πολιτικού λόγου», το «Ονοματολεξικό» και τα «Φλοράδικα» περιμένουν τη μεταθανάτια επιμέλεια και δημοσίευσή τους.
Το 2005 κυκλοφόρησε το ντοκυμαντέρ "Ηλίας Πετρόπουλος - Ένας κόσμος υπόγειος", διάρκειας 61', σκηνοθεσίας Καλλιόπης Λεγάκη, στο οποίο συντελεστές ήταν και ο ίδιος ο Πετρόπουλος λίγο πριν το θάνατό του.
Το 2006 κυκλοφόρησε το βιβλίο "Ελλάδος Κοιμητήρια", ενώ το 2009 δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία μια συνέντευξη του συγγραφέα όπου σχολιάζει μεταξύ άλλων τον κατα την άποψη του ελληνικό εθνικισμό.
Ηλίας Πετρόπουλος
Επικήδειος λόγος
Λόγος επικήδειος
διά τα παλαιά άγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,
αλλά συγχρόνως και ελεγεία
εις ανάμνησιν της ομορφιάς μιας γυναίκας
εξαιρετικώς αγαπηθείσης.
Καλούνται ρεμπέτικα τραγούδια τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος. Η περιφρονημένη χωρίς ανταπόκριση αγάπη και το τρισμέγιστον μαρτύριον του θαμένου εκουσίως έρωτος από τα ρεμπέτικα τραγούδια εξόχως ανιστορήθησαν. Τα ρεμπέτικα υπήρξαν κάποτε η παρηγοριά μας. Ήταν οι λευκοί ασπασμοί των παραγνωρισμένων. Αξιώθηκα να κρατήσω στα χέρια μου το βουβό, πλέον, μπουζούκι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δεν τραγουδούσαν οι γυναίκες (αυτές συνήθως αργά κατανοούν το πόσο αγαπήθηκαν), ούτε τα τραγουδούσαν οι σκληρόκαρδοι.
Όχι μόνο για την αλήθια, αλλά και για την ομορφιά της αλήθιας νιάζομαι. Μη μου στείλεις περιστέρια· μαντεύω τα λόγια αγάπης που θα μου πεις. Ο έρως συμβαίνει σαν δυστύχημα. Κρατούσα, τότε, σαν βιολί το σώμα σου, μα τώρα που είμαστε μακριά σ' έχω φωτιά παντοτινή μες στην καρδιά μου. Θα ψάχνεις λυπημένη να με βρεις στους άδειους δρόμους και θα ρωτάς παντού για μένα, και στην περιρρέουσα μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών θα αναζητάς επί ματαίω παρηγοριά. Εφέτος ανήμερα το Πάσχα έβρεχε και η δολιότης πίκραινε την καρδιά μου. Το ξέρω· η θέση μου είναι στο νεκροταφείο. Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι. Δεν είμαι δικός μου. Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν. Θλιβερά βλέματα τέκνα της σιωπής μου. Ο θάνατος απόψε διώχνει το κάθε τι απ' την ψυχή μου. Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα.
Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία πού ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια. Τα ρεμπέτικα προήχθησαν εις μαυσωλείον αισθημάτων. Το να υποφέρεις απ' του κόσμου τις πίκρες είναι αναγκαίον, και ίσως νόμιμο. Πάθος έδωσα και πάθος δεν έλαβα, κι ό,τι έπιασα έγινε στάχτη. Πολλά εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου με γαλούχησε με τα τραγούδια αυτά. Έχτισα το παρόν βιβλίο, σα να έχτιζα χελιδονοφωλιά, προς χάριν του ισοβίου φίλου Τσιτσάνη. Την εγκαρτέρηση εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα.
Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (άχ, σβήνω) όταν εσύ χρησιμοποιείς τα αισθήματα μου σαν κέρματα. Αν πρόκειται κανείς να διατηρήσει την ευαισθησία του ας είναι ο ηττημένος. Τα ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ως αναμνήσεις. Ζήσαμε τις πιο εφιαλτικές νύχτες του αιώνος. Οι ενθυμήσεις ελλοχεύουν. Ένιωσα τα πάντα μόνον σαν πάθη. Άφησέ με νάμαι παράφορος, αφού η λογική είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Υπήρξα ένας Ιδανικός Φαύνος. Θα σε γκρεμίσω με δάκρυα, ζοφερή πολυαγαπημένη.
Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς. Και μόνον όποιος τα πλησιάσει με αγνό αίσθημα τα νιώθει και τα χαίρεται. Γιατί, η καρδιά με καρδιά μετριέται.
Έκλεισεν ό κύκλος των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ανήκουν πια στο παρελθόν τα τραγούδια αυτά. Χοροστατώ μοιραίως στό μνημόσυνο τους αφού ο *** κυμαίνεται, τη νύχτα αυτή, μεταξύ ευφημίας και επιβιώσεως.
Αίφνης σκοτείνιασε η πλάση και η αυτοκτονία απέβη το όνειρο εκάστου εχέφρονος ανθρώπου. Ο θεηφόρος έρως μόνη πειθώ τής ζωής. Φυλακτά σε σχήμα καρδίας αντίκρυσα στο βυζαντινό μουσείον Αθηνών. Στα λάσια μπράτσα των ρεμπέτηδων συχνά βλέπω κεντημένη μιά καρδιά με φυλλοκάρδια, όπου στη μέση της έχει το όνομα της πολυαγαπημένης.
Οι νεοελληνικοί αιώνες εγκυμονούσαν τα ρεμπέτικα τραγούδια. Στον έρωτα ο χρόνος ετάχθη υπέρ των ανδρών. Αφότου γεννηθήκαμε ο θάνατος αναμένει. Ήπια τα χίλια πικρά όχι, πριν καταπιαστώ με τα ρεμπέτικα. Οι χαρές, όπως και οι ηδονές, οδηγούν στην γνήσια θλίψη. Σαν χειρονομίες σφοδρού κοπετού μοιάζουν τα φτερουγίσματα αυτουνών που χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ο Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατί αποκαλεί τον ζεϊμπέκικο Χορό των Χορών. Ίσως, μόνον ένας ερωτευμένος μπορούσε να συντάξει τον επικήδειο των ρεμπέτικων τραγουδιών, πού εξακολουθούν να φαντάζουν σαν μαγικός λουλουδότοπος μακρινός, οριστικά χαμένος και απροσπέλαστος. Ο νους του ανθρώπου (ισχυρός ως ο έρως, πανίσχυρος ως ο θάνατος) εξακοντίζεται προς το παρελθόν. Η θλίψη αποτελεί την ηχώ τών ερωτικών λαϊκών ασμάτων. Είθε, σύντομα τα ελληνόπουλα να διδάσκονται στα σχολεία την απαράμιλλη μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών.
Θα σταδιοδρομήσω του λοιπού ως προδότης. Κατάβαθα κι εγώ, κατάβαθα κι εσύ, πληγώσαμε τις καρδιές μας. Όλη νύχτα με ξυπνούσαν οι αναστεναγμοί μου. Είμαι φίλος των νεκρών. Το επόμενο πάθος με σώζει από το προηγούμενο, μα κάθε πάθος κατακάθεται στην παλίμψηστη ψυχή μου σαν μαυρίλα, και τότε η αυτοκτονία υποδύεται την λύτρωση. Η ιδιοφυΐα είναι η μόνη αποδεκτή μορφή παραφροσύνης, ο δε οίκτος φόρτος αλλοτρίων δυστυχιών. Οι μεγάλοι έρωτες, όλοι τους, είναι σαν ερωτικό παράπονο. Ο έρως στερείται νίκης. Αρχίζει και τελειώνει με ήττα του ανδρός. Σαν τον Αχιλλέα ήσουνα υπερήφανη και σκληρόκαρδη· όμως, ώρα σου καλή, όπου κι αν βρίσκεσαι, γλυκιά μου αγαπημένη.
Καθώς χαμένο σκυλί, σκυλί του δρόμου, σέρνομαι αυτές τις μαύρες μέρες με άδεια καρδιά και κάθε δειλινό πέφτω, πέφτω, σ' ένα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οι γυναίκες στερούνται φαντασίας και πάθους, αλλά εγώ αγάπησα και αγαπήθηκα, κι εσένα δείχνω όταν ερωτηθώ για το νόημα του έρωτος. Λιποτάκτης στην μυριάνθρωπη έρημη Αθήνα που με τρομοκρατεί κι όλο με εξωθεί προς την αυτοκτονία. Η απαισιοδοξία είναι απόδειξη ανθρωπιάς. Εγώ ειμί ο εχθρός μου. Στην ηλικία όπου τώρα πια έφτασα το νιώθω πεντακάθαρα πως είμαι ένας αποτυχημένος. Δεν θα σκεφτόμουνα ποτέ δίχως το συνοικέσιον της μελαγχολίας. Συχνά κλέβω ψυχές, μα εσύ δεν είσαι κοντά μου, ούτε σε ξένα χέρια. Γέρασα με ερωτευμένη καρδιά εφήβου. Είναι υπερβολή να ζεις με αγάπη κι είναι επικίνδυνο να κατέχεις, τόσο πολύ, τα μυστικά της ψυχής σου. Αδυνατώ να θάψω τις αναμνήσεις κι αυτό θα προσδιορίσει τον θάνατο μου. Την κοίτη του τάφου μου είδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θα άντεχες εσύ μιά ζωή δίχως ελπίδες;
Αργείς· η ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τα βράδια, ολομόναχος, κατάμονος, στο καμαράκι που ξέρεις, και κατηγορώ τον εαυτό μου, κι όλο σκέφτομαι περί της αδυσωπήτου φθοράς των αισθημάτων. Ο νους μου αρμενίζει προς την απελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλούς φίλους γύρω μου κι από τότε ζω σαν πουλί τρομαγμένο. Σε περιμένω μέρα και νύχτα και κάθε αυγή να ξαναγυρίσεις σε καρτερώ. Με παρασύρει η καρδιά μου (εσύ, γλυκιά μου, ακόμη την κυβερνάς) σε αναπολήσεις της εξαίσιας μορφής σου, που ούτε μπορώ ούτε θέλω να ξεχάσω, και που αφότου εχάθη σε μαύρα σκοτάδια μ' έριξε. Εκείνην που κάθεται αντίκρυ μου την έχω μες στα στήθια μου. Οι σκιές των δολοφονηθέντων φίλων, και ψες τη νύχτα, όπως κάθε νύχτα, ήρθαν αργοσαλεύοντας στον ύπνο μου, και τάχα ήσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλή, μαραμένη. Ευλαβούμενος της μνήμης των περιδιαβάζω στην Οδόν Αναπαύσεως. Όταν φεύγει η αγαπημένη είναι σαν νάχει πεθάνει. Στα μάτια σου τα σημάδια της προδοσίας. Η ομορφιά μιας γυναίκας είναι ένα ένδυμα ευχαριστήσεως. Κλείσε με στην καρδιά σου κι ας το ξέρουμε μόνον εμείς οι δυό.
Ήκμασαν τα ρεμπέτικα τραγούδια την εποχή που μετρούσαμε τάφους. Η δράση σχεδόν αποβλακώνει τον άνδρα. Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς. Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει, και είναι σοφώτατος όποιος λυπάται. Ο ερωτευμένος καταντάει μισός άνθρωπος. Ο οίκτος δέον να θεωρείται της αγάπης η ανάληψις. Έρωτα μάθετε οι ενοικούντες επί της γης. Πάντα οι απογοητευθέντες σώζουν την οικουμένη. Μιά ειδική λεβεντιά απαιτείται για νάναι κανείς ανήθικος. Η λογική μου εδρεύει στην καρδιά μου. Ο έρως θρέφει (αλίμονο) τους ιδεώδεις. Τα του παρελθόντος αγλαΐζονται. Ο κυνισμός φαίνεται πως είναι ο θώραξ των ευαισθήτων, που τους προφυλάσσει από τον δαίμονα της ενδοσκοπήσεως. Ο οίκτος έρχεται με τα χρόνια. Η σκέψη είναι δυστυχία. Εξ οίκτου αμαρτάνω. Τρομάζω όταν σκέφτομαι. Υπήρξες τόσον ωραία που σε σεβόμουνα. Είναι αντιδραστικός κι ο αρνούμενος να αποθάνει. Αντιφάσκω, άρα ζω. Η αυτοκτονία είναι έκφραση ανταποδοτική της κοινωνικής ποινής του ψυχικού εξοστρακισμού. Η μόνη προσωπική χειρονομία στην αυτοκτονία είναι η αυτόχειρη εκτέλεση μιάς κοινωνικής αποφάσεως. Στον έρωτα ενός ανδρός, πιθανώτατα, έχει μεγαλύτερη σημασία το ζέον αίσθημα παρά το όνομα της αγαπημένης. Η κεφαλή μου, τώρα, σε προσκέφαλο φέρετρον, κι όχι στα γόνατα σου, τώρα, αναπαύεται. Έναν σταυρό σού χάραξα στο μέτωπο και σε σημάδεψα. Μοναξιά θωπεία θανάτου.
Τα μάτια της προοιώνιζαν την καταδίκη. Τίποτε δεν μου στοίχισε ο χωρισμός· τίποτ' άλλο εκτός από την ενθρόνιση της μελαγχολίας. Μάλλον δεν υπάρχουν γυναίκες ανιδιοτελώς ερωτευμένες. Η γυνή φιλοδοξεί να αποβεί νεκροθάφτης του αγαπημένου της. Θάνατοι και θάνατοι θα διαβούν μα συ θα βαστάς μέσα μου. Εσύ, που απουσιάζεις κι ωστόσο νιώθω να με κοιτάς με χίλια μάτια. Εσύ, που ήσουνα εκείνη με τα πικρά δάκρυα και τα ολόγλυκα φιλιά. Η δεινή, εσύ, που μ' ανάγκασες ν' αγαπήσω τα λουλούδια περισσότερο απ' τους ανθρώπους. Εσύ, η λύκων βρώσις κι ο άγγελος των επιγείων λιβαδιών.
Έπραξαν το πάν για να μαράνουν την ζωντανή καρδιά των ρεμπέτηδων. Οι μεγάλες ψυχές αντιφάσκουν. Ισχυρότερη μνήμη είναι η μνήμη της καρδιάς. Ο λυρισμός ήταν η μόνη επιτρεπτή στους ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σαν δροσερό φύλλωμα, τα παλαιά αισθήματα. Για μιαν ακόμη φορά, στην άκρη τού γκρεμού, αλλάζω ψυχή κι ο νους μου ανθοφορεί. Καλβίνος του αγνού έρωτος, ελπίζω πως και η πλέον άσπλαχνη αγαπημένη δεν δύναται να σκοτώσει την ποίηση που κρύβει μέσα του ένας σιωπηλός άνδρας.
Βασικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι λαϊκά άσματα της αγάπης και, ειδικώτερα, της ερωτικής εγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τα μισά ρεμπέτικα έχουν τον έρωτα θέμα τους, και τα πιο πολλά απ' αυτά θρηνούν τον ερωτικό χωρισμό· την πικρότατη ορφάνια. Ο ρεμπέτης γνωρίζει ότι ο έρως είναι μεταθετό αίσθημα και ότι ο οίκτος των επικυριάρχων η αγάπη είναι. Τόσο έδειραν τα πάθη τους ανθρώπους των ρεμπέτικων τραγουδιών ώστε απώλεσαν το δικαίωμα να εκπροσωπούν τον εαυτό τους. Στα δημώδη άσματα ο εραστής καταπλήσσει με την ανδρεία, ενώ ο εραστής των ρεμπέτικων τραγουδιών εκλιπαρεί, καθικετεύει, ελκύει διά του οίκτου. Σε λιτανεία μετήλλαξε τον πανδαμάτορα έρωτα το ρεμπέτικο τραγούδι, όπου οι περιπτύξεις είναι ψυχικές οι δε μνήμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ορθόδοξος ερωτικός πρωθιερεύς αντιλαμβάνομαι σαφώς πως αν δεν χτίσεις μιά ζωή σφαλμάτων και αμαρτιών δεν θα εξαρθείς εις υπήκοον τού θανάτου, πως οπωσδήποτε καλύτερα είναι να σε σκοτώσουν παρά να αυτοκτονήσεις αφού η ανίκητη τρομερή πλειοψηφία των μοχθηρών ούτε αιδημοσύνην ούτε χλωρόν φόβον ένιωσε ποτέ, και, πως η καρδία οίκος της ψυχής εστίν. Η φιληδονία είναι αληθινή αρρώστια. Το γυμνό κορμί σου (ευφροσύνη της οράσεώς μου) οδηγεί στο φθινόπωρο, στο φθινόπωρο. Ουσιαστικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι ερωτικές επιστολές. Ο άνθρωπος είναι δύο. Δεν σε αναπολώ παρά σαν μιαν όμορφη κοπέλα (ώ, μεγαλείον των υψηλών γυναικών) να έρχεσαι με την αγκαλιά γεμάτη άνθη, και τότε σε φιλούσα και με αντιφιλούσες, πίστη μου κι ελπίδα μου. Αγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως άγνωστη που δεν ξεχνιέται. Εορτή των Νεκρών η μέρα του χωρισμού. Είπες παντού πως με μισείς, σαν όμως ξανανταμώσαμε, την ύστατη φορά, εδάκρυσες και με τρυφερότητα άπλωσες το πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στο ιδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα εδώ κοντά φτερουγίζεις — μακριά μου όσο ποτέ. Με θυμάσαι άραγε ακόμη, φευγάτη μου αγάπη;
Οι ερωτευμένοι χρησιμοποιούν ολόχρυσα λόγια, λόγια πού καίνε, αν και η αγάπη νιώθεται και δεν την αποδεικνύουν. Οι ερωτευμένοι εκφράζονται με υπερβολές γιατί διαβιούν εν υπερβολαίς. Όσο κι αν ο άνθρωπος έχει βουνό την καρδιά αδυνατεί να αγαπήσει πολλές φορές στη ζωή του. Ο έρως είναι ένας γλυκόπικρος εφιάλτης, σάβανο των ζωντανών, φονεύς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπός πουλιών, ελευθερωτής. Τέτοιους έρωτες ψάλλουν τ' αδέρφια μου, οι έσχατοι ρεμπέτες.
Αθήναι, Μάιος 1967.
(από το βιβλίο "Ρεμπέτικα Τραγούδια")
Απάνθισμα
Μικρός Απόπλους
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Η ποιηση ως σαρκοφαγο φυτο
"η ποιηση ειναι το καταφυγιο
που φθονουμε"
Κ.Γ.Καρυωτακης
Εχω γινει μηχανη εσωτερικης καυσης
καιω ιδεες παραγω συναισθηματα
και δεν ξερω ακομα αν η δημιουργια
λυτρωνει ή καταστρεφει
κι αν ειναι το ζητουμενο αυτο
ναι,ναι ξερω θα μου πεις η ποιηση λυτρωνει
αλλα σου λεω οτι ειναι μια γλαστρα δωματιου
σαρκοφαγο φυτο
που τρεφεται με την ψυχη
(αφου το σωμα πρωτα ξεπετσιασει)
και εγω λαιμαργα της την παρεχω
οχι απο επιλογη, απλα δεν γινεται αλλιως
επιμονα το ποτιζω
το βλεπω, να,να μεγαλωνει
κι οταν ανθιζει με λυτρωνει
κι οταν μαραινει με ζουλα
να του δωσω τα οξεα της ψυχης μου
Ποιηση αδηφαγο φυτο σου καταθετω την ψυχη μου
Κι οσο πλαταινει το φυλλωμα σου ανασταινεται η καρδια μου
Κι οσο κονταινει η ριζα σου στενευει η υπαρξη μου.
Το λεω σε ολους αυτους που πιστευουν οτι η δημιουργια λυτρωνει
Το λεω και σε μενα
Σε καθε τι βρισκω κομματια της ψυχης μου
Η ψυχη μου, η ζωη μου εχει εκπορνευτει σε καμβαδες,λεξεις γραμματα, κολαζ
και ιδεες
Κι αν μου ζητησει κι αλλα κι αλλα θα της δωσω
Σαρκοφαγο τερας, θηλυκε μου δαιμονα ζητα μου σημερα οτι θες
οτι προλαβω θε να παρω
οτι προλαβω θε να δωσω
φυτο σε ποτιζω αποψε με τα δακρυα μου
και μεγαλωνεις κι αλλο και ανθιζεις
και σε ποτιζουν κι αλλοι
και σε ποτισαν κι αλλοι
Βερλαιν,Ποε και Μπωντλαιρ και Ρεμπω και Καρουζοι, Καρυωτακηδες
κι αλλοι που περασανε και σταλες ριχνανε
και φιλοι καλοι και Μινες, Γιουλες, Ματινες,Δημητρες,Γιαννηδες,Γιωργηδες,Γιωργιες
και ειπα να μην ξαναγραψω
κι ειπα για λιγο να χαθω
Ποιηση παλι αποψε τι ζητας?
[moth-man].
που φθονουμε"
Κ.Γ.Καρυωτακης
Εχω γινει μηχανη εσωτερικης καυσης
καιω ιδεες παραγω συναισθηματα
και δεν ξερω ακομα αν η δημιουργια
λυτρωνει ή καταστρεφει
κι αν ειναι το ζητουμενο αυτο
ναι,ναι ξερω θα μου πεις η ποιηση λυτρωνει
αλλα σου λεω οτι ειναι μια γλαστρα δωματιου
σαρκοφαγο φυτο
που τρεφεται με την ψυχη
(αφου το σωμα πρωτα ξεπετσιασει)
και εγω λαιμαργα της την παρεχω
οχι απο επιλογη, απλα δεν γινεται αλλιως
επιμονα το ποτιζω
το βλεπω, να,να μεγαλωνει
κι οταν ανθιζει με λυτρωνει
κι οταν μαραινει με ζουλα
να του δωσω τα οξεα της ψυχης μου
Ποιηση αδηφαγο φυτο σου καταθετω την ψυχη μου
Κι οσο πλαταινει το φυλλωμα σου ανασταινεται η καρδια μου
Κι οσο κονταινει η ριζα σου στενευει η υπαρξη μου.
Το λεω σε ολους αυτους που πιστευουν οτι η δημιουργια λυτρωνει
Το λεω και σε μενα
Σε καθε τι βρισκω κομματια της ψυχης μου
Η ψυχη μου, η ζωη μου εχει εκπορνευτει σε καμβαδες,λεξεις γραμματα, κολαζ
και ιδεες
Κι αν μου ζητησει κι αλλα κι αλλα θα της δωσω
Σαρκοφαγο τερας, θηλυκε μου δαιμονα ζητα μου σημερα οτι θες
οτι προλαβω θε να παρω
οτι προλαβω θε να δωσω
φυτο σε ποτιζω αποψε με τα δακρυα μου
και μεγαλωνεις κι αλλο και ανθιζεις
και σε ποτιζουν κι αλλοι
και σε ποτισαν κι αλλοι
Βερλαιν,Ποε και Μπωντλαιρ και Ρεμπω και Καρουζοι, Καρυωτακηδες
κι αλλοι που περασανε και σταλες ριχνανε
και φιλοι καλοι και Μινες, Γιουλες, Ματινες,Δημητρες,Γιαννηδες,Γιωργηδες,Γιωργιες
και ειπα να μην ξαναγραψω
κι ειπα για λιγο να χαθω
Ποιηση παλι αποψε τι ζητας?
[moth-man].
Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010
Δημιουργικος Πυρετος
Εριξα ενα κερμα για να δω τι θα γινει και
εγινε αυτο που φοβομουν
το οτι ολα θα αλλαζαν το ηξερα
αλλα οτι οι επιθυμιες θα γινοταν αναγκες
παει πολυ
εστριψα ολα τα κερματα που ειχα και μου δειξαν το ιδιο
συγκρουσεις, πολεμοι,αντιφασεις στοιβαγμενα ολα
σε ενα σωμα, σε ενα κορμι
ολο το βαρος στους ωμους
γι αυτο καθε πρωι γυμναζομαι
Ακουγοντας κλασικη μουσικη ειναι περιπου σαν
να ακους την ψυχη σου να μιλαει
να ζωντανευει το πεδιο των μαχων σου
οταν ακους κλασικη ολα μεσα σου γινονται βιωμα
και αν νομιζεις οτι αυτη ειναι για να χαλαρωσεις ή κατι τετοιο
γελιεσαι, αυτα ειναι μαλακιες
κι η ισορροπια που αποκτας απο καθε τι ειναι περιεργη
ποια υγεια, ποια δημιουργια και ποια η σχεση τους
αφου το φυσιολογικο οριζεται στατιστικα, τι περιμενεις.
θα πειραματιστω, θα προσπαθησω να μην κανω νασυμβει
αυτο που συμβαινει παντα
θελει στρατηγικη τεχνικη
αφοσιωνεσαι στο αντικειμενο αρμεγωντας την συμβολικη του υπαρξη
και το αφηνεις ξεζουμισμενο, σαν ενα κουκλακι που βαρεθηκες να παιζεις,
σε μια γωνια
και καθως το κοιτας δε μενει τιποτα αλλα απο αυτο που ειναι
μια παρασταση εικονων,χρωματων, ραμμενων υφασματων
κουμπια σε σειρα ικανα να προκαλεσουν μονο το ματι
καθε εγκεφαλικη λειτουργια αναστελλεται
και ετσι, καπως ετσι, ελευθερωνομαι
αλλα δεν θελω να γινει κι ετσι
θα φτιαχνω μυθους, τοτεμ, συμβολισμους
ο συμβολισμος ειναι πνευματικοτητα
συναισθηματικη δραση, ριζωμα
απλα εγω θα κλαδευω καθε τοσο το φυλλωμα μου
για να χορευει το φως στην χαιτη του δενδρου μου
και θα με ποτιζω με ιδεες, ναι, ναι με ιδεες..
και θα σκαλιζω το εδαφος μου συνεχως
ωστε εκεινο να μην με αντεxει.
[moth-man].
εγινε αυτο που φοβομουν
το οτι ολα θα αλλαζαν το ηξερα
αλλα οτι οι επιθυμιες θα γινοταν αναγκες
παει πολυ
εστριψα ολα τα κερματα που ειχα και μου δειξαν το ιδιο
συγκρουσεις, πολεμοι,αντιφασεις στοιβαγμενα ολα
σε ενα σωμα, σε ενα κορμι
ολο το βαρος στους ωμους
γι αυτο καθε πρωι γυμναζομαι
Ακουγοντας κλασικη μουσικη ειναι περιπου σαν
να ακους την ψυχη σου να μιλαει
να ζωντανευει το πεδιο των μαχων σου
οταν ακους κλασικη ολα μεσα σου γινονται βιωμα
και αν νομιζεις οτι αυτη ειναι για να χαλαρωσεις ή κατι τετοιο
γελιεσαι, αυτα ειναι μαλακιες
κι η ισορροπια που αποκτας απο καθε τι ειναι περιεργη
ποια υγεια, ποια δημιουργια και ποια η σχεση τους
αφου το φυσιολογικο οριζεται στατιστικα, τι περιμενεις.
θα πειραματιστω, θα προσπαθησω να μην κανω νασυμβει
αυτο που συμβαινει παντα
θελει στρατηγικη τεχνικη
αφοσιωνεσαι στο αντικειμενο αρμεγωντας την συμβολικη του υπαρξη
και το αφηνεις ξεζουμισμενο, σαν ενα κουκλακι που βαρεθηκες να παιζεις,
σε μια γωνια
και καθως το κοιτας δε μενει τιποτα αλλα απο αυτο που ειναι
μια παρασταση εικονων,χρωματων, ραμμενων υφασματων
κουμπια σε σειρα ικανα να προκαλεσουν μονο το ματι
καθε εγκεφαλικη λειτουργια αναστελλεται
και ετσι, καπως ετσι, ελευθερωνομαι
αλλα δεν θελω να γινει κι ετσι
θα φτιαχνω μυθους, τοτεμ, συμβολισμους
ο συμβολισμος ειναι πνευματικοτητα
συναισθηματικη δραση, ριζωμα
απλα εγω θα κλαδευω καθε τοσο το φυλλωμα μου
για να χορευει το φως στην χαιτη του δενδρου μου
και θα με ποτιζω με ιδεες, ναι, ναι με ιδεες..
και θα σκαλιζω το εδαφος μου συνεχως
ωστε εκεινο να μην με αντεxει.
[moth-man].
Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010
Το Στριπτιζ της ψυχης
To στριπτιζ της ψυχης
Και οι θανατοι να παραφυλανε
Καθε ενας για τον καθενα τους
Μη ντρεπεσαι που δεν φορας ρουχα τωρα
Τωρα σε εμαθα τωρα εμαθες τωρα θυμηθηκες οτι ξερεις
αν και δεν ειχες ξεχασει
τουλαχιστον αυτο εδειχνες
με εκεινο το πονηρο καχυποπτο βλεμμα
τα πεταξες ολα και δεν σου μεινε τιποτα
τα εκανες ενα ματσο και τα εκαψες
καποια ηταν τοσο αντιπαθητικα κολλητα
και δεν εβγαιναν με τιποτα
καποια ηταν κομμενα απ΄την αρχη
κακοραμμενα
και καποια αλλα....καλα σιδερωμενα
τωρα κατσε Νερωνα και απολαυσε
μα μην αφησεις χωρο στην αυριανη ενοχη σου
Καληνυχτα..τα λεμε αυριο..το ιδιο αθωοι παλι...
[moth-man].
Και οι θανατοι να παραφυλανε
Καθε ενας για τον καθενα τους
Μη ντρεπεσαι που δεν φορας ρουχα τωρα
Τωρα σε εμαθα τωρα εμαθες τωρα θυμηθηκες οτι ξερεις
αν και δεν ειχες ξεχασει
τουλαχιστον αυτο εδειχνες
με εκεινο το πονηρο καχυποπτο βλεμμα
τα πεταξες ολα και δεν σου μεινε τιποτα
τα εκανες ενα ματσο και τα εκαψες
καποια ηταν τοσο αντιπαθητικα κολλητα
και δεν εβγαιναν με τιποτα
καποια ηταν κομμενα απ΄την αρχη
κακοραμμενα
και καποια αλλα....καλα σιδερωμενα
τωρα κατσε Νερωνα και απολαυσε
μα μην αφησεις χωρο στην αυριανη ενοχη σου
Καληνυχτα..τα λεμε αυριο..το ιδιο αθωοι παλι...
[moth-man].
Η περιπτωση του Γιωργου Μακρη
Η εξαίρεση στη θέση ότι «είμαστε όλοι παιδιά
της εποχής μας».
Η περίπτωση του Γιώργου Μακρή.
Γιώργος Β. Μακρής: «Γραπτά»
Εκδόσεις Εστίας (1986)
Εισαγωγικό σημείωμα - Σημειώσεις - Επιμέλεια: Ε. Χ. Γονατάς
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.
Μίλτος Σαχτούρης
ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ή ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Κάνε, Υπέρτατον Ον,
(...) ώστε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Τζακ Κέρουακ
να γίνουν κάποτε Πρόεδροι των ΗΠΑ
(...) και η Τεχνική
να ξαναγίνει
Τέχνη.
Κάνε, Κάνε λοιπόν δέντρα, γατιά και λουλούδια
και νέες κοπέλες και σεξ και τραγούδι.
Γιώργος Μακρής (1967)
Υπάρχουν βιβλία που μένουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων μετά τα Χριστούγεννα άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο ανάλογα με την εμπορικότητά τους. Αυτά τα αντιπαθώ, μαζί και τις κυρίες που στέκονται μπροστά τους και τα περιεργάζονται σαν φαλλικά υποκατάστατα απλώς και μόνο, ή τους αντίστοιχους κυρίους που το κάνουν για να επιδείξουν τις υπόγειες δήθεν πνευματικές αναζητήσεις τους και τη διαρκώς ανατροφοδοτούμενη φιλαναγνωσία τους. (Προσωπική παραξενιά, το ξέρω, αλλά και ταυτόχρονα πηγαία εμμονή). Κάποια άλλα τα βρίσκεις στο πίσω μέρος των βιβλιοπωλείων, σκονισμένα πλέον και με χρονολογίες έκδοσης τέτοιες που κι εσένα τον ίδιο σε εκπλήσσουν: Πότε ήταν που είχε πρωτοεκδοθεί κάποιο βιβλίο, και το θυμάσαι αυτό καλά γιατί είχες συνδέσει την έκδοσή του με ένα προσωπικό σου γεγονός, και τώρα παλιώνετε και οι δύο... Για μερικά άλλα, μαθαίνεις κάποια στιγμή ότι έχουν ήδη σταλεί για ανακύκλωση -τίποτα δεν πάει χαμένο, μού είπαν πριν από καιρό, όταν απόρησα για την απόσυρση ενός βιβλίου τού 1985 που έψαχνα. Αυτά αξίζει να σώσουμε γιατί κανένας δεν εγγυάται ότι θα τα ξαναδούμε σε νέα έκδοση όταν οδηγηθούν στην ανακύκλωση. Και πάντα, όταν κάνω τέτοιες ιδιότροπες, αρνητικές σκέψεις περί αποχωρήσεων, φέρνω στο μυαλό μου τον Ηλία Πετρόπουλο: Ένας-ένας οι φίλοι πεθαίνουν/ και βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα./ Ο Ηλίας με πληροφορεί, μεθοδικότατα,/ για τις κηδείες των ποιητών και ζωγράφων./ ... Η γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται./ Γράφω τον σύντομο επίλογο,/ ενώ τα χαρακώματα αδειάζουν,/ από μας, τους κωλόγερους. Και πάντα, ως ένα από αυτά τα «επικίνδυνα» προς εξαΰλωση βιβλία, θεωρώ τα Γραπτά του Γιώργου Β. Μακρή που αξίζει να σωθούν, τα Γραπτά και ο Γιώργος Μακρής.
Υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας, που εμείς θα συντριβούμε μόλις θα ξεκινήσουμε...
Για τον Γιώργο Μακρή άκουσα για πρώτη φορά όταν πριν από πολλά χρόνια μπήκε στο σπίτι, μέσω του αδερφού μου, το βιβλίο του. Ένας ογκώδης τόμος 540 σελίδων, ξεθωριασμένου μπλε χρώματος, με μία χαρακτηριστική τέμπερα του Αλέξη Ακριθάκη στο εξώφυλλο πάνω σε μία ιδέα του ίδιου του Μακρή. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποφασίσω να αγοράσω το βιβλίο, κι αυτό έγινε αφού έβλεπα διάφορες σκόρπιες αναφορές στον Μακρή σε άλλα βιβλία, που περισσότερο όμως οι συγγραφείς τους αναφέρονταν στην περίπτωση Μακρή ανεκδοτολογικά παρά φιλολογικά. Αυτό το γεγονός, της αναφοράς δηλαδή σε ένα πνευματικό πρόσωπο όχι τόσο για το έργο του αλλά για την υλική παρουσία του, για την ιδιομορφία του, καθώς και η εικόνα του βιβλίου που από την εποχή τής συγκατοίκησης με τον αδερφό μου στο πατρικό σπίτι κυκλοφορούσε μπροστά μου, με έκαναν να αναζητήσω αργότερα το βιβλίο στο κελάρι της Εστίας. Από τότε ο Μακρής περιπλανιέται και στο δικό μου σπίτι, έχοντας πολλές φορές αναρωτηθεί το γιατί: Γιατί αυτή η σε τακτά χρονικά διαστήματα διολίσθηση στα γραπτά του, ποιο κενό πάει να μού καλύψει ή ποιο απωθημένο;
Τι κι αν όλοι εσείς μού λέτε
πως τη μάχη έχω χαμένη.
Εγώ θα πολεμώ, θα πολεμώ, θα πολεμώ˙
ξέροντας καλά ωστόσο πως στην άκρη
με περιμένει ένα τέλος θλιβερό.
EdmondRostand
Τα υπάρχοντα Γραπτά του Μακρή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το αποτέλεσμα της ατομικής του φιλοσοφίας για τη σχέση χρόνου, τέχνης και υστεροφημίας: Έχοντας υπόψη μας, πως ο άνθρωπος δεν είναι ίσως παρά έμμεσος αυτοματισμός και φυσική εκδήλωση πολύτροπη, αναγνωρίζοντας πάντως βασικά το έργο τέχνης, μα αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική του κατοχύρωση σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Ό,τι συμπτωματικά (δια)σώθηκε και συμπτωματικά βρέθηκε μετά τον θάνατό του το 1968 και βρίσκεται στα Γραπτά, είναι μερικά ποιήματα, αφηγήματα, σκέψεις, σελίδες ημερολογίων, η εκπληκτική Προκήρυξη και το εξαιρετικό προοίμιο του περιοδικού Πάλι, επιστολές, μεταφράσεις, συμπληρωμένα με κάποιες γραφικές μαρτυρίες από άλλους για τον ίδιο. Πρόκειται για το αποτύπωμα ενός ανθρώπου, (Υπάρχει μέσα μου ένα σπέρμα εξομολογήσεως), σε διάσταση όχι με τη ζωή αλλά σε διάσταση με ό,τι οι περισσότεροι αποκαλούν ζωή: Το άσκοπο και μάταιο κυνηγητό του χρόνου που επενδύεται με διαρκείς αναμονές μέχρι να αυτοαναλωθεί κάποια στιγμή στην ίδια του την προσμονή. Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Ποτέ! Ποτέ!, αναφωνεί ο Πότζο, ξεσπώντας απέναντι στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν στο Περιμένοντας τον Γκοντό. Το ίδιο κάνει και ο Μακρής, αποσυντονίζοντας με εξαιρετική δεξιότητα τον χρόνο και απορυθμίζοντας την καθημερινή τάξη που επιβάλλει ο αιώνιος μικροαστός χαφιές της γειτονιάς μας. Και όλα αυτά, με τη μελαγχολία του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου που οσφραίνεται τη μικρότητα που αποπνέει η καθημερινότητα και απομακρύνεται από αυτή, άλλοτε σώματι, άλλοτε πνεύματι, αλλά πάντα ενεργητικά: Όντας εξάλλου σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνον δεν συγκρίνεται, έστω και μειονεκτώντας, με ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης... Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!
ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι...
(1944)
Κι αυτή τη διάσταση με την καθημερινότητα ο Μακρής την πραγματοποίησε, ενοποιώντας τη θεωρία με την πράξη: Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο./ Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων. Χωρίς επαγγελματικό τίτλο, χωρίς ακαδημαϊκές διακρίσεις, χωρίς εργασία, χωρίς τόπο μόνιμης κατοικίας, χωρίς καθημερινό πρόγραμμα, χωρίς ωράριο και έλεγχο, χωρίς καμία φροντίδα για να αφήσει γραπτό έργο, ο Μακρής ζούσε ανεξάρτητα απ’ τον καιρό του, κάπου αλλού μες στο μυαλό του, μες στη σκέψη του, όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Ζούσε στο περιθώριο μιας κοινωνίας κυριαρχημένης από την ιδιοκτησία, το συμφέρον, τη ματαιοδοξία και τους νόθους τίτλους, σκορπίζοντας απλόχερα το πνεύμα του στη συζήτηση, με πολλαπλά περιεχόμενα κι απλοποιημένη μορφή, όπως προσθέτει ο Τάσος Δενέγρης.
Συνεχίζων την λαμπράν παράδοσιν του παρελθόντος, εξακολουθώ να είμαι
η ακυβέρνητος και παλαιόθεν γνωστή σου σκούνα.
Διαβάζοντας κανείς τα απομεινάρια κάποιων επιστολών του, διακρίνει τη διαφορά τού Μακρή από τη μάζα: Την αθωότητα, την ειλικρίνεια, τη στοχαστικότητα. Μέσα σε αυτές τις επιστολές, με κωμική συχνά επιτήδευση και φιλοπαίγμονα διάθεση, καταγράφονται οι ανησυχίες του, οι εξομολογήσεις του, οι συναισθηματικές του καταστάσεις, τα αναγνώσματά του και φυσικά οι επιδράσεις του. Ό,τι έχει σωθεί από τις επιστολές του, φανερώνει έναν ευφυή παρατηρητή των ανθρώπων και των καταστάσεών τους, έναν άνθρωπο με έντονες πνευματικές ανησυχίες, έναν τεχνίτη στη διαχείριση των πνευματικών του αναζητήσεων, έναν επίμονο αναζητητή τού γνήσια πνευματικού ακόμα και όταν οι εξωτερικές συνθήκες δεν το ευνοούν: Εδώ είναι βρωμοεξορία τραγικής φύσεως, εντελώς περιττή ύστερα από παραμονή καναδυό μηνών και, καθώς καταλαβαίνεις, η διαμονή μου είναι εντελώς απεριορίστου χρονικού διαστήματος. Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι, τη στιγμή που με διαβάζεις, με οικτίρεις μ’ όλη σου την καρδιά, που δεν είμαι romanesque, που δε νιώθω “τη γαλήνη της εξοχής και τους απλούς της ανθρώπους”. Από κοντά όμως, η γαλήνη είναι μια κρυότατη ανία και “οι απλοί χωρικοί” πονηρά σκυλιά, γουρούνια βλακείας κι αποχτήνωσης... Τα μπάνια είναι μια λύσις. Η φύση εδώ γύρω είναι περίφημη. Μόνο οι άνθρωποι... Γράφω αρκετά, διαβάζω περισσότερο. Κάνω και θεωρίες, καταλαβαίνω βέβαια πως είναι ηλίθιο, μα είναι μια λύσις... Τώρα τελευταία διάβασα πολλά φιλοσοφικά, ως επί το πολύ, βιβλία.
Πάμπολλες οι αναφορές που υπάρχουν στα θραύσματα των επιστολών του σε βιβλία, ρεύματα ιδεών και συγγραφείς που, απ’ ό,τι ξέρουμε, λίγοι στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 και του ’50 ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να παρακολουθήσουν: Μαρξ, Φρόιντ, Λόουρυ, Σαρτρ, Ντεκάρτ, Μπήτνικς, Ντον Πάσος, Μάο κ.ά. Κάποιες από αυτές τις αναφορές που βρίσκονται στον έμμεσα βιβλιογραφικό οδηγό του, μαζί και με άλλες βέβαια, θα προσδιορίσουν έναν διάλογο του ίδιου με τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Τσέχοφ, τον Συμβολισμό. Αλλά πιο πολύ, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα ήταν προτροπές για βαθύτερο ήθος, για φιλία, για γλέντι. Ο Μακρής, την εποχή της Κατοχής, παρά το αντίξοο πνευματικό κλίμα, είχε αποσυρθεί πεισματικά στο θερμοκήπιο των προσωπικών του ενδιαφερόντων, θα πει ο Άγγελος Καράκαλος, αναπτύσσοντας πρόωρα μια, ασυνήθιστη για την ηλικία του, πνευματική ωριμότητα. Αυτή την ωριμότητα θα δαπανήσει αφιλοκερδώς σε καφενοβίωση και σε κλειστούς φιλικούς κύκλους (Θα ήθελα να ξέρω το τέλος όλων αυτών που συναντάμε στους καφενέδες, αλλά φοβάμαι πως ποτέ δεν θα μπορέσω να το δω...[το αναφέρει ο Λ. Χρηστάκης στο Ιδεοδρόμιο, τ. 8, 2004]), «επιτρέποντας» μάλιστα ακόμη και τον δανεισμό βιβλίων χωρίς επιστροφή από την προσωπική του βιβλιοθήκη. Και πάντα, υλοποιώντας την άποψή του για τη μετά θάνατον εποχή (Είμαι χαρούμενος συχνά/ που δεν αφήνουμε ίχνη), προτιμούσε τις ατελείωτες συζητήσεις, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο με τη μέγιστη φυσικότητα και άνεση, ένας Χαμαιλέων των Σχέσεων, και όχι την καταγραφή, την αποτύπωση, την εν δυνάμει δημιουργία μιας πνευματικής διαθήκης. Αν ο Μακρής ζούσε, θα καταργούσε τα κείμενα και θα μιλούσε η ζωντανή παρουσία του. Αυτό που σήμερα δεν υπάρχει δηλαδή: Μπροστά στον πληθωρισμό των τυπωμένων λέξεων, απωλέσαμε την υλική παρουσία τού πνευματικού ανθρώπου, τον ζωντανό λόγο του στην ομήγυρη.
Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων και μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται και η πρωτοπόρα, ανατρεπτική θέση της ομάδας στην οποία συμμετείχε η οποία καταγράφεται στη λεγόμενη Προκήρυξη. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου, και ειδικότερα με το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, αλλά σε μια μάλλον τραγική της σύλληψη: Η προκήρυξη αυτή προτείνει την καταστροφή των αρχαίων μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Η Ακρόπολη ήδη από τότε, και πολύ περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών είτε εκ μέρους της χυδαίας τουριστικής λαίλαπας, εκείνων που τη θαύμαζαν με μάτι απλώς τουριστικό, κενό από κάθε αυθεντικό αίσθημα. Τότε μάλιστα, με τον αγκυλωτό σταυρό επάνω της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους.
Το ίδιο πρωτοποριακός εμφανίζεται ο Μακρής και είκοσι χρόνια μετά, το 1964, όταν έγραφε το Προοίμιο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Πάλι. Σκοπός του περιοδικού δεν ήταν να παίξει ένα συμπαντικό ρόλο, αλλά να προβάλει ορισμένες θέσεις και πρόσωπα που η ομάδα του περιοδικού θεωρούσε ότι είχαν παραμεριστεί άδικα τις προηγούμενες δεκαετίες. Σε αυτό το κείμενο, που ουσιαστικά δήλωνε την ταυτότητα του νέου περιοδικού, ο Μακρής εμφάνιζε και πάλι την ιδιοσυγκρασία του: Το Πάλι δεν είναι μία επιθεώρηση κλειστών και εκ των προτέρων καθορισμένων κατευθύνσεων... Το τετράδιο είναι ξένο προς κάθε πνεύμα συντήρησης... το τετράδιο παραμένει έξω από κάθε πνευματική ή πολιτική στράτευση, αλλά σεισμογραφικά ευαίσθητο σε κάθε απελευθερωτικό μήνυμα, προερχόμενο τόσο από το ιστορικό όσο και από το πνευματικό πεδίο... το τετράδιο δεν αποτελεί όργανο ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος... αλλά πεδίο ελεύθερων αναζητήσεων και προσεγγίσεων όσων κινημάτων (ατομικών ή συλλογικών) έφεραν σε γονιμότερη πυκνότητα παρουσίας την ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, τη διαύγεια και την ελπίδα... όσο για τον διάλογο, παραμένει ανοιχτός... Γι’ αυτό και θεωρεί καθήκον της επιτροπής την απόλυτη περιφρόνηση κάθε σχηματικού “espritdesérieux” και κάθε δογματισμού. Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι, ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ο Μακρής σε πλήρη ανάπτυξη.
Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ακόμη και το αποδομητικό χιούμορ μαζί με όλη την παιγνιώδη διάθεση που επιδεικνύει κανείς. Και κυρίως η διαφορετικότητα, η απόσταση από τον μέσο όρο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του, θα έλεγαν κάποιοι: Η διαφορά που είχε με την εποχή του, η απόσταση που διατήρησε από αυτήν σε όλη τη σύντομη διαδρομή του (1923 - 1968). Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του, δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της.
Δαπανήθηκα στις λόχμες/ μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά/
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα./ ...
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
(1944;)
Τουλάχιστον πρόφτασε να πεθάνει πριν γίνει και κείνος μεσήλικας,
όπως έγινε όλη η γενιά του.
Αυτός, ο πιο προχωρημένος, ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος που είχε η Ελλάδα, έχοντας ζήσει μια ζωή ποιητική, που δε λογάριαζε τα κοινά μέτρα του μέσου ανθρώπου, αλλά και πλησίστιος του Γκολιάντκιν ή του κατοίκου του ντοστογιεβσκικού Υπογείου τα τελευταία χρόνια της ζωής του από την ξένη προς αυτόν ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, αυτοκτόνησε τον Ιανουάριο του ’68: Στην πραγματικότητα ήταν ένας μόνιμος ανταποκριτής μηνυμάτων, που εξέφραζαν τις διαρκείς συγκρούσεις τού εσωτερικού του κόσμου... Τώρα μιλούσε λιγότερο, έδειχνε να σκέπτεται συνεχώς κάτι. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση, ότι στη συντροφιά “παρίστατο δι’ αντιπροσώπου”... Με τέτοια, βέβαια, αίσθηση της πραγματικότητας ή μάλλον τέτοια περιφρόνηση γι’ αυτήν, δεν είναι περίεργο ότι βιαζόταν να πεθάνει. Τρεις ή τέσσερις φορές αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Την τελευταία φορά το κατόρθωσε. Και αυτή την τελευταία του κίνηση την έκανε με τον μοναδικό, τραγικό όμως τώρα, δικό του τρόπο: Κείνο το απόγευμα είχε ήδη ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού του, έκτο πάτωμα, λέγοντας στο θυρωρό που τον είδε ν’ ανεβαίνει, και τον ρώτησε: “Πού πάτε κύριε Γιώργο;” - “Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως...”. Και με τη φράση αυτή, μαύρο χιούμορ, έφυγε από τον κόσμο, αφήνοντας το σώμα του να πέσει από την ταράτσα του σπιτιού του, στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Αυτός ο αρνητής, ο αποδεσμευμένος από την αρρώστια της υστεροφημίας, ο μέγας ανατροπέας των μικροαστικών συμβάσεων˙ αυτή η ζωντανή βαλβίδα αποσυμπίεσης της καθημερινής αυταπάτης. Ίσως, τελικά, να υπάρχει λόγος να μην ξεχάσουμε τον Γιώργο Μακρή αν και σίγουρα χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε, καθώς έγραφε ο Ά. Σικελιανός στην Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο.
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μάς κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία τού είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
(1950)
Δημήτρης Σ. Γιαννακόπουλος
«Ο ειδικός της γενικότητας»
της εποχής μας».
Η περίπτωση του Γιώργου Μακρή.
Γιώργος Β. Μακρής: «Γραπτά»
Εκδόσεις Εστίας (1986)
Εισαγωγικό σημείωμα - Σημειώσεις - Επιμέλεια: Ε. Χ. Γονατάς
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
μνήμη Γιώργου Μακρή
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους.
Μίλτος Σαχτούρης
ΠΡΟΣΕΥΧΗ Ή ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Κάνε, Υπέρτατον Ον,
(...) ώστε ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ ή ο Τζακ Κέρουακ
να γίνουν κάποτε Πρόεδροι των ΗΠΑ
(...) και η Τεχνική
να ξαναγίνει
Τέχνη.
Κάνε, Κάνε λοιπόν δέντρα, γατιά και λουλούδια
και νέες κοπέλες και σεξ και τραγούδι.
Γιώργος Μακρής (1967)
Υπάρχουν βιβλία που μένουν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων μετά τα Χριστούγεννα άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο ανάλογα με την εμπορικότητά τους. Αυτά τα αντιπαθώ, μαζί και τις κυρίες που στέκονται μπροστά τους και τα περιεργάζονται σαν φαλλικά υποκατάστατα απλώς και μόνο, ή τους αντίστοιχους κυρίους που το κάνουν για να επιδείξουν τις υπόγειες δήθεν πνευματικές αναζητήσεις τους και τη διαρκώς ανατροφοδοτούμενη φιλαναγνωσία τους. (Προσωπική παραξενιά, το ξέρω, αλλά και ταυτόχρονα πηγαία εμμονή). Κάποια άλλα τα βρίσκεις στο πίσω μέρος των βιβλιοπωλείων, σκονισμένα πλέον και με χρονολογίες έκδοσης τέτοιες που κι εσένα τον ίδιο σε εκπλήσσουν: Πότε ήταν που είχε πρωτοεκδοθεί κάποιο βιβλίο, και το θυμάσαι αυτό καλά γιατί είχες συνδέσει την έκδοσή του με ένα προσωπικό σου γεγονός, και τώρα παλιώνετε και οι δύο... Για μερικά άλλα, μαθαίνεις κάποια στιγμή ότι έχουν ήδη σταλεί για ανακύκλωση -τίποτα δεν πάει χαμένο, μού είπαν πριν από καιρό, όταν απόρησα για την απόσυρση ενός βιβλίου τού 1985 που έψαχνα. Αυτά αξίζει να σώσουμε γιατί κανένας δεν εγγυάται ότι θα τα ξαναδούμε σε νέα έκδοση όταν οδηγηθούν στην ανακύκλωση. Και πάντα, όταν κάνω τέτοιες ιδιότροπες, αρνητικές σκέψεις περί αποχωρήσεων, φέρνω στο μυαλό μου τον Ηλία Πετρόπουλο: Ένας-ένας οι φίλοι πεθαίνουν/ και βλέπω να αδειάζουν τα χαρακώματα./ Ο Ηλίας με πληροφορεί, μεθοδικότατα,/ για τις κηδείες των ποιητών και ζωγράφων./ ... Η γενιά μου φεύγει, σβήνει, χάνεται./ Γράφω τον σύντομο επίλογο,/ ενώ τα χαρακώματα αδειάζουν,/ από μας, τους κωλόγερους. Και πάντα, ως ένα από αυτά τα «επικίνδυνα» προς εξαΰλωση βιβλία, θεωρώ τα Γραπτά του Γιώργου Β. Μακρή που αξίζει να σωθούν, τα Γραπτά και ο Γιώργος Μακρής.
Υπάρχει τόση ψευτιά γύρω μας, που εμείς θα συντριβούμε μόλις θα ξεκινήσουμε...
Για τον Γιώργο Μακρή άκουσα για πρώτη φορά όταν πριν από πολλά χρόνια μπήκε στο σπίτι, μέσω του αδερφού μου, το βιβλίο του. Ένας ογκώδης τόμος 540 σελίδων, ξεθωριασμένου μπλε χρώματος, με μία χαρακτηριστική τέμπερα του Αλέξη Ακριθάκη στο εξώφυλλο πάνω σε μία ιδέα του ίδιου του Μακρή. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να αποφασίσω να αγοράσω το βιβλίο, κι αυτό έγινε αφού έβλεπα διάφορες σκόρπιες αναφορές στον Μακρή σε άλλα βιβλία, που περισσότερο όμως οι συγγραφείς τους αναφέρονταν στην περίπτωση Μακρή ανεκδοτολογικά παρά φιλολογικά. Αυτό το γεγονός, της αναφοράς δηλαδή σε ένα πνευματικό πρόσωπο όχι τόσο για το έργο του αλλά για την υλική παρουσία του, για την ιδιομορφία του, καθώς και η εικόνα του βιβλίου που από την εποχή τής συγκατοίκησης με τον αδερφό μου στο πατρικό σπίτι κυκλοφορούσε μπροστά μου, με έκαναν να αναζητήσω αργότερα το βιβλίο στο κελάρι της Εστίας. Από τότε ο Μακρής περιπλανιέται και στο δικό μου σπίτι, έχοντας πολλές φορές αναρωτηθεί το γιατί: Γιατί αυτή η σε τακτά χρονικά διαστήματα διολίσθηση στα γραπτά του, ποιο κενό πάει να μού καλύψει ή ποιο απωθημένο;
Τι κι αν όλοι εσείς μού λέτε
πως τη μάχη έχω χαμένη.
Εγώ θα πολεμώ, θα πολεμώ, θα πολεμώ˙
ξέροντας καλά ωστόσο πως στην άκρη
με περιμένει ένα τέλος θλιβερό.
EdmondRostand
Τα υπάρχοντα Γραπτά του Μακρή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το αποτέλεσμα της ατομικής του φιλοσοφίας για τη σχέση χρόνου, τέχνης και υστεροφημίας: Έχοντας υπόψη μας, πως ο άνθρωπος δεν είναι ίσως παρά έμμεσος αυτοματισμός και φυσική εκδήλωση πολύτροπη, αναγνωρίζοντας πάντως βασικά το έργο τέχνης, μα αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική του κατοχύρωση σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Ό,τι συμπτωματικά (δια)σώθηκε και συμπτωματικά βρέθηκε μετά τον θάνατό του το 1968 και βρίσκεται στα Γραπτά, είναι μερικά ποιήματα, αφηγήματα, σκέψεις, σελίδες ημερολογίων, η εκπληκτική Προκήρυξη και το εξαιρετικό προοίμιο του περιοδικού Πάλι, επιστολές, μεταφράσεις, συμπληρωμένα με κάποιες γραφικές μαρτυρίες από άλλους για τον ίδιο. Πρόκειται για το αποτύπωμα ενός ανθρώπου, (Υπάρχει μέσα μου ένα σπέρμα εξομολογήσεως), σε διάσταση όχι με τη ζωή αλλά σε διάσταση με ό,τι οι περισσότεροι αποκαλούν ζωή: Το άσκοπο και μάταιο κυνηγητό του χρόνου που επενδύεται με διαρκείς αναμονές μέχρι να αυτοαναλωθεί κάποια στιγμή στην ίδια του την προσμονή. Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Ποτέ! Ποτέ!, αναφωνεί ο Πότζο, ξεσπώντας απέναντι στον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν στο Περιμένοντας τον Γκοντό. Το ίδιο κάνει και ο Μακρής, αποσυντονίζοντας με εξαιρετική δεξιότητα τον χρόνο και απορυθμίζοντας την καθημερινή τάξη που επιβάλλει ο αιώνιος μικροαστός χαφιές της γειτονιάς μας. Και όλα αυτά, με τη μελαγχολία του γνήσιου πνευματικού ανθρώπου που οσφραίνεται τη μικρότητα που αποπνέει η καθημερινότητα και απομακρύνεται από αυτή, άλλοτε σώματι, άλλοτε πνεύματι, αλλά πάντα ενεργητικά: Όντας εξάλλου σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνον δεν συγκρίνεται, έστω και μειονεκτώντας, με ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης... Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!
ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι...
(1944)
Κι αυτή τη διάσταση με την καθημερινότητα ο Μακρής την πραγματοποίησε, ενοποιώντας τη θεωρία με την πράξη: Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο./ Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων. Χωρίς επαγγελματικό τίτλο, χωρίς ακαδημαϊκές διακρίσεις, χωρίς εργασία, χωρίς τόπο μόνιμης κατοικίας, χωρίς καθημερινό πρόγραμμα, χωρίς ωράριο και έλεγχο, χωρίς καμία φροντίδα για να αφήσει γραπτό έργο, ο Μακρής ζούσε ανεξάρτητα απ’ τον καιρό του, κάπου αλλού μες στο μυαλό του, μες στη σκέψη του, όπως λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Ζούσε στο περιθώριο μιας κοινωνίας κυριαρχημένης από την ιδιοκτησία, το συμφέρον, τη ματαιοδοξία και τους νόθους τίτλους, σκορπίζοντας απλόχερα το πνεύμα του στη συζήτηση, με πολλαπλά περιεχόμενα κι απλοποιημένη μορφή, όπως προσθέτει ο Τάσος Δενέγρης.
Συνεχίζων την λαμπράν παράδοσιν του παρελθόντος, εξακολουθώ να είμαι
η ακυβέρνητος και παλαιόθεν γνωστή σου σκούνα.
Διαβάζοντας κανείς τα απομεινάρια κάποιων επιστολών του, διακρίνει τη διαφορά τού Μακρή από τη μάζα: Την αθωότητα, την ειλικρίνεια, τη στοχαστικότητα. Μέσα σε αυτές τις επιστολές, με κωμική συχνά επιτήδευση και φιλοπαίγμονα διάθεση, καταγράφονται οι ανησυχίες του, οι εξομολογήσεις του, οι συναισθηματικές του καταστάσεις, τα αναγνώσματά του και φυσικά οι επιδράσεις του. Ό,τι έχει σωθεί από τις επιστολές του, φανερώνει έναν ευφυή παρατηρητή των ανθρώπων και των καταστάσεών τους, έναν άνθρωπο με έντονες πνευματικές ανησυχίες, έναν τεχνίτη στη διαχείριση των πνευματικών του αναζητήσεων, έναν επίμονο αναζητητή τού γνήσια πνευματικού ακόμα και όταν οι εξωτερικές συνθήκες δεν το ευνοούν: Εδώ είναι βρωμοεξορία τραγικής φύσεως, εντελώς περιττή ύστερα από παραμονή καναδυό μηνών και, καθώς καταλαβαίνεις, η διαμονή μου είναι εντελώς απεριορίστου χρονικού διαστήματος. Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι, τη στιγμή που με διαβάζεις, με οικτίρεις μ’ όλη σου την καρδιά, που δεν είμαι romanesque, που δε νιώθω “τη γαλήνη της εξοχής και τους απλούς της ανθρώπους”. Από κοντά όμως, η γαλήνη είναι μια κρυότατη ανία και “οι απλοί χωρικοί” πονηρά σκυλιά, γουρούνια βλακείας κι αποχτήνωσης... Τα μπάνια είναι μια λύσις. Η φύση εδώ γύρω είναι περίφημη. Μόνο οι άνθρωποι... Γράφω αρκετά, διαβάζω περισσότερο. Κάνω και θεωρίες, καταλαβαίνω βέβαια πως είναι ηλίθιο, μα είναι μια λύσις... Τώρα τελευταία διάβασα πολλά φιλοσοφικά, ως επί το πολύ, βιβλία.
Πάμπολλες οι αναφορές που υπάρχουν στα θραύσματα των επιστολών του σε βιβλία, ρεύματα ιδεών και συγγραφείς που, απ’ ό,τι ξέρουμε, λίγοι στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’40 και του ’50 ήταν σε θέση να γνωρίζουν και να παρακολουθήσουν: Μαρξ, Φρόιντ, Λόουρυ, Σαρτρ, Ντεκάρτ, Μπήτνικς, Ντον Πάσος, Μάο κ.ά. Κάποιες από αυτές τις αναφορές που βρίσκονται στον έμμεσα βιβλιογραφικό οδηγό του, μαζί και με άλλες βέβαια, θα προσδιορίσουν έναν διάλογο του ίδιου με τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Τσέχοφ, τον Συμβολισμό. Αλλά πιο πολύ, τα πνευματικά του ενδιαφέροντα ήταν προτροπές για βαθύτερο ήθος, για φιλία, για γλέντι. Ο Μακρής, την εποχή της Κατοχής, παρά το αντίξοο πνευματικό κλίμα, είχε αποσυρθεί πεισματικά στο θερμοκήπιο των προσωπικών του ενδιαφερόντων, θα πει ο Άγγελος Καράκαλος, αναπτύσσοντας πρόωρα μια, ασυνήθιστη για την ηλικία του, πνευματική ωριμότητα. Αυτή την ωριμότητα θα δαπανήσει αφιλοκερδώς σε καφενοβίωση και σε κλειστούς φιλικούς κύκλους (Θα ήθελα να ξέρω το τέλος όλων αυτών που συναντάμε στους καφενέδες, αλλά φοβάμαι πως ποτέ δεν θα μπορέσω να το δω...[το αναφέρει ο Λ. Χρηστάκης στο Ιδεοδρόμιο, τ. 8, 2004]), «επιτρέποντας» μάλιστα ακόμη και τον δανεισμό βιβλίων χωρίς επιστροφή από την προσωπική του βιβλιοθήκη. Και πάντα, υλοποιώντας την άποψή του για τη μετά θάνατον εποχή (Είμαι χαρούμενος συχνά/ που δεν αφήνουμε ίχνη), προτιμούσε τις ατελείωτες συζητήσεις, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο με τη μέγιστη φυσικότητα και άνεση, ένας Χαμαιλέων των Σχέσεων, και όχι την καταγραφή, την αποτύπωση, την εν δυνάμει δημιουργία μιας πνευματικής διαθήκης. Αν ο Μακρής ζούσε, θα καταργούσε τα κείμενα και θα μιλούσε η ζωντανή παρουσία του. Αυτό που σήμερα δεν υπάρχει δηλαδή: Μπροστά στον πληθωρισμό των τυπωμένων λέξεων, απωλέσαμε την υλική παρουσία τού πνευματικού ανθρώπου, τον ζωντανό λόγο του στην ομήγυρη.
Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων και μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάσσεται και η πρωτοπόρα, ανατρεπτική θέση της ομάδας στην οποία συμμετείχε η οποία καταγράφεται στη λεγόμενη Προκήρυξη. Σύμφωνα με την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, η προκήρυξη αυτή δεν έχει τον χαρακτήρα μανιφέστου, αλλά θα μπορούσε ωστόσο να συσχετιστεί με ανάλογα κείμενα των καλλιτεχνικών πρωτοποριών της Ευρώπης του μεσοπολέμου, και ειδικότερα με το πρώτο φουτουριστικό μανιφέστο του 1909. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να τη θεωρήσει ως εκδήλωση με στόχο το πάντρεμα τέχνης-δράσης, αλλά σε μια μάλλον τραγική της σύλληψη: Η προκήρυξη αυτή προτείνει την καταστροφή των αρχαίων μνημείων της Ακρόπολης των Αθηνών. Και όχι τυχαία. Η Ακρόπολη ήδη από τότε, και πολύ περισσότερο με την πάροδο του χρόνου, αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της εκμετάλλευσης είτε στο επίπεδο των κατά καιρούς προγονολατρών είτε εκ μέρους της χυδαίας τουριστικής λαίλαπας, εκείνων που τη θαύμαζαν με μάτι απλώς τουριστικό, κενό από κάθε αυθεντικό αίσθημα. Τότε μάλιστα, με τον αγκυλωτό σταυρό επάνω της, υπογραμμιζόταν επώδυνα, όχι μόνο η κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και η πλαστότητά τους.
Το ίδιο πρωτοποριακός εμφανίζεται ο Μακρής και είκοσι χρόνια μετά, το 1964, όταν έγραφε το Προοίμιο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Πάλι. Σκοπός του περιοδικού δεν ήταν να παίξει ένα συμπαντικό ρόλο, αλλά να προβάλει ορισμένες θέσεις και πρόσωπα που η ομάδα του περιοδικού θεωρούσε ότι είχαν παραμεριστεί άδικα τις προηγούμενες δεκαετίες. Σε αυτό το κείμενο, που ουσιαστικά δήλωνε την ταυτότητα του νέου περιοδικού, ο Μακρής εμφάνιζε και πάλι την ιδιοσυγκρασία του: Το Πάλι δεν είναι μία επιθεώρηση κλειστών και εκ των προτέρων καθορισμένων κατευθύνσεων... Το τετράδιο είναι ξένο προς κάθε πνεύμα συντήρησης... το τετράδιο παραμένει έξω από κάθε πνευματική ή πολιτική στράτευση, αλλά σεισμογραφικά ευαίσθητο σε κάθε απελευθερωτικό μήνυμα, προερχόμενο τόσο από το ιστορικό όσο και από το πνευματικό πεδίο... το τετράδιο δεν αποτελεί όργανο ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος... αλλά πεδίο ελεύθερων αναζητήσεων και προσεγγίσεων όσων κινημάτων (ατομικών ή συλλογικών) έφεραν σε γονιμότερη πυκνότητα παρουσίας την ανθρώπινη σκέψη και ύπαρξη, τη διαύγεια και την ελπίδα... όσο για τον διάλογο, παραμένει ανοιχτός... Γι’ αυτό και θεωρεί καθήκον της επιτροπής την απόλυτη περιφρόνηση κάθε σχηματικού “espritdesérieux” και κάθε δογματισμού. Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι, ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ο Μακρής σε πλήρη ανάπτυξη.
Η τέχνη και η σκέψη ήταν, είναι, και θα είναι ριψοκίνδυνη υπόθεση. Ακόμη και το αποδομητικό χιούμορ μαζί με όλη την παιγνιώδη διάθεση που επιδεικνύει κανείς. Και κυρίως η διαφορετικότητα, η απόσταση από τον μέσο όρο. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του, θα έλεγαν κάποιοι: Η διαφορά που είχε με την εποχή του, η απόσταση που διατήρησε από αυτήν σε όλη τη σύντομη διαδρομή του (1923 - 1968). Ο Γιώργος Μακρής δεν ήταν παιδί της εποχής του, δεν ήταν η εποχή του, απλώς δαπανήθηκε μέσα της.
Δαπανήθηκα στις λόχμες/ μες στην επιθυμία να μυρίσω δυνατά/
έτσι που να ξεκαθαριστεί το αμάρτημα./ ...
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
(1944;)
Τουλάχιστον πρόφτασε να πεθάνει πριν γίνει και κείνος μεσήλικας,
όπως έγινε όλη η γενιά του.
Αυτός, ο πιο προχωρημένος, ο πιο πρωτοποριακός διανοούμενος που είχε η Ελλάδα, έχοντας ζήσει μια ζωή ποιητική, που δε λογάριαζε τα κοινά μέτρα του μέσου ανθρώπου, αλλά και πλησίστιος του Γκολιάντκιν ή του κατοίκου του ντοστογιεβσκικού Υπογείου τα τελευταία χρόνια της ζωής του από την ξένη προς αυτόν ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60, αυτοκτόνησε τον Ιανουάριο του ’68: Στην πραγματικότητα ήταν ένας μόνιμος ανταποκριτής μηνυμάτων, που εξέφραζαν τις διαρκείς συγκρούσεις τού εσωτερικού του κόσμου... Τώρα μιλούσε λιγότερο, έδειχνε να σκέπτεται συνεχώς κάτι. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση, ότι στη συντροφιά “παρίστατο δι’ αντιπροσώπου”... Με τέτοια, βέβαια, αίσθηση της πραγματικότητας ή μάλλον τέτοια περιφρόνηση γι’ αυτήν, δεν είναι περίεργο ότι βιαζόταν να πεθάνει. Τρεις ή τέσσερις φορές αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Την τελευταία φορά το κατόρθωσε. Και αυτή την τελευταία του κίνηση την έκανε με τον μοναδικό, τραγικό όμως τώρα, δικό του τρόπο: Κείνο το απόγευμα είχε ήδη ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού του, έκτο πάτωμα, λέγοντας στο θυρωρό που τον είδε ν’ ανεβαίνει, και τον ρώτησε: “Πού πάτε κύριε Γιώργο;” - “Μη σε νοιάζει, θα κατέβω αμέσως...”. Και με τη φράση αυτή, μαύρο χιούμορ, έφυγε από τον κόσμο, αφήνοντας το σώμα του να πέσει από την ταράτσα του σπιτιού του, στη γωνία των οδών Μιχαλακοπούλου και Σεμιτέλου. Αναγνωρίστηκε από το διαβατήριο που βρέθηκε στην τσέπη του. Αυτός ο αρνητής, ο αποδεσμευμένος από την αρρώστια της υστεροφημίας, ο μέγας ανατροπέας των μικροαστικών συμβάσεων˙ αυτή η ζωντανή βαλβίδα αποσυμπίεσης της καθημερινής αυταπάτης. Ίσως, τελικά, να υπάρχει λόγος να μην ξεχάσουμε τον Γιώργο Μακρή αν και σίγουρα χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε, καθώς έγραφε ο Ά. Σικελιανός στην Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο.
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ
Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μάς κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία τού είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο και δεν είμαστε τίποτα απ’
αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.
(1950)
Δημήτρης Σ. Γιαννακόπουλος
«Ο ειδικός της γενικότητας»
Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010
Νέο Κύμα
Νέο Κύμα, πενήντα χρόνια μετά
Νouvelle Vague, ένα από τα πλέον ρηξικέλευθα όσο και δημοφιλή κινήματα που γνώρισε ποτέ η 7η Τέχνη.
Ο όρος Νouvelle Vague είναι συνδεδεμένος με την 7η Τέχνη, αλλά πολύς κόσμος ξεχνά ότι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα γαλλικά ΜΜΕ είχαν αρχίσει να τον χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν τις αλλαγές στην ευρύτερη κοινωνία της Γαλλίας, στη διαμόρφωση της οποίας τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η νεολαία. Ωστόσο, μετά τη συνδυαστική επιτυχία των «400 χτυπημάτων» τουΦρανσουά Τρυφόκαι της «Χιροσίμα, αγάπη μου» τουΑλέν Ρενέ που θριάμβευσαν στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959 (το πρώτο με το βραβείο σκηνοθεσίας, το δεύτερο με τον Χρυσό Φοίνικα), ο όρος έγινε «αυτοκόλλητος» με τον κινηματογράφο και τύποις τουλάχιστον, το 1959 έχει καταγραφεί ως έτος γέννησης του γαλλικού Νέου Κύματος. Στην ανάπτυξη του Νέου Κύματος σημαντικό ρόλο έπαιξε η θεωρητική δουλειά του περιοδικού «Cahiers du cin ma» («Κινηματογραφικά Τετράδια») από το οποίο ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους ως κριτικοί κινηματογράφου κατοπινοί σκηνοθέτες όπως οΚλοντ Σαμπρόλ,οΖαν Λυκ Γκοντάρ,οΕρίκ Ρομέρκαι οΤρυφό. Ως κριτικοί των «Cahiers» οι περισσότεροι της μελλοντικής παρέας που θα άλλαζε για πάντα τον κινηματογράφο, υπήρξαν ιδιαίτερα σκληροί απέναντι στο «Σινεμά του Μπαμπά» («Cinema de Ρapa»). Αυτό ήταν το παρατσούκλι που χρησιμοποιείτο για τον κινηματογράφο του εμπορικού «συστήματος» το οποίο εκπροσωπούσαν παλαιότεροι σκηνοθέτες όπως οΚλοντ Ατάν Λαρά, οΑντρέ Καγιάτ, οΑντρέ Ινεμπέλκαι οΑνρί Ζορζ Κλουζό. Την ίδια ώρα, όμως, τα παιδιά του Νέου Κύματος θαύμαζαν την ανεξάρτητη πορεία των επίσης παλαιότερων ΓάλλωνΖαν Ρενουάρ,Ζακ Τατί,Ρομπέρ Μπρεσόν,Ζαν Κοκτόκαι Ζακ Τατί. Εκτιμούσαν τον ιταλικό νεορεαλισμό της δεκαετίας του 1950 (αγαπημένος τους ήταν οΡομπέρτο Ροσελίνι).Λάτρευαν τονΑλφρεντ Χίτσκοκ και ανακάλυπταν εκ νέου τον κλασικό αμερικανικό κινηματογράφο σκηνοθετών, όπως οΤζον Φορντ, ο Χάουαρντ Χοκς,ο Ραούλ Γουόλς καιο Μάικλ Κερτίζ. Η ομάδα των Cahiers du cin ma εξέφραζε δυο κύριες θεωρητικές αντιλήψεις: α) το φιλμ ως γραφή ( criture) και β) ο σκηνοθέτης ως δημιουργός (auteur). Η εικόνα δεν είναι πια υποτελής σε ένα λογοτεχνικό σενάριο, ο κινηματογράφος αποκτά αυτοτέλεια στη γραφή του και ο σκηνοθέτης είναι ο συγγραφέας της ταινίας εξουσιάζοντας την κάμερα. Συνεπώς, θεσπίστηκε μια πρωτόγνωρη και επαναστατική μέθοδος κινηματογράφησης η οποία απείχε έτη φωτός από τις μέτριες μεταφορές εξίσου μέτριων λογοτεχνικών έργων. Η κάμερα βρέθηκε για πρώτη φορά στο χέρι και η κίνησή της ήταν αδιάκοπη, με μεγάλης διάρκειας πλάνα, γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους, φυσικό φωτισμό, αυτοσχεδιασμούς στους διαλόγους. Τα πρόσωπα που αναδείχθηκαν μέσα από το Νέο Κύμα δεν ήταν μόνον σκηνοθέτες αλλά και ηθοποιοί (Ζαν Πολ Μπελμοντό, Ζαν Κλοντ Μπριαλί, Αννα Καρίνα) και τεχνικοί που συνέβαλαν στην απελευθέρωση της κινηματογραφικής γλώσσας από τα δεσμά της. Οι αντιφατικοί ηγέτες
Δύο πρωτοπόροι του γαλλικού Νέου Κύματος,σε διαφορετικές ηλικίες।Στην αριστερή φωτογραφία,ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ (αριστερά) και ο Φρανσουά Τρυφό την εποχή που ήταν ακόμη συντάκτες των «Cahiers du cin ma»।Κάτω,ο Γκοντάρ (αριστερά) και ο Τρυφό στις Κάννες τον Μάη του ΄68, χρονιά που το φεστιβάλ διεκόπη λόγω των αναταραχών στη Γαλλία।Η σχέση των δύο σκηνοθετών υπήρξε ομιχλώδης,αφού από κάποιο σημείο και μετά δεν μιλιούνταν।Στις κάτω φωτογραφίες εξώφυλλα από παλιά τεύχη του περιοδικού «Cahiers du cin ma»,από το οποίο ξεκίνησαν την πορεία τους οι περισσότεροι δημιουργοί της Νouvelle Vague «Το μοναδικό πράγμα που εμείς οι κινηματογραφιστές της Νouvelle Vague είχαμε κοινό ήταν τα φλιπεράκια » θα έλεγε αργότερα ο Φρανσουά Τρυφό αναφερόμενος στον τόπο συνάντησης όλων των αποχρώσεων του αντικομφορμισμού της δεκαετίας του 1960 («Φρανσουά Τρυφό»- Κινηματογραφικό Αρχείο 7- Εκδόσεις Αιγόκερως)। Διότι στην πραγματικότητα, οι σκηνοθέτες του Νέου Κύματος είχαν διαφορετικές μεταξύ τους καταβολές, εμπνέονταν από διαφορετικά πράγματα και γενικότερα είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους। Τρανταχτό παράδειγμα οι πιο εμβληματικοί ηγέτες του Νέου Κύματος, ο Τρυφό και ο Γκοντάρ। «Τα 400 χτυπήματα», η ιστορία του 13χρονου Αντουάν (Ζαν-Πιερ Λεό) που προσπαθεί να το σκάσει από το αναμορφωτήριο όπου έχει καταλήξει, είναι ένας «λερωμένος» καθρέφτης της προεφηβείας του σκηνοθέτη. Το 1945, ο ίδιος ο Τρυφό βρισκόταν στην ηλικία του Αντουάν και όπως αργότερα εξομολογήθηκε«ήμουν ανυπόμονος να μεγαλώσω, να μπορώ να κάνω όλα τα απαγορευμένα πράγματα, χωρίς κανείς να με τιμωρεί...». ΟΤρυφό δεν ταύτιζε τους δικούς του γονείς με τους σκληρούς γονείς του Αντουάν, αλλά σύμφωνα με τον μελετητή τουΚαρλ Χάνσερ Φέρλανγκ η αλήθεια ήταν διαφορετική: Στα 16 του ο Τρυφό εισήχθη σε ίδρυμα για “δύσκολα” παιδιά,απ΄ όπου τον έσωσε ο Αντρέ Μπαζέν,συνεκδότης των «Cahiers du cinema», ο οποίος τον έπεισε να ασχοληθεί με τον προγραμματισμό προβολών। Μέσω αυτού ο Τρυφό γνώρισε την παρέα του μελλοντικού Νέου Κύματος («Τα 400 χτυπήματα» είναι αφιερωμένα στον Μπαζέν)। Αντιθέτως ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, ο οποίος γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1930 στο Παρίσι, ήταν γόνος μεγαλοαστικής γαλλοελβετικής οικογένειας। Ο γιατρός πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ιδιωτικής κλινικής και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια εύπορων ελβετών τραπεζιτών. Ο Γκοντάρ απέκτησε την ελβετική υπηκοότητα κατά τη διάρκεια του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου και το 1949 βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης σπουδάζοντας Εθνολογία. Οπως έχει συμβεί με πολλούς καλλιτέχνες, τα πανεπιστημιακά χρόνια ήταν και για τον Γκοντάρ τα χρόνια των μεγάλων αποφάσεων. Ο κινηματογράφος άρχισε να του κεντρίζει το ενδιαφέρον και οι επισκέψεις στα cin club του Καρτιέ Λατέν ή στην Ταινιοθήκη του Παρισιού ήταν περισσότερες από εκείνες με την τάξη του. Ετσι έγινε η γνωριμία του με τον Τρυφό, τον Ζακ Ριβέτ, τον Ερίκ Ρομέρ και βεβαίως με τον Αντρέ Μπαζέν. Κάπως έτσι, σιγά σιγά, στη δύση της δεκαετίας του 1950 γεννήθηκε η Νouvelle Vague, ο μοντερνισμός της οποίας σε επίπεδο παραγωγής ήταν η ελευθερία της κινηματογράφισης και ο δρόμος μακριά από τα στούντιο. Βέβαια, ακόμη και σήμερα δεν μπορούμε να πούμε πότε ακριβώς αρχίζει το Νέο Κύμα και πότε ακριβώς τελειώνει. Για παράδειγμα, πολλοί θεωρούν την πρώτη ταινία Νέου Κύματος το «Ρointe-court» τηςΑνιές Βαρντά, άλλοι το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» τουΡοζέ Βαντίμ.Και οι δύο είναι ταινίες του 1956, τρία χρόνια πριν από «Τα 400 χτυπήματα» και τη «Χιροσίμα αγάπη μου». Η ταινία της Ανιές Βαρντά όμως πέρασε εντελώς απαρατήρητη, ενώ η ταινία του Βαντίμ έκανε τόσο πολύ θόρυβο, αναδεικνύοντας την Μπριζίτ Μπαρντό σε διεθνή σταρ, που αναπόφευκτα φαινόταν σαν ξένο σώμα δίπλα στις μεταγενέστερες ταινίες της Νouvelle Vague. Με την «Περιφρόνηση» (1963) του Γκοντάρ, μία επταετία αργότερα, η Μπαρντό θα γινόταν μία από τις μούσες του Νέου Κύματος(η Αννα Καρίναήταν μια άλλη), ενώ ο Ζαν Πολ Μπελμοντό, πρωταγωνιστής στο «Με κομμένη την ανάσα» και τον «Τρελό Πιερό» επίσης του Γκοντάρ, έχει μείνει στην ιστορία ως το απόλυτο παλικάρι του Νέου Κύματος. Υπάρχει επίσης η περίπτωση του Λουί Μαλπου γύρισε το «Ασανσέρ για δολοφόνους» το 1958, την ίδια δηλαδή χρονιά που ο Κλοντ Σαμπρόλ γύρισε τον «Ωραίο Σέργιο». Μόνον όμως όταν εμφανίστηκε η διπλή επιτυχία των «400 χτυπημάτων» και του «Χιροσίμα, αγάπη μου» η οποία ακολουθήθηκε από το «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, κριτικοί και κοινό άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι κάτι ριζικά άλλαζε στον γαλλικό κινηματογράφο και ότι η Γαλλία γινόταν το κέντρο της κινηματογραφικής ανανέωσης. Η Γαλλία είχε γίνει αυτό που ήταν η Ιταλία την προηγούμενη δεκαετία. Μετά τον Μάη του 1968, τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, η αθωότητα είχε χαθεί, οι δρόμοι είχαν χωρίσει. Στην περίπτωση των Γκοντάρ- Τρυφό μάλιστα υπήρξε μια μεγάλη, μυστηριώδης διαμάχη στην οποία ρίχνει φως το ντοκυμαντέρ «Les Deux de la vague» («Οι δύο του κύματος») του Εμανουέλ Λοράν το οποίο παρουσιάστηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι εκπρόσωποι της Νouvelle Vague υποχώρησαν σε συμβάσεις ή ανακάλυψαν αυτό που στην πραγματικότητα ήταν. Οχι βέβαια ο Γκοντάρ, αλλά οι τελευταίες ταινίες του Τρυφό έμοιαζαν περισσότερο με εκείνες που ο ίδιος είχε απορρίψει νεότερος. Το Νέο Κύμα όμως άφησε πίσω του πλούσια κληρονομιά και κυρίως άσκησε τεράστια επιρροή στον παγκόσμιο κινηματογράφο, καθώς ψήγματά του δεν έχουν σταματήσει να εμφανίζονται σε αμερικανικές ταινίες, είτε εκείνης της εποχής περίπου («Μπόνι και Κλάιντ» τουΑρθουρ Πεν) είτε μεταγενέστερες («Ρulp fiction» τουΚουέντιν Ταραντίνο). Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=291914&dt=04/10/2009#ixzz4NrKPXzSz
Νouvelle Vague, ένα από τα πλέον ρηξικέλευθα όσο και δημοφιλή κινήματα που γνώρισε ποτέ η 7η Τέχνη.
Ο όρος Νouvelle Vague είναι συνδεδεμένος με την 7η Τέχνη, αλλά πολύς κόσμος ξεχνά ότι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα γαλλικά ΜΜΕ είχαν αρχίσει να τον χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν τις αλλαγές στην ευρύτερη κοινωνία της Γαλλίας, στη διαμόρφωση της οποίας τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η νεολαία. Ωστόσο, μετά τη συνδυαστική επιτυχία των «400 χτυπημάτων» τουΦρανσουά Τρυφόκαι της «Χιροσίμα, αγάπη μου» τουΑλέν Ρενέ που θριάμβευσαν στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959 (το πρώτο με το βραβείο σκηνοθεσίας, το δεύτερο με τον Χρυσό Φοίνικα), ο όρος έγινε «αυτοκόλλητος» με τον κινηματογράφο και τύποις τουλάχιστον, το 1959 έχει καταγραφεί ως έτος γέννησης του γαλλικού Νέου Κύματος. Στην ανάπτυξη του Νέου Κύματος σημαντικό ρόλο έπαιξε η θεωρητική δουλειά του περιοδικού «Cahiers du cin ma» («Κινηματογραφικά Τετράδια») από το οποίο ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους ως κριτικοί κινηματογράφου κατοπινοί σκηνοθέτες όπως οΚλοντ Σαμπρόλ,οΖαν Λυκ Γκοντάρ,οΕρίκ Ρομέρκαι οΤρυφό. Ως κριτικοί των «Cahiers» οι περισσότεροι της μελλοντικής παρέας που θα άλλαζε για πάντα τον κινηματογράφο, υπήρξαν ιδιαίτερα σκληροί απέναντι στο «Σινεμά του Μπαμπά» («Cinema de Ρapa»). Αυτό ήταν το παρατσούκλι που χρησιμοποιείτο για τον κινηματογράφο του εμπορικού «συστήματος» το οποίο εκπροσωπούσαν παλαιότεροι σκηνοθέτες όπως οΚλοντ Ατάν Λαρά, οΑντρέ Καγιάτ, οΑντρέ Ινεμπέλκαι οΑνρί Ζορζ Κλουζό. Την ίδια ώρα, όμως, τα παιδιά του Νέου Κύματος θαύμαζαν την ανεξάρτητη πορεία των επίσης παλαιότερων ΓάλλωνΖαν Ρενουάρ,Ζακ Τατί,Ρομπέρ Μπρεσόν,Ζαν Κοκτόκαι Ζακ Τατί. Εκτιμούσαν τον ιταλικό νεορεαλισμό της δεκαετίας του 1950 (αγαπημένος τους ήταν οΡομπέρτο Ροσελίνι).Λάτρευαν τονΑλφρεντ Χίτσκοκ και ανακάλυπταν εκ νέου τον κλασικό αμερικανικό κινηματογράφο σκηνοθετών, όπως οΤζον Φορντ, ο Χάουαρντ Χοκς,ο Ραούλ Γουόλς καιο Μάικλ Κερτίζ. Η ομάδα των Cahiers du cin ma εξέφραζε δυο κύριες θεωρητικές αντιλήψεις: α) το φιλμ ως γραφή ( criture) και β) ο σκηνοθέτης ως δημιουργός (auteur). Η εικόνα δεν είναι πια υποτελής σε ένα λογοτεχνικό σενάριο, ο κινηματογράφος αποκτά αυτοτέλεια στη γραφή του και ο σκηνοθέτης είναι ο συγγραφέας της ταινίας εξουσιάζοντας την κάμερα. Συνεπώς, θεσπίστηκε μια πρωτόγνωρη και επαναστατική μέθοδος κινηματογράφησης η οποία απείχε έτη φωτός από τις μέτριες μεταφορές εξίσου μέτριων λογοτεχνικών έργων. Η κάμερα βρέθηκε για πρώτη φορά στο χέρι και η κίνησή της ήταν αδιάκοπη, με μεγάλης διάρκειας πλάνα, γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους, φυσικό φωτισμό, αυτοσχεδιασμούς στους διαλόγους. Τα πρόσωπα που αναδείχθηκαν μέσα από το Νέο Κύμα δεν ήταν μόνον σκηνοθέτες αλλά και ηθοποιοί (Ζαν Πολ Μπελμοντό, Ζαν Κλοντ Μπριαλί, Αννα Καρίνα) και τεχνικοί που συνέβαλαν στην απελευθέρωση της κινηματογραφικής γλώσσας από τα δεσμά της. Οι αντιφατικοί ηγέτες
Δύο πρωτοπόροι του γαλλικού Νέου Κύματος,σε διαφορετικές ηλικίες।Στην αριστερή φωτογραφία,ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ (αριστερά) και ο Φρανσουά Τρυφό την εποχή που ήταν ακόμη συντάκτες των «Cahiers du cin ma»।Κάτω,ο Γκοντάρ (αριστερά) και ο Τρυφό στις Κάννες τον Μάη του ΄68, χρονιά που το φεστιβάλ διεκόπη λόγω των αναταραχών στη Γαλλία।Η σχέση των δύο σκηνοθετών υπήρξε ομιχλώδης,αφού από κάποιο σημείο και μετά δεν μιλιούνταν।Στις κάτω φωτογραφίες εξώφυλλα από παλιά τεύχη του περιοδικού «Cahiers du cin ma»,από το οποίο ξεκίνησαν την πορεία τους οι περισσότεροι δημιουργοί της Νouvelle Vague «Το μοναδικό πράγμα που εμείς οι κινηματογραφιστές της Νouvelle Vague είχαμε κοινό ήταν τα φλιπεράκια » θα έλεγε αργότερα ο Φρανσουά Τρυφό αναφερόμενος στον τόπο συνάντησης όλων των αποχρώσεων του αντικομφορμισμού της δεκαετίας του 1960 («Φρανσουά Τρυφό»- Κινηματογραφικό Αρχείο 7- Εκδόσεις Αιγόκερως)। Διότι στην πραγματικότητα, οι σκηνοθέτες του Νέου Κύματος είχαν διαφορετικές μεταξύ τους καταβολές, εμπνέονταν από διαφορετικά πράγματα και γενικότερα είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους। Τρανταχτό παράδειγμα οι πιο εμβληματικοί ηγέτες του Νέου Κύματος, ο Τρυφό και ο Γκοντάρ। «Τα 400 χτυπήματα», η ιστορία του 13χρονου Αντουάν (Ζαν-Πιερ Λεό) που προσπαθεί να το σκάσει από το αναμορφωτήριο όπου έχει καταλήξει, είναι ένας «λερωμένος» καθρέφτης της προεφηβείας του σκηνοθέτη. Το 1945, ο ίδιος ο Τρυφό βρισκόταν στην ηλικία του Αντουάν και όπως αργότερα εξομολογήθηκε«ήμουν ανυπόμονος να μεγαλώσω, να μπορώ να κάνω όλα τα απαγορευμένα πράγματα, χωρίς κανείς να με τιμωρεί...». ΟΤρυφό δεν ταύτιζε τους δικούς του γονείς με τους σκληρούς γονείς του Αντουάν, αλλά σύμφωνα με τον μελετητή τουΚαρλ Χάνσερ Φέρλανγκ η αλήθεια ήταν διαφορετική: Στα 16 του ο Τρυφό εισήχθη σε ίδρυμα για “δύσκολα” παιδιά,απ΄ όπου τον έσωσε ο Αντρέ Μπαζέν,συνεκδότης των «Cahiers du cinema», ο οποίος τον έπεισε να ασχοληθεί με τον προγραμματισμό προβολών। Μέσω αυτού ο Τρυφό γνώρισε την παρέα του μελλοντικού Νέου Κύματος («Τα 400 χτυπήματα» είναι αφιερωμένα στον Μπαζέν)। Αντιθέτως ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, ο οποίος γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1930 στο Παρίσι, ήταν γόνος μεγαλοαστικής γαλλοελβετικής οικογένειας। Ο γιατρός πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ιδιωτικής κλινικής και η μητέρα του προερχόταν από οικογένεια εύπορων ελβετών τραπεζιτών. Ο Γκοντάρ απέκτησε την ελβετική υπηκοότητα κατά τη διάρκεια του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου και το 1949 βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης σπουδάζοντας Εθνολογία. Οπως έχει συμβεί με πολλούς καλλιτέχνες, τα πανεπιστημιακά χρόνια ήταν και για τον Γκοντάρ τα χρόνια των μεγάλων αποφάσεων. Ο κινηματογράφος άρχισε να του κεντρίζει το ενδιαφέρον και οι επισκέψεις στα cin club του Καρτιέ Λατέν ή στην Ταινιοθήκη του Παρισιού ήταν περισσότερες από εκείνες με την τάξη του. Ετσι έγινε η γνωριμία του με τον Τρυφό, τον Ζακ Ριβέτ, τον Ερίκ Ρομέρ και βεβαίως με τον Αντρέ Μπαζέν. Κάπως έτσι, σιγά σιγά, στη δύση της δεκαετίας του 1950 γεννήθηκε η Νouvelle Vague, ο μοντερνισμός της οποίας σε επίπεδο παραγωγής ήταν η ελευθερία της κινηματογράφισης και ο δρόμος μακριά από τα στούντιο. Βέβαια, ακόμη και σήμερα δεν μπορούμε να πούμε πότε ακριβώς αρχίζει το Νέο Κύμα και πότε ακριβώς τελειώνει. Για παράδειγμα, πολλοί θεωρούν την πρώτη ταινία Νέου Κύματος το «Ρointe-court» τηςΑνιές Βαρντά, άλλοι το «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» τουΡοζέ Βαντίμ.Και οι δύο είναι ταινίες του 1956, τρία χρόνια πριν από «Τα 400 χτυπήματα» και τη «Χιροσίμα αγάπη μου». Η ταινία της Ανιές Βαρντά όμως πέρασε εντελώς απαρατήρητη, ενώ η ταινία του Βαντίμ έκανε τόσο πολύ θόρυβο, αναδεικνύοντας την Μπριζίτ Μπαρντό σε διεθνή σταρ, που αναπόφευκτα φαινόταν σαν ξένο σώμα δίπλα στις μεταγενέστερες ταινίες της Νouvelle Vague. Με την «Περιφρόνηση» (1963) του Γκοντάρ, μία επταετία αργότερα, η Μπαρντό θα γινόταν μία από τις μούσες του Νέου Κύματος(η Αννα Καρίναήταν μια άλλη), ενώ ο Ζαν Πολ Μπελμοντό, πρωταγωνιστής στο «Με κομμένη την ανάσα» και τον «Τρελό Πιερό» επίσης του Γκοντάρ, έχει μείνει στην ιστορία ως το απόλυτο παλικάρι του Νέου Κύματος. Υπάρχει επίσης η περίπτωση του Λουί Μαλπου γύρισε το «Ασανσέρ για δολοφόνους» το 1958, την ίδια δηλαδή χρονιά που ο Κλοντ Σαμπρόλ γύρισε τον «Ωραίο Σέργιο». Μόνον όμως όταν εμφανίστηκε η διπλή επιτυχία των «400 χτυπημάτων» και του «Χιροσίμα, αγάπη μου» η οποία ακολουθήθηκε από το «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, κριτικοί και κοινό άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι κάτι ριζικά άλλαζε στον γαλλικό κινηματογράφο και ότι η Γαλλία γινόταν το κέντρο της κινηματογραφικής ανανέωσης. Η Γαλλία είχε γίνει αυτό που ήταν η Ιταλία την προηγούμενη δεκαετία. Μετά τον Μάη του 1968, τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, η αθωότητα είχε χαθεί, οι δρόμοι είχαν χωρίσει. Στην περίπτωση των Γκοντάρ- Τρυφό μάλιστα υπήρξε μια μεγάλη, μυστηριώδης διαμάχη στην οποία ρίχνει φως το ντοκυμαντέρ «Les Deux de la vague» («Οι δύο του κύματος») του Εμανουέλ Λοράν το οποίο παρουσιάστηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι εκπρόσωποι της Νouvelle Vague υποχώρησαν σε συμβάσεις ή ανακάλυψαν αυτό που στην πραγματικότητα ήταν. Οχι βέβαια ο Γκοντάρ, αλλά οι τελευταίες ταινίες του Τρυφό έμοιαζαν περισσότερο με εκείνες που ο ίδιος είχε απορρίψει νεότερος. Το Νέο Κύμα όμως άφησε πίσω του πλούσια κληρονομιά και κυρίως άσκησε τεράστια επιρροή στον παγκόσμιο κινηματογράφο, καθώς ψήγματά του δεν έχουν σταματήσει να εμφανίζονται σε αμερικανικές ταινίες, είτε εκείνης της εποχής περίπου («Μπόνι και Κλάιντ» τουΑρθουρ Πεν) είτε μεταγενέστερες («Ρulp fiction» τουΚουέντιν Ταραντίνο). Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artid=291914&dt=04/10/2009#ixzz4NrKPXzSz
Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010
Του Σκοταδιου το Φως
"Στην Αρχη τα
Παντα ηταν Φως"
Σημερα ειπα να μετρησω
το σκοταδι μου
το σκοταδι σου
το σκοταδι μας
ετσι οπως καψαλισανε την μερα
δεν της απομεινε ουτε δραμι φως
αλλα κι απο τη νυχτα δεν αφησανε
και τιποτα σπουδαιο
παει καιρος εξαλλου που εβλεπα
το φεγγαρι και καμαρωνα
τωρα βλεπω μια φετα λεμονιου
μια γυαλινη σφαιρα με ασημι κηλιδες
κατι νερουλο
Και...
τα μετρησα και βρηκα
το δικο σου πιο πηχτο
το δικο μου αξημερωτο
λιγο πριν το δει η μερα
κι ετσι πορευομασταν για καμποσο καιρο
κι ηταν τοτε που εσυ ολο μαυρα γυαλια φορουσες
κι εξω νταλα φως
κι ηταν τοτε που εγω εκλεινα τα στορια μερα μεσημερι
για να μην μπορεσει να με κοψει της πυρινης σφαιρας ο τροχος
Ειναι φαινεται αυτη η αντλια της ψυχης μου που
ολο δινει αφορμες και με εκθετει
κι εισαι κι εσυ
αγαλμα πενταστερο,τεχνης εργο
σε μερος σκιερο.
Και...
και εγω που μετρησα τις ιντσες
με τον πηχυ της καρδιας μου
εκανα ετσι..και αδραξα το φως
και σου στελνω τουτα τα φωτονια
τα σωματιδια φωτος
εξαλλου λιγες πυγολαμπιδες μεινανε εκει ψηλα
να φωτιζουν επιμονα τον ερμο ουρανο
με το στανιο
και ετσι ευχες δεν καναμε
ζουσαμε μοναχα το παρον
Και..
Και Μεσα?...πηχτρα σκοταδι,ερεβωδης ιστος
τενοντας φωτος κομμενος....
γι αυτο σου στελνω τουτες τις γραμμες
αυτες τις σκεψεις που
κοιτωντας τις απο ψηλα φανταζουνε ευθειες που δεν τελειωνουν πουθενα
γι αυτο στου στελνω αυτα τα κβαντα φως...
[moth-man].
Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010
Αγριες Μελωδιες
Αδειασε το τασακι πηρε βαθια ανασα για να καταπνιξει την ταραχη του σηκωσε τα μανικια και...προχωρησε... η μουσικη επαιζε την 3η συμφωνια του Brahms F major allegro ειχε ορκιστει οτι δεν θα την ξανακουγε.. καθε φορα που την ακουγε..Αυτος ο ηχος δικαιωνε τα παθη του για ολα ηταν ικανος, το καθε τι το υπερβολικο, το καθε τι που εκανε αποκτουσε κι αλλο νοημα,τωρα ηταν ο Αλλος ενας απο τους Αλλους, το καθε τι απολυτα προσωπικο,ειχε ξεμακρυνει πολυ απο τους αλλους τελευταια,η τρελα του εβρισκε καταφυγιο καθως φωλιαζε στο σωμα του η μελωδια οι κινησεις του γινοταν πιο νευρικες και το σωμα του ερμηνευε την καθε νοτα και αποκρινοταν, το αιμα κυκλοφορουσε σαν χειμαρρος, στο μυαλο του ολα χυμα, ειχε βρει και την ονομασια για αυτο οταν το ενιωθε ελεγε οτι οι αδενες του εκρινουν λυρικα οξεα και συναισθηματικη αλκοολη,η τελεια περιγραφη, ακριβεια επιστημονα, περιστρεφοταν γυρω απο τον εαυτο του παντα αυτο εκανε γυρω απο τους 4 τοιχους της συνειδησης του αυτο το ηξερε και τον μεθουσε ηταν η σοφια του μα τωρα ηθελε να σπασει καθε τοιχο να γινει εξωσωματικος αποκοσμος ..και γινοταν ενα με τον καθε Αλλο ....θυμηθηκε εκεινη...ποτε του δεν την ειχε ξεχασει...κι οσο επαιρνε βαθιες ανασες τοσο οι αγριες μελωδιες ρουθουνιζαν, τοσο οι φοβοι του αγριευαν κι αυτος ετρεχε,ετρεχε να τους προφτασει να γινει ενα με αυτους, ξαναζουσε το καθε τι μαζι της, μαζι του...και στην τρεχαλα του λαχανιασμενος σκονταφτε, σε καθε περιστροφη του ξερναγε το σκοταδι που εκρυβε μεσα του και καθως η μελωδια κωπαζε, ο ρυθμος ξεσφιγγε, η τελευταια τρυπα της ζωνης,τωρα κουλουριαστηκε σαν νεογνο, λουσμενος στα δακρυα εκανε να σηκωθει, λυτρωμενος σακατης με τα τραυματα της σωτηριας του προχωρησε κουτσαινοντας εβαλε ενα ποτηρι κρασι να πιει ηπιε ολο το μπουκαλι και ευχαριστησε τον ιδιο που παλι τα καταφερε αυτη τη φορα με λιγοτερες απωλειες καθε φορα πληρωνε κι απο ενα αντιτιμο μεχρις οτου να ξεχρεωσει....το χρεος του το ηξερε καλα..μεχρις οτου να σπαταληθει να βαλει ολες τις λεπιδες σε ολους τους πορους του σωματος του...μεχρις οτου...να φθαρει να γινει ο Χρονος ο ιδιος...να χασει καθε ελπιδα και να φθασει στο υψος της γης...να μετρησει το βαθος του να το συγκρινει με αυτο της γης...να το κοιταξει στα ισια, να μην φοβηθει, να ζαλιστει...
[moth-man].
[moth-man].
Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010
Johannes Brahms
Ο Γιοχάνες Μπραμς (Johannes Brahms, 7 Μαΐου 1833 – 3 Απριλίου 1897) ήταν ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κλασικής μουσικής του 19ου αιώνα. Η μουσική του συνδυάζει τη δραματική δύναμη και τη λυρική ένταση μαζί με μία ανακουφιστική ζεστασιά. Ο Μπραμς ήταν ριζοσπαστικός ως προς την αρμονική του τόλμη και την εκφραστική του δεινότητα, αλλά συντηρητικός στη χρήση των παραδοσιακών ή και αρχαϊκών ακόμη μουσικών δομών. Για να καταλάβουμε καλύτερα το χαρακτήρα και την τεχνική σύνθεσης του Μπραμς, μπορούμε να ανατρέξουμε στο δοκίμιο του Σαίμπεργκ:"Μπραμς, ο Προοδευτικός", στο οποίο αναιρείται η μέχρι τότε κρατούσα εικόνα του Μπραμς ως συντηρητικού και αναδεικνύεται η προοδευτικότητα της μουσικής του τουλάχιστον όσον αφορά στην οργάνωση των μουσικών φράσεων.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1833 από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του, κοντραμπασίστας στο επάγγελμα, διέκρινε από πολύ νωρίς το ταλέντο του και φρόντισε να λάβει την κατάλληλη μουσική παιδεία έγκαιρα. Όταν ο Μπραμς ήταν 20 χρονών, ο Σούμαν, που ήταν 23 χρόνια μεγαλύτερός του, μελέτησε ορισμένες απο τις συνθέσεις του και εξήγγειλε τη γέννηση μιας μεγαλοφυΐας. Υπάρχει η γενική πεποίθηση ότι ο Μπραμς και η σύζυγός του Ρόμπερτ Σούμαν, η πιανίστρια και συνθέτρια Κλάρα Βικ-Σούμαν, ήταν ερωτευμένοι, αλλά ότι η σχέση τους δεν ολοκληρώθηκε ίσως ποτέ, ούτε μετά το θάνατο του Σούμαν το 1856. Στη ζωή του Μπραμς έμελλε να υπάρξουν και άλλες αισθηματικές περιπέτειες, οι περισσότερες όμως από αυτές ήταν μονομερείς. Ο συνθέτης δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Το 1855 άρχισε τις εμφανίσεις του ως πιανίστας. Κατέλαβε τη θέση του διευθυντή ορχήστρας στην πριγκηπική αυλή του Ντέτμολντ και το 1859 ίδρυσε και ανέλαβε τη διεύθυνση μιας γυναικείας χορωδίας στο Αμβούργο. Απογοητευμένος απο την αδυναμία του να διοριστεί διευθυντής της Φιλαρμονικής του Αμβούργου, ο Μπραμς εγκαταστάθηκε το 1863 στη Βιέννη όπου πέρασε την υπόλοιπή του ζωή. Δεν έγραψε ποτέ όπερα, αλλά συνέθεσε αριστουργήματα σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μουσικά είδη: τέσσερις συμφωνίες, τέσσερα κοντσέρτα, δύο σερενάτες για ορχήστρα και δύο Εισαγωγές. Συνέθεσε επίσης το Γερμανικό Ρέκβιεμ (έντονα προσωπικού ύφους) και άλλα χορωδιακά έργα με συνοδεία και a capella, τραγούδια, μεγάλο όγκο έργων για μουσική δωματίου, τις παραλλαγές Χάυντν για ορχήστρα, τις παραλλαγές Χέντελ και Παγκανίνι για πιάνο, δεκάδες έργα για πιάνο (ήταν το αγαπημένο του όργανο), αλλά και έργα για εκκλησιαστικό όργανο. Πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε τους ιδιαίτερα δημοφιλείς Ουγγρικούς Χορούς για τέσσερα χέρια, που γνώρισαν μετά τον Μπραμς πολλές ενορχηστρώσεις.
Ο Μπραμς αντιτάχθηκε στον ριζοσπαστισμό των πρωτοπόρων συνθετών Λιστ και Βάγκνερ και δέχτηκε επιθέσεις απο τους οπαδούς τους. Προτού φτάσει στο τέλος της ζωής του, μεγάλο μέρος αυτής της πολεμικής είχε καταλαγιάσει. Μουσικοί και ακροατές είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν ότι μπορεί κανείς να αγαπά τη μουσική που γεννήθηκε και στα δύο αντιμαχόμενα ιδεολογικά στρατόπεδα.
Ο Μπραμς πέθανε απο κίρρωση του ήπατος στη Βιέννη, στις 3 Απριλίου 1897. Στην κηδεία του παρέστησαν χιλιάδες θαυμαστές του απ’ όλη την Ευρώπη και οι σημαίες κυμάτισαν μεσίστιες σε όλα τα πλεούμενα στο λιμάνι του Αμβούργου.
http://www.youtube.com/watch?v=1trE3ms3AGo
Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010
Morphine
Morphine
The Best Of Morphine
Label Rykodisc / Hitch Hyke (3/2003)
Είδος Pop, Rock
Κείμενο Μάνος Μπούρας
Οι Morphine, αν διατηρούν μια θέση στα βιβλία με τις εξέχουσες περιπτώσεις στην ιστορία της ροκ μουσικής, είναι επειδή, πέρα από την ούτως ή άλλως καταπληκτική τους μουσική, ο ηγέτης τους Mark Sandman πέθανε επάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας (πρόσφατα είχαμε γράψει για μια ακόμη ανάλογη περίπτωση, αυτή του Al Brooker των Gwei-lo, καμιά τους όμως δεν φτάνει την ατυχία του Les Harvey των Stone The Crows που πέθανε από ηλεκτροπληξία στη σκηνή από ένα γυμνό καλώδιο). Το γεγονός αυτό διέκοψε πρόωρα μια καριέρα που, αν και δεν τροφοδοτούσε αδιάκοπα τα charts με επιτυχίες για όλα τα γούστα και τις ηλικίες, μας προσέφερε καταπληκτικές μουσικές που έφεραν ανεξίτηλη επάνω τους τη στάμπα της μπάντας.
Το ενδιαφέρον με τους Morphine ήταν το στήσιμό τους σαν σύνθεση: Mark Sandman φωνητικά, δίχορδο (!) μπάσο, λίγες κιθάρες και πλήκτρα και αποκλειστικός συνθέτης των τραγουδιών τους, Dana Colley σε παντός είδους σαξόφωνα, και Billy Conway ντραμς. Και επάνω που με τον κάθε τους νέο δίσκο θεωρούσαμε ότι είχαν φτάσει στα όριά τους κι ότι δεν υπήρχε κάτι καινούργιο να κάνουν, ότι δεν υπήρχε διαφορετικός δρόμος από εκείνον της επανάληψης, το γκρουπ μας ξάφνιαζε και μας εντυπωσίαζε με την συνθετική και εκτελεστική ευστροφία του.
Μουσικά κινούνταν σ' έναν ακαθόριστο ηχητικά χώρο που δανειζόταν στοιχεία από τα blues, τη jazz, τη ροκ κι οτιδήποτε βρισκόταν ανάμεσα σ' όλα τα παραπάνω. Όπως προείπαμε, οι Morphine ήταν οι Morphine, δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να ακολουθήσει τα βήματά τους. Κι αυτό κάνει ακόμη τραγικότερο το ότι έπρεπε να τους χάσουμε έτσι άδοξα.
Πέντε άλμπουμ κατάφεραν να ηχογραφήσουν στην πορεία τους που κράτησε λιγότερο από μια δεκαετία: "Cure For Pain" ('93), "Good" ('93), "Yes" ('95), "Like Swimming" ('97) και "The Night" το 2000, οπότε και ο Sandman μας είχε ήδη αφήσει… Τα παραθέτουμε γιατί δεν θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα να τα αναζητούσατε, πρόκειται για πραγματικά διαμάντια απ' τα οποία δεν θα ξεχωρίζαμε κανένα έναντι κάποιου άλλου. Τη δισκογραφία τους συμπληρώνουν τα "B-Sides And Otherwise" ('97), συλλογή με σκόρπια κομμάτια από δεύτερες πλευρές και λοιπές πηγές και το ζωντανά ηχογραφημένο "Official Bootleg Detroit", το οποίο παραδόξως δεν αναφέρεται καν στο booklet τούτης της συλλογής.
Για να έρθουμε στο ψητό: πιο απαράδεκτο booklet συλλογής δεν πρέπει να έχει γίνει από καταβολής κατασκευής συλλογών! Εκτός του ότι δεν έκαναν τον κόπο να βρουν έναν τίτλο για τη συλλογή (θα μου πείτε δεν τρέχει και τίποτα, αλλά είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας τους), δεν υπάρχει κανένα κείμενο, καμία πληροφορία για το ποιοι ήταν τέλος πάντως αυτοί οι Morphine και τι ήταν αυτό που τους έκανε τόσο ξεχωριστούς. Έξι εξώφυλλα δίσκων και μια live φωτογραφία είναι όλα όσα συνοδεύουν τα credits. Ένας νεόκοπος ακροατής δεν μπορεί καν να μάθει γιατί αυτό το γκρουπ δεν συνεχίζει σήμερα! Κάτι μου λέει ότι αυτή η συλλογή δεν έγινε καν με τη συγκατάθεση των υπολοίπων μελών του συγκροτήματος γιατί, τι διάολο, θα είχαν πολλές ιστορίες να πουν για τις ημέρες τους στους Morphine!
Τέλος πάντων, πέρα από αυτά, το cd είναι μια ιδανική εισαγωγή στη δισκογραφία τους. Περιέχει όλα τα γνωστά τους κομμάτια ("Honey White", "Super Sex") μαζί με άλλα λιγότερο γνωστά, τρία ακυκλοφόρητα κι ένα κλιπ για τον υπολογιστή. Ανακεφαλαιώνει έτσι το έργο μιας τριάδας μουσικών που πίστεψαν ότι τελικά γίνεται και με το παραπάνω να ακούγεσαι όπως κανείς άλλος γύρω σου και να βρίσκεσαι και στην κορυφή αυτού που κάνεις. Οι Morphine μπόλιασαν με πάθος τις μουσικές τους επιρροές με τις συναισθηματικές τους αδυναμίες και το αποτέλεσμα ήταν αποσβολωτικό.
Τσεκάρετέ το -αν δεν το έχετε κάνει ήδη- ή ξαναφέρτε το στη μνήμη σας και ανασύρετε εικόνες που θα σας γεμίσουν ευφορία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)