Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Κένεθ Ρέξροθ

θεωρείται πατέρας του κινήματος των Μπήτνικς, αλλά και ο πρώτος Αμερικανός ντανταϊστής.

Ο Κένεθ Ρεξροθ (1905-1982), ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος, που εμφανίζεται και στο βιβλίο του Τζακ Κέρουακ, TheDharmaBums, ως ο εντυπωσιακός χαρακτήρας Reinhold Cacoethes, θεωρείται σήμερα επίσημα πατέρας του κινήματος των μπήτνικς. Η λεγόμενη Beat Generation είναι μια γενιά Αμερικανών συγγραφέων που δημιούργησαν κίνημα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του περιθωριακού στην αρχή κινήματος ήταν η απόρριψη των κυρίαρχων αξιών του κόσμου, ο πειραματισμός με το σεξ και τα ναρκωτικά και ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τις Ανατολικές θρησκείες. Οι μπήτνικς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα απόκτησαν μεγάλη φήμη, ήταν ηδονιστές μποέμ που εξυμνούσαν την ανυπακοή, τον αυθορμητισμό και τη δημιουργικότητα. Κεντρικό πρόσωπο ήταν ο Κενεθ Ρέξροθ, ποιητής που λάτρευε τη μουσική τζαζ, ο πρώτος Αμερικανός που έκανε γνωστά τα γιαπωνέζικα χαϊκού στην Αμερική, ένας λόγιος που διατηρούσε για χρόνια αλληλογραφία με τον Έζρα Πάουντ.

Ο Ρέξροθ ταξίδεψε πολύ από πολύ μικρός, φημολογείται ότι είναι ο εφευρέτης του ώτο στοπ και ενώ έμεινε μόνο μια βδομάδα στο Παρίσι, κατάφερε να συναντήσει τον Τριστάν Τζαρά και κάποιους σουρρεαλιστές. Δημιούργησε την πρώτη ομάδα Αμερικανών ντανταϊστών στο Σικάγο, έγραψε ποίηση, κριτικές λογοτεχνίας και δοκίμια τα οποία αφήνουν να διαφανεί ο αναρχισμός του (όταν ήταν νέος, στο Σικάγο, ήταν ενεργό μέλος της οργάνωσης IWW, Industrial Workers of the World, που ήθελε την κατάργηση της “μισθωτής σκλαβιάς”) και οι μεγάλες γνώσεις του πάνω στις ανατολικές θρησκείες. Τα ποιήματά του ήταν κυρίως ερωτικά και τα λάτρεψαν καλλιτέχνες της ροκ όπως οι Μπήτλς, ο Μπομπ Ντύλαν, ο Τζιμ Μόρισον, ο Λου Ρηντ και η Πάτι Σμιθ. Οι πολιτικές ιδέες του θυμίζουν αρκετά αυτές του Γκυ Ντεμπόρ.

Στον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο αρνήθηκε να πιάσει όπλο στα χέρια του και να υπηρετήσει στο στρατό και δήλωσε αντιρρησίας συνείδησης. Θεωρείται τελικά ως ο πατέρας των μπήτνικς, επειδή, ως ηγετικό μέλος του καλλιτεχνικού κινήματος Αναγέννηση του Σαν Φρανσίσκο, οργάνωσε εκδηλώσεις και παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια τους μπήτνικ ποιητές το 1955. Υπήρξε επίσης μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη ενάντια στα ποιήματα του Γκίνσμπεργκ. Δούλεψε για πολλά χρόνια στο ραδιόφωνο και ότι είχε γίνει ιδιαίτερα διάσημος επειδή ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που εξύβρισε ποτέ δημόσια τον γερουσιαστή Μακάρθι. Τον είχε αποκαλέσει δημόσια απατεώνα και ομοφυλόφιλο…

Ο Ρέξροθ, αισθανόταν ότι επαναλήφθηκε, μετά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο, το ίδιο πράγμα που είχε γίνει και μετά τον Ά παγκόσμιο, μεγάλη μερίδα της νεολαίας αηδίαζε από τον πόλεμο και στρεφόταν σε ακραία κριτική του πολιτικού συστήματος, και των ιδεολογιών που τον υποστήριζαν. Ο Ρέξροθ θεωρούσε ότι το μήνυμα των Μπήτνικς ήταν πρώτα απ’ όλα αντιπολεμικό, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Ντανταϊσμό. Αξίζει να αναφέρθει ότι ήταν άτομο που δεν επιθυμούσε τη δημοσιότητα όσο ζούσε και ότι ήταν από τους λίγους που επισκέφτηκαν τους Σάκο και Βαντσέτι στη φυλακή. Έγραψε κι ένα ποίημα προς τιμήν τους. Άλλοι καλλιτέχνες που εκτίμησαν πολύ τον Ρέξροθ, είναι οι Τομ Γουέιτς, Ίγκυ Ποπ και οι Ramones. Τελικά, δεν γλίτωσε τη δημοσιότητα, μετά θάνατον.

Ποιήματα

Για μία μασέζ και μία πόρνη

Κανείς δεν ξέρει πια τι είναι η αγάπη

Κανείς δεν ξέρει στο Θεό τι συνέβη

Μετά τα μεσάνυχτα οι αδελφές και οι λεσβίες

ξεχύνονται στους δρόμους των παλιών μπουρδέλων

σαν σπειροχαίτες σε ένα ηλίθιο μυαλό.

Οι απατεώνες χάθηκαν όλοι από την πόλη.

Θυμάμαι τις ώρες που πέρασα μιλώντας

μαζί σου για τις ηλιθιότητες

ενός κόσμου που καταρρέει και τις κτηνωδίες

της ράτσας μου και της δικής σου,

ενώ οι άρρωστοι, οι ανώμαλοι, οι κακομούτσουνοι,

ήρθαν κι έφυγαν, κι εσύ τους τακτοποίησες

και τους έδωσες να καταλάβουν,

και τους ξαπόστειλες με λίγη αίσθηση

ηλεκτρικής ζωής από τα ακροδάχτυλά σου.

Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει το γλυκό σου κορμί?

Ή τα γαλήνια ευγενικά σου αισθήματα,

ή τον χαμογελαστό σου έρωτα?

Υποθέτω πως το άγγιγμά σου κράτησε πολλούς άνδρες

όσο ήταν δυνατό στα συγκαλά τους.

Κάθε ώρα όλο και λιγοστεύει τούτο το άγγιγμα στον κόσμο.


ταξιδιώτες στο Έρεγουον

Ανοίγεις το

φόρεμά σου πάνω στο σκονισμένο

κρεβάτι που κανείς

δεν κοιμήθηκε για χρόνια

μία κουκουβάγια βογγά πάνω στη στέγη

λες

αγάπη

αγάπη μου

στο σκονισμένο φως της παλιάς

λάμπας πετρελαίου οι ώμοι

η κοιλιά τα στήθη οι γλουτοί σου

μοιάζουν με άνθη ροδακινιάς

θεόρατα άστρα πολύ μακριά πολύ ξέχωρα

έξω απ΄το σπασμένο παραθυρόφυλλο

πελώρια αθάνατα ζώα

κάθε ζώο ένα μάτι

κοιτάζουν

ανοίγεις το κορμί σου

δεν έχει τέλος η νύχτα

δεν έχει τέλος το δάσος

σπίτι μια ζωή παρατημένο

μέσα στο δάσος μέσα στη νύχτα

δεν θα έρθει ποτέ κανείς

στο σπίτι

μόνοι

στον σκοτεινό κόσμο

στη χωρα των ματιών


(μετ.Γιάννης Λειβαδάς)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου