Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011
Το μινορε του αποχωρισμου
Ως το κεφαλι
Τον χειμωνα
Σχηματιζω ποιηματα στο μυαλο μου
Οδηγωντας
Σε κάθε φρενο και μια τελεια
Σε κάθε φαναρι οι σκεψεις μου συμφωνουν
Ειμαι ακομα στα μισα
Είναι γιατι περπατω με το κεφαλι ακομα
Ερωτηθεις για τον καιρο της εβδομαδας
Απαντω.
Μονο κρυο.
Φερνω την υδρογειο στη αγκαλια μου
Για να ζεσταθω
Κι είναι καπως σαν να χω εσενα
Μετρω τις πολεις σου
Μετρω τα τετραγωνικα που μενεις
Κι είναι καπως σαν να μαι μαζι σου
Αφαιρω απ την υγεια μου
Κάθε φιλοδοξια
Και φτιαχνω ένα καινουριο blues
Ειμαι ικανος για αγαπη
Νεος σαν γερος
Με σωμα αυτοκινητου
Από πισω καποιος μαλακας κορναρει
Και μου διαλυει τις σκεψεις
Ψαχνω να σε βρω
Αναμεσα σε
Πληρωμες κοινοχρηστων
Απαραιτητο ταισμα ψαριων
Επιτακτικο πλυσιμο πιατων
Αναγκαιο πρωινο ξυπνημα
Είναι σαν να ψαχνεις στα σκουπιδια
Κι είναι σαν τα σκουπιδια να ναι
Η ζωη σου
Τωρα με τη γομα σβηνω τις
Γραμμες από τον χαρτη
Και απλωνω χερια
Βυθιζω ολες τις πολεις
Κι αφηνω το μπλε
Ο μαλακας επιμενει να κορναρει
Κλεινω αεροστεγως την αγαπη μου
Και μεσα βαζω κατι απ τα
Χειλη μου
Το στομα μου
Τα μαλλια μου
Συνεχιζω να οδηγω
Καλυπτω 1km σε 1 ωρα
Μου μενουν ακομα 1.999
[moth-man].
Το μινορε του αποχωρισμου
Ως το κεφαλι
Τον χειμωνα
Σχηματιζω ποιηματα στο μυαλο μου
Οδηγωντας
Σε κάθε φρενο και μια τελεια
Σε κάθε φαναρι οι σκεψεις μου συμφωνουν
Ειμαι ακομα στα μισα
Είναι γιατι περπατω με το κεφαλι ακομα
Ερωτηθεις για τον καιρο της εβδομαδας
Απαντω.
Μονο κρυο.
Φερνω την υδρογειο στη αγκαλια μου
Για να ζεσταθω
Κι είναι καπως σαν να χω εσενα
Μετρω τις πολεις σου
Μετρω τα τετραγωνικα που μενεις
Κι είναι καπως σαν να μαι μαζι σου
Αφαιρω απ την υγεια μου
Κάθε φιλοδοξια
Και φτιαχνω ένα καινουριο blues
Ειμαι ικανος για αγαπη
Νεος σαν γερος
Με σωμα αυτοκινητου
Από πισω καποιος μαλακας κορναρει
Και μου διαλυει τις σκεψεις
Ψαχνω να σε βρω
Αναμεσα σε
Πληρωμες κοινοχρηστων
Απαραιτητο ταισμα ψαριων
Επιτακτικο πλυσιμο πιατων
Αναγκαιο πρωινο ξυπνημα
Είναι σαν να ψαχνεις στα σκουπιδια
Κι είναι σαν τα σκουπιδια να ναι
Η ζωη σου
Τωρα με τη γομα σβηνω τις
Γραμμες από τον χαρτη
Και απλωνω χερια
Βυθιζω ολες τις πολεις
Κι αφηνω το μπλε
Ο μαλακας επιμενει να κορναρει
Κλεινω αεροστεγως την αγαπη μου
Και μεσα βαζω κατι απ τα
Χειλη μου
Το στομα μου
Τα μαλλια μου
Συνεχιζω να οδηγω
Καλυπτω 1km σε 1 ωρα
Μου μενουν ακομα 1.999
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011
Τα χαιρετισματα μου στον De kooning
«που είναι οι ποιητες να ξεφυλισσουν τη μητρα της γλωσσας
να φτασουνε στο γραμμα»
διακοσμω εντος μου ένα σπιτι
λουτρο ακτινων ηλιου-το πρωτο μου ντουζ
τενορο και αλτο τα κατσαβιδια μου
προχθες ανοιξα μια κονσερβα με αυτά
ή εβαλα ένα καινουριο ραφι
βαζω μεσα μια γατα χυδαια να καθεται
κι ακομα πιο χυδαια να πινει
χειμωνιαζω τις ντουλαπες μου
κι ανοιγω τρυπες στους τοιχους για το κρυο
συνομιλω με τους καθρεπτες μου
σε κάθε έναν λεω κι αλλα
αλλοτε με ακουν αλλοτε ραγιζουν
χτες φυτεψα ντοματες θαυμαζω τη κομψοτητα τους
τα σκουλαρικια και τις γαμπες τους
περνω ανασες διαστημικες
χωνευω μεσα μου το συμπαν
ουρανια σωματα-φωτιστικα
ψευτοηλιοι-ψευτοσεληνες
1000 watt ετσιθελικου φωτος
Κοιταζω το μπαρ
Οβιδες σε σταση εκτοξευσης
Ποταμια εγκλωβισμενα
Θαλλασες που το κυμα τους το χουν καταπιει
Αναγουλα-
Θα βαλω τεντα
Είναι καιρος που ο ηλιος με ενοχλει
Καθισμενος στη σκια ενός φωτιστικου ετοιμαζω πραξικοπημα
Καθως τρωω χορτα-σουπες-οσπρια
Τηλεμεταφερομαι σε δαση
Φορω στα δεντρα ή αυτά φορουν
Δαντελωτα εσωρουχα
Και σταζω τη γυρη των μουνιων τους
Κατω απ τα αμπελια γινομαι ο Σεπτεμβρης
Φτιαχνοντας μια περουκα από τσαμπια και μπουκλες
Σκαβοντας για να φανει η αρχαια σπορα
Το πρωτο χερι της θαμμενο
Η γατα πειναει
Στα ποδια της μια τιγρης
Τη ζηλευω
Στα ποδια μου πλαγκτον
Κατεβαζω μια γουλια καλαμποκι
Κατεβαζω μια γουλια κακτο
Συνομιλω με τη λεκανη μου
Της τα ξερναω όλα
Τραβω το καζανακι να φυγουν οι αληθειες μου
Την πορτα κλεινω.
Βγαινω για φαγητο. Σημερα θα φαω κρεας.
[moth-man].
Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011
η εγγυτητα της αποστασης
Στειλτο μου να το καπνισουμε μαζι
Η αποσταση μας μυθοποιει
Σαν να χασαμε τον μεταξυ μας παραδεισο
Σαν η ποιηση να θελει να τρεφεται με το πετσι του δρομου
Στων 2.000 χιλιομετρων που μας χωριζουν
Κι αυτή η μανια για υπερβολη κι εμεις που αγαπησαμε την υπερβολη
Όχι δεν είναι ποζα, πληρωνουμε καλα γι αυτή
Μεθυσμενοι ολων των χωρων ενωθειται
Στου ξυραφιου τη μυτη το χερι να κοπει
Το χερι που χει μαθει ολο να δειχνει κι ολο να ζητα
Πολλα χερακια φαγουρα τα χει πιασει
Πολλα κερακια τρεμουλα τα χει πιασει
Κι εμεις που κατεχουμε το νομο της φθορας
Σου λεω εμεις μοναχα πρεπει να σωθουμε
Του θανατου οι γιοι και της ζωουλας οι κορες
Κυβερνουν , αλλα και παντα ετσι ηταν και το ξερεις
Το ξερεις πως για μας ο κοσμος είναι ένα δοχειο
Για να φτυνουμε τα κουκουτσια απ τις ελιες
Για να ριχνουμε το βλεμμα μας στον ασπρο πατο
να μην φοβομαστε να μπουμε μεσα εκει
οι ηρωες μας πεθαναν τωρα οι ηρωες μας πρεπει να γινουμε εμεις
σε οριζω ηρωα μου εαυτε
σε οριζω Μινα ηρωιδα του εαυτου σου
κανε ότι μπορεις, κανω ότι μπορω
να τρως καλα ν αντεχεις
να πινεις μοναχα οσο αντεχεις
όταν κανεις ποδηλατο να σκεφτεσαι ότι εισαι κοντα στη γειτονια μου
όταν πινω θα ριχνω το βλεμμα μου μηπως και σε δω
Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011
Οκτώβριος 2011,Μάαστριχ,Αθήνα ή όπου αλλού.
ΠΕΡΑΣΑ
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ΄αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετηστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από ‘δω, πήγα κι από ‘κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από ‘δω, έχασα κι από ‘κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου, 1971
Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011
Αθηνα.Τελη Σεπτεμβρη.Απογευμα
Σκοπευεις να επισκεφτεις την ερημη χωρα?..διαβασε το είναι ποιημα του Ελιοττ. Ο Κερουακ είναι στο Μεξικο, ο Μπαροουζ στη Ταγγερη, το εμαθες φανταζομαι..κι εσυ στη χωρα του κομμενου αυτιου..διαβαζω παλι το κατω απ το ηφαιστειο (μα ποτε επιτελους θα το διαβασεις).
<Πορτοκαλι, πορτο παλι, κοβω μια τουλιπα, του λειπα, Ολλανδια, όλα μια αηδια
Oui-sky, whiskey, john call-trane, αποκεφαλισμενη επικεφαλιδα, τρελη αχ-Ελλαδα, στυβος μαχη, νερο-χιτης….σκεψεις, σ κεψεις, σκε ψεις, εψεις, εξις …>
Επιτροπη για μια φιλοτιμη προσπαθεια αναβιωσης του ιστολογιου
Με εκτιμηση Ο.