Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Σκληρή Επιλογή (για την μάχη της χαμένης Αθωώτητας) by moth-man








Ηταν Παρασκευή 2 παρά κάτι, κάπου σε κάποιο τόπο, μέρα μεσημέρι, όταν συνέβησαν όλα αυτά....................................................
Ο αέρας ακόνιζε τη μανία του επάνω του πετώντας ξυράφια, η λάβα μέσα του ξεχύνονταν με ορμή και στο διάβα της πύρωνε και πολτοποιούσε κατα σειρά τα σωθικά του. Φάρυγγα, οισοφάγο,πνεύμονες, συκώτι και κατέληγε στο στομάχι. Με αυτή του τη φυσική κατάσταση περιπλανιώταν στο δρόμο ο Δημήτρης Σαρρής, μόνος του κατά την προσφιλή του συνήθεια. Μάυρο μακό φανελάκι, καρό σορτς της εποχής παρέα με τα αγαπημένα του σανδάλια και παραμάσχαλα “τα άσματα του Μάλντορορ» του Λωτρεαμόν. Η άσφαλτος καυτή, έτρεμε από τη ζέστη, κάπου σε ένα μέρος, μεσημέρι καλοκαιριού.Τα πόδια απέιχαν μόλις δύο εκατοστά από το καυτό σίδερο της ασφάλτου, γυμνά αναζητούσαν σαδιστικά μία πρώιμη εμπειρία πόνου. Τους έκανε το χατίρι, ξεδίπλωσε τα σανδάλια και ακούμπησε με θάρρος τα πόδια του κάτω. Συλλογίστηκε τους αναστενάρηδες, τα ξυπόλυτα τάγματα ανθρώπων που πηδούν σαν διάολοι πάνω από τις φωτιές για να διώξουν το κακό, να εξαγνιστούν, να λυτρωθούν. Τι μανία! τι πάθος! αναφώνησε. Θαύμασε τον συμβολισμό τους και είδε ανάμεσα στα πόδια τους και το δικό του πόδι απάνω και ψηλά στην αναμμένη θράκα να πυρώνει, να κοκκινίζει, να μη νιώθει πόνο.


Η αίσθηση που σου αφήνει η ζωή τσουβαλιασμένη με ένα μάτσο στιγμές, παραφορτωμένη-παραγεμισμένη, δεν έιναι πάντοτε ευχάριστη. Σου ξεδιπλώνεται μπροστά σου αλλά μπορεί και να συστέλλεται, να περιστρέφεται, αν είσαι τυχερός και ικανός μπορεί να δεις την διαστολή της, εκεί σαν ένα μεγάλο παγώνι που τεντώνεται και ξεδιπλώνει όλα τα φτερά του, όλα τα χρώματά του και σε πλανεύει. Όμως δεν είσαι πάντα προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Ο Δημήτρης Σαρρής συνέχισε να περπατά με αυτές τις σκέψεις να επιπλέουν στο μυαλό του, βαρύς, ράθυμος με ένα βλέμμα χαμένου τύπου που έχει ξεφορτώσει από το σακί του όλες τις στιγμές του και δεν ξέρει τι να τις κάνει. «Τα πράγματα είναι συνήθως πιο απλά» είπε μέσα του- το κόλπο όμως δεν έπιασε έπρεπε κάτι άλλο να βρει. Το τσουβάλι ήταν ήδη βαρύ, έπρεπε με κάθε τρόπο να αδειάσει κι άλλο.Ωστόσο η άσφαλτος συνέχιζε να καίει, το άγριο βουητό του αέρα να τσακίζει τα κόκκαλά του, οι ώμοι του να είναι πιασμένοι. Προσπάθησε να γίνει πιο κομψός, ας πούμε πιο ντελικάτος, γι αυτο το σκοπό έριξε μια τσίχλα στο στόμα του, για να απασχοληθεί και να κάνει πιο άνετο το βλέμμα του, να το απαλλάξει μέσα από τις συσπάσεις του στόματός του, να το απελευθερώσει, ίσιωσε όσο περισσότερο μπορούσε τους ώμους του, έβγαλε το στήθος έξω, άρχισε να σφυρίζει αδιάφορα. Βελτιώνοντας το στυλ σου το μόνο που καταφέρνεις τελικά, αν νομίζεις ότι οι άλλοι σε κοιτούν επίμονα, είναι να μην σε κοιτούν οι άλλοι σαν εξωγηίνο, σαν ένα νέο είδος εντόμου ή ακόμα και πιθήκου, σαν μία παράπλευρη απώλεια ενός πολέμου που δειλά-δειλά, βίαια μετά είχε κηρυχθεί μέσα του. Στην ουσία βημάτιζε χωρίς να βλέπει τίποτα, έβλεπε τα πάντα και όλα του διέφευγαν. Κάθε λεπτομέρεια, κάθε μυρωδιά, κάθε γεύση. Επινόησε ένα τρόπο να ξεχάσει τον πόνο που λίμαζε τα σωθικά του με το να χαζέψει τις βιτρίνες των εμπορικών μαγαζιών. Περπάτησε και συναντήθηκε με ψυγεία, κουζίνες, τηλεοράσεις, πλακάκια, ρούχα, πολλά ρούχα.. ένιωσε μία βίαιη τάση για κατανάλωση μέσα του, για αρπαγή, πόσα από όλα αυτά που παράγονται-διανέμονται-καταναλώνονται, μας αφορούν άμεσα¨? Η σύγχρονη Βαβυλωνία επιτάσσει την κατανάλωση, τη λαιμαργία, μπαίνεις σε ένα κατάστημα με ρούχα με μια αδηφάγο διάθεση, τα πάντα σε αφορούν, θα ήθελες να σου ανήκαν κιόλας, από αυτά διαλέγεις μερικά, πηγαίνεις στο ταμείο, τα παίρνεις και φεύγεις. Στον καθρέφτη του σπιτιού σου τα προβάρεις, είναι ωραία, σου πάνε, όμως η σκέψη σου είναι αλλού, είναι στη κρεμάστρα αυτού που άφησες, αυτή η σκέψη σε ανησυχεί, σε μελαγχολεί. Έβλεπες το βλέμμα του να αστράφτει όταν σκεφτόταν αυτά, σου έδινε την αίσθηση ότι κανείς δεν θα γλίτωνε, ήταν θέμα χρόνου.

Στο δρόμο προσπέρασε ανθρώπους που του φάνηκαν επιθετικοί. Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν του φάνηκαν τόσο επιθετικοί, ομολογώ ότι πρέπει να του συνέβαινε για πρώτη φορά, τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Οι μουτσούνες τους φάνταζαν στα μάτια του έτοιμες για όλα, γέματες πύον, έτοιμες να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, να αγαπήσουν και να μισήσουν, να προδώσουν και να προδωθούν. Ποτέ άλλοτε δεν έιχε αυτή την αίσθηση για τον κόσμο και είδε και προσπέρασε πολλούς ανθρώπους που φοβισμένος καθώς ήταν προσπάθησε να τους προσπεράσει επιδέξια κάνοντας πιρουέτες, ζογκλερικά, ακροβατικά ή οτιδήποτε άλλο σκαρφιζόταν. Μόνο να μην τον ακουμπήσουν, μόνο αυτό ήθελε.Τα λογικά του ένιωθα ότι τα είχε ψιλοχάσει και για να πω την αλήθεια πάντα υπερηφανευόταν γιάυτά. Παράλληλα η λάβα ακόμα έκαιγε μέσα του παράγoντας εσωτερική θερμότητα που ανέβαζε τη θερμοκρασία του σώματός του. Άρχισε να μουσκεύει στον ιδρώτα, μία λίμνη αλάτων και νερού τον κατέκλυζε, για να μην πνιγεί σφούγγισε τον ιδρώτα του και συνέχισε να προχωρά, να διασχίζει δρόμους, πλατείες, πάρκα...? Το καλλίτερο γιατρικό έπειτα από όλα αυτά σκέφτηκε έιναι ένα ποτό. Πήγε στο αγαπημένο του μπαρ, μπήκε μέσα ανοίγωντας τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του έκατσε σε ένα από τα σκαμπό του μπαρ και παρήγγειλε το αγαπημένο του ποτό. Λευκή τεκίλα με δύο πάγους και μία φέτα λεμόνι. Στα ηχεία άκουσε να παίζει το people aint no good του nick cave, έκατσε στην πίσω μεριά του σκαμπό για να νιώθει πιο άνετα, έφερε το ποτό προς το μέρος του αφού πρώτα το ζύγιασε καλά στο χέρι του και άρχισε να το κατεβάζει γουλιά-γουλιά, σαδιστικά αργά. Έκανε να ανάψει τσιγάρο, τώρα πηγαίναν όλα περίφημα, τίποτα δεν τον σταμάταγε, ήταν στο χώρο του με το αγαπημένο του ποτο να του γλυκοκαίει τον ουρανίσκο. Η καύτρα του τσιγάρου του Δημήτρη Σαρρή άρχιζε να πυρώνει. Μέσα από τη χαραμάδα του καπνού άρχισε να βλέπει πάλι τις απειλητικές, φονικές μουτσούνες, ξεδιάντροπες και επιθετικές, χυδαίες αλλά και περιέργα αγνές. Αγνές είπα? ...μονολόγησε...ναι, τα πρόσωπα τους ήταν στρογγυλά, χωρίς περιττές γωνίες, τα αυτιά τους μικρά προσαρμοσμένα στη γεωμετρία του προσώπου, τα χείλη κυματιστά με έναν αναιπαίσθητο χρωματισμό και τα τόξα του φρυδιού τους να ακολουθούν τη γραμμή της αψίδας. Με λίγα λόγια όχι σμιχτοφρύδηδες, όχι σουβλερές επιθετικές μύτες με προεξέχοντα νέγρικα ρουθούνια έτοιμα να μπαρουτοκαπνιστούν, όχι χείλη ειρωνικά. Ωστόσο εξέπεμπαν κάποιο είδος κακίας, μοχθηρίας από τα στρογγυλά μάτια τους όπως υψύνωνταν πάνω από τα φουσκωμένα ζυγωματικά τους. Το γεγονός αυτό του δημιούργησε μεγαλύτερη ανασφάλεια και ένταση, παρήγγειλε και ένα δεύτερο ποτό, αν η πραγματικότητα ήταν αυτή, σκέφτηκε, πως θα ήταν μέσα από το διαθλαστικό πρίσμα ενός ακόμα ποτού? Κι αν η πραγματικότητα συνέβαινε έπειτα από 3,4,5...ποτά? ποιος θα του το έλεγε αυτό, θα έπρεπε να το ανακαλύψει μόνος του. Κατέβασε και το τρίτο ποτό, στα αυτιά του τώρα έφθανε η φωνή του Jim Morisson απόκοσμη, υπόκωφη, μακρινή στο τραγούδι people are strange. Εν τω μεταξύ στο μεσοδιάστημα των ποτών είχαν παρεμβληθεί κι άλλα τραγούδια κι άλλες φωνές που δεν κατάφερε να τις συγκρατήσει. Άρχισε να εκνευρίζεται τα ποτά έδειχναν ‘οτι δεν θα έκαναν δουλειά, παρόλο αυτά έκανε να παραγγείλει άλλο ένα, ο μπαρμαν γύρισε την πλάτη στο μπαρ, σήκωσε το χέρι στο ύψος του ώμου του, λύγισε τα ακροδάχτυλά του, σταθεροποίησε το χέρι του πάνω στην μποτίλια πιάνωντας την σφιχτά και τη μετέφερε με ασφάλεια και κομψότητα με κατεύθυνση το ποτήρι του που περίμενε να ξεδιψάσει με άλλη μια δόση λευκής τεκίλας. Την ώρα εκείνη και ενώ η γλώσσα του αναζητούσε επίμονα το λευκό της δηλητήριο να το ρίξει εντός της, από το ράφι του μπαρ, στον καθρέφτη στο σημείο που προηγουμένως καθόταν αναπαυτικά και ηγεμονικά η λευκή μποτίλια, ξεπρόβαλλε χυδαία μπροστά του, το περίγραμμα του προσώπου του με όλες τις λεπτομέρειες μέσα του. Η όψη του ταίριαζε τέλεια με όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχε προσπεράσει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο πόνος άρχιζε σιγα σιγά να του περνάει, όλα έμοιαζαν τόσο φυσικά, έβρισκαν την ισορροπία τους, αυτό που γινόταν εντός του έμοιαζε με μετάλλαξη, μεταστροφή όλα γίνονταν με μία ακλόνητη ψευδαίσθηση πραγματικότητας που δεν μπορούσες να αρνηθείς.

Σωματικά ένιωθε εντάξει , με την καινούρια του φάτσα τώρα έπρεπε να μάθει να περπατά να μιλα να ισορροπεί. Μπορώ να πω ότι τώρα είχε βάλει περισσότερο βάρος πάνω του, περισσότερα κιλά. Η ποσότητα λίπους στο σώμα του πρέπει να είχε αυξηθεί, το αίμα του προσπαθούσε να ανοίξει νέους διόδους για να περάσει ανάμεσα στη λιπαρή κόλλα, άλλαζε πορεία, άνοιγε στοές. Το σώμα όμως θυμάται, η κυτταρική μνήμη επανερχόταν σιγα-σιγά και κάθε τόσο, υπήρχαν σημεία, στοές που η λιπαρή ύλη δεν μπορούσε να εγκλωβιστεί. Κοίταξε γύρω του, όλοι ευτυχισμένοι με τις πλαδαρές τους μουτσούνες, τα λευκά προσωπεία τους. Το σώμα του ζητούσε επίμονα να σπαταληθεί να εξαντλήσει τις νέες δυνατότητες του, σα μία αδιάθετη ποσότητα ζωτικότητας, σαν ένα χωράφι καλλιεργημένης γης, να εξαντλήσει όλους τους πόρους του όλα τα θρεπτικά στοιχεία της ψυχής. Μόνο έτσι θα ξεδηψούσε, μόνο έτσι θα υπήρχε, μόνο έτσι θα λυτρωνόταν. Στο μαγαζί αυτό ερχόταν πάντα γιατί είναι το μόνο μαγαζί που μπορείς να πιεις ένα ποτό μόνος σου, χωρίς να νίωθεις το βάρος της ματιάς των άλλων. Τα μοναχικά ποτά δεν συνηθίζονται πλέον, τις περισσότερες φορές προκαλούν αποστροφή και ο χώρος των μαγαζιών δεν είναι κατάλληλα προσαρμοσμένος για κάτι τέτοιο. Η μπάρα συνήθως απλώνεται σε ευθεία γραμμή, νιώθεις ότι είσαι στην ουρά κάποιου τρένου ή λεωφορείου, σε στάση αναμονής, ο χωροταξικός προσανατολισμός σε κάνει να αισθάνεσαι ξεκομμένος από το χώρο να προσποιείσαι ότι περιμένεις κάποιον που δεν ήρθε και που δεν θα έρθει, απλά και μόνο για να μην νιώθεις αμήχανος. Στο μπαρ που απολάμβανε να πίνει μόνος του το ποτό του η μπάρα είναι ημιστρογγυλή, ένα είδος ημικυκλίου που αγκαλιάζει τον μπαρμαν και περιβάλλει μητρικά τους θαμώνες. Υπάρχει ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας με όσους κάθονται στα σκαμπό του μπαρ, η μύηση συντελείται με τη ροή του αλκοόλ στο στομάχι, τα βλέμματα τους συναντιούνται από τις στρογγυλεμένες γωνίες του μπαρ και δείχνουν να γνέφουν συγκαταβατικά, μια σιωπηλή συμφωνία, όλοι νίωθουν, όλοι ξέρουν. Στο μπαρ αυτό όλοι έχουν μία βουδιστική ηρεμία, μία εσωτερικότητα. Οι ώμοι τους πιέζουν την σπονδυλική τους στήλη προς τα κάτω, η απόσταση μικραίνει από το μπαρ και το ποτό διαγράφει τη μικρότερη δυνατή απόσταση προς τη γλώσσα. Αυτή είναι η στάση του πότη, εκεί οπου οι γουλιές μπλέκουν γλυκά τις ιδέες με τα συναισθήματα, την αιωνιότητα με το εφήμερο, την φθορά με την αφθαρσία, κι όλα αυτά υπό το βάρος σκέψεων, εμμονών, παθών. Άρχισε να νιώθει άβολα, ένοχος που είχε έρθει μόνος του να πιει το ποτό του, στα διπλανά σκαμπό του μπαρ δεν αναγνώριζε τους συμπότες του, ένιωθε ντροπή γι αυτούς, ντροπή για τον ίδιο, κοιταζόταν στον καθρέφτη έμοιαζε με αυτούς. Δεν το είχε νιώσει ποτέ αυτό στο δικό του χώρο, στο δικό του μπαρ, μέσα στο σπίτι του. Έίχε μία αίσθηση γύμνιας, σαν να μην φορά ρούχα, όλα τα βλέμματα καρφωμένα επάνω του, όλοι αυτόν να παρατηρούν επίμονα, εξεταστικά σαν κάποιος του συναφιού τους που θέλει να ξεφύγει, σαν κάποιος που προσβάλλει την ιδιότητά τους. Ένα νοητό δικαστήριο είχε στηθεί με όλη του τη μεγαλοπρέπεια και ιεραρχία, μπορούσε να αναγνωρίσει εύκολα τον πρόεδρο, τους δικαστές, τους κατήγορους. Βιαζόταν να απολογηθεί, δεν είχε προετοιμάσει την απολογία του, ήθελε να φωνάξει ¨είμαι αθώος, είμαι αθώος»!!!.....είμαι αθώος!!!!...πολύ αργότερα κατάλαβε ότι αυτό που ήθελαν απλά ήταν να ομολογήσει την ενοχή του, αν δήλωνε ένοχος θα τον άφηναν ελεύθερο, η αποφυλάκισή του θα ήταν η ομολογία της ενοχής του. Δεν ομολόγησε όμως τίποτα, προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του, την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, έπιασε τη σκέψη του να φυγαδεύεται σε φανταστικές συνομιλίες με διάφορους ανθρώπους που ποτέ δεν είδε, ποτέ δεν γνώρισε, αλλά εκτιμούσε πάρα πολύ, παρήλασαν ο χένρυ μίλλερ, η έμμα γκολντμαν, ο παύλος σιδηρόπουλος, η κατερίνα γώγου, ο νικόλας άσιμος, τα γραπτά του κνουτ χάμσουν, η ίδια η ζωή του τζακ κερουακ, το σαξόφωνο του τζων κολτρειν, τα πιατίνια του αρτ μπλάκευ, η μυώδης φωνή του τζιλ σκοτ είρων, η αλητεία του γκρέγκορυ κόρσο, το κάτω από το ηφαίστειο του μάλκομ λόουρυ, ο Σελίν. Όλα αυτά περάσαν σαν ένα τρέιλερ, ένα προσεχώς μίας παράστασης που δεν είχε ακόμα ξεκινήσει, σαν ένα αστυνομικό φιλμ νουάρ με πρωταγωνιστή και θύμα τον ίδιο.

Η νοσταλγία του σώματός, οι θύμησες της κυτταρικής μνήμης, οι πόροι της ψυχής του αναζήτησαν την πρώτη ύλη, το αρχέγονο φως, το πρώτο κύτταρο, τον πρώτο άνθρωπο. Διάβηκε το χρόνο προς τα πίσω, γύρισε τα πλευρά του ανάποδα, κουλουριάστηκε, προσπάθησε να επιστρέψει στη μήτρα από όπου ξεπήδησε, κατήργησε το βέλος του χρόνου, αντέστρεψε τους ρόλους. Έφθασε , δεν είχε φως, πλανήθηκε στις ενοχές του, ξεντρόπιασε τα πάθη μου, απήλαυσε τις ηδονές του, γιόρτασε τα λάθη του. Συστήθηκε στον εαυτό του, έπρεπε να βρει το κορμί ενός αθώου παιδιού να του χαρίσει την ενοχή του, να του πω ότι ο κόσμος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, να το αφυπνίσει...έπρεπε να τρέξει μακρύτερα από τον εαυτό του για να τον ξαναβρεί, έπρεπε να χρησιμοποιήσει καινούργια γλώσσα, νέες λέξεις να βρει...έπρεπε μονάχα να σωθεί. Έψαξε στα αποκαίδια κάθε εποχής, ξέθαψε τάφους, ξερίζωσε δένδρα, αναποδογύρισε κιθάρες, γκρέμισε ναούς, ανέβηκε βουνά, περπάτησε πεδιάδες, για να βρει την πρώτη ιδέα, την πρώτη φυλή ανθρώπου, την πρώτη δράση μακριά από σκοπιμότητες, την πρώτη πράξη μη-θυσίας, το πρώτο ύμνο στη ζωή, τη φωτιά του Προμηθέα, την πρώτη οργή των θεών, το πρώτο τραγόυδι με μια κιθάρα. Το σώμα του Δημήτρη Σαρρή άρχισε να αναζωογωνείται, το λίπος να τήκεται και να αφήνει χώρο και δίοδο ελεύθερη στη ροή του αίματος του. Οι πρώτοι εραστές να κάνουν έρωτα, τα πρώτα κορμιά να κάμπτονται το ένα προς το άλλο, να γίνονται ένα, αγκαλιά με την αιωνιότητα, οι πρώτοι σπόροι να βλασταίνουν με τα πρωτοβρόχια, ο θάνατος να μην έχει πια εξουσία, ενθυμούμενος τα λόγια του ποιητή... Διάβηκε κάθε στοά του μυαλού του, το έβαλε πείσμα να θυμηθεί, πέρασε από λαβυρίνθους χρόνια απάτητους, πότε πρόδωσε τελευταία φορά, πότε σκότωσε, πότε πρόσβαλλε, πότε αδίκησε. Ρώτησε να μάθει κάθε φίλο, κάθε συγγενή, ένιωθε ένοχος, τι άλλο να έκανε. Απαντήσεις δεν έπαιρνε, κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, ένιωθε ότι έπασχε από μερική απώλεια μνήμης, έπρεπε να θυμηθεί, πάση θυσία. Από μικρός εφοδιασμένος με μία ρομαντική αίσθηση δικαίου, μακριά από δικαστήρια. Μία ευγένικη και καλοπροαίρετη διάθεση απέναντι στην ανθρωπότητα, μία τίμια, ειλικρινής και αφελής θέση. Δεν βρήκε τίποτα, δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε πρόδωσε τελευταία φορά,ίσως να μην το κατάλαβε. Ο χρόνος λειαίνει τις πληγές, ισιώνει τις γωνίες, μεγαλώνει τις αποστάσεις μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού, σαν να ξυπνάς από όνειρο, ναι, αλλά και πάλι τίποτα δεν βρήκε. Συνέχισε να περπατά απορροφημένος κατα μήκος της Ακρόπολης στη σκιά της κατά κάποιο τρόπο. Τα χέρια του καθώς περπατούσε τα ένιωθε ότι άρχιζαν να βρωμίζουν, ένιωσε ότι αυτοί που περπατούσαν δίπλα του τον παρέσερναν με την ορμή τους, το ρεύμα έπαιρνε κι αυτόν, προσπαθούσε να κρατηθεί από ένα έρωτα παιδικό, από μια ιδέα, να μεθύσει με μια γουλιά νερό, να του αρκεί τόσο.Ωστόσο αναπόφευκτο, το ποτάμι της ζωής τον παρέσερνε,ένας νέος κόσμος τον καλούσε, του ρθε η ιδέα να προδώσει, να σκοτώσει και να σκοτωθει, έπρεπε να λυτρωθει. Έπρεπε να πιει αίμα, είχε γίνει ένα είδος βρυκόλακα, το μόνο που τον ένοιαζε τώρα ήταν ο εαυτός του. Και το μόνο αίμα αθώου που είχε να πιει ήταν το δικό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου